Αιμιλία Καραλή
Τα Φυτά εσωτερικού χώρου, (εκδόσεις Βακχικόν), αποτελούνται από 50 ποιήματα, σε δύο υποενότητες, «Κάκτοι» και «Πόθοι και ορχιδέες», με έντονες εικόνες, σαν μικρά και μεγάλα κινηματογραφικά πλάνα ή θεατρικές/δραματικές σκηνές, αν και έχουν τη μορφή μονολόγου. Μικρές αφηγήσεις, αυτοτελείς ή σε απρόσμενες συνέχειες-ακολουθίες, με αρχή, μέση και τέλος· όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.
Η έγκλειστη και κλειστή πραγματικότητα που σφραγίστηκε από την πρόσφατη πανδημία φαίνεται να αποτελεί την πρωτογενή βάση της σύνθεσης. Στην ποίησή της η Ευαγγελία αισθητοποιεί μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα που κορυφώθηκαν, αναδιατυπώθηκαν ή και δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκειά της. Όμως αυτή η επικαιρική αφορμή είναι απλώς μια πρόφαση. Το ποιητικό της έργο, όπως και κάθε αντίστοιχο έργο με βάθος και αξία, ξεπερνάει το γεγονός. Έχει αυθύπαρκτη υπόσταση και γι’ αυτό διάρκεια. Αφορά κάθε άνθρωπο που νιώθει, αγαπά, σκέφτεται, παρατηρεί, θυμάται, ελπίζει, ονειρεύεται και αντιστέκεται σε συνθήκες ζωής τις οποίες δεν έχει επιλέξει. Αυτές οι συνθήκες σφραγίζονται ευκρινώς από την απώλεια, την απουσία, τη μοναξιά, τη λύπη: «Βλέπω όσα θα πω/και είναι σαν να βλέπω/ένα μαύρο ρούχο / σε ανάστερη νύχτα / η λύπη των ανθρώπων», Σε υψηλή ανάλυση. Κάθε επιθυμία φυγής γίνεται συνεχής καταβύθιση. Ένα είδος εφιάλτη που στενεύει τους ανθρώπους· επακόλουθο και συνεχές ανάπτυγμα του εγκλωβισμού: «Έτσι ορίζει η ακολουθία/ να μη φτάνεις/ μα πάντα κάπου πιο στενά/ να ’χεις να πας», Η άπειρη ακολουθία της φυγής Ι.
Μια από τις σημαντικές αρετές της ποιήτριας είναι η ικανότητά της να «μαγεύει» έναν «απομαγευμένο» χωροχρόνο.
Τα ψηφιακά είδωλα γίνονται οι συνομιλητές μας («Τίνος είσαι παιδί μου;», Οι εξαφανισμένοι· «Θα γελάμε και θα κλαίμε για όσους πεθαίνουν στην τηλεόραση», Μεγάλη χίμαιρα). Οι ηλεκτρονικές συσκευές γίνονται η νέα βιόσφαιρα. Αποκτούν ανθρώπινες ιδιότητες, επικοινωνούν μεταξύ τους και μαζί μας. Γίνονται αποδέκτες συναισθημάτων οργής, λύπης, θυμού· μας μεταμορφώνουν («Μέσα σ’ αυτόν τον εγκλεισμό/ θα είμαι κι εγώ κορίτσι κατοικίδιο», Το κορίτσι στο κινητό σας). Χάνονται οι «παλιοί» τρόποι με τους οποίους εκφραζόταν ο έρωτας, η πίστη, η μνήμη («Τι πάει να πει χάνω;», Η αρχιτεκτονική της αθανασίας). Αλλάζει η σχέση με το σώμα μας, καθώς το φροντίζουμε όχι για το παρόν του, αλλά φαντασιώνοντας το μέλλον του: Ένα όμορφο ολόγραμμα στο μετά.
Αυτή η αποπνικτική ατμόσφαιρα διαπερνά και τον περιβάλλοντα χώρο. Οι δρόμοι σιωπηλοί, ο χρόνος ακίνητος, η νύχτα φωτίζεται από «ένα κτήνος λαμπάτο», μια χοάνη «έτοιμη να ουρλιάξει» (Οι λάμπες της καραντίνας). Κάθε τι ζωντανό εκπίπτει σε άψυχο· στοιχείο και στοιχειό ενός τόπου, ξένου, ερειπωμένου (Η απόγνωση της βρεφοκόμου). Ακόμη κι οι όποιοι έξοδοι καταλήγουν σε ένα σχεδόν επιθανάτιο λυγμό: «Εδώ στο παγκάκι θα κλάψω με τα δάκρυα ενός τόπου χλοερού» (Οι άνθρωποι περπατούν στην πλατεία Ι και ΙΙ). Και όταν οι απώλειες αποκτούν πρόσωπο αγαπημένο («Η μάνα μου…/ με μάτια πεινασμένα/ μου ζητά / το μυαλό της πίσω», Μητρική συνάρτηση) ξαναβρίσκονται αλλιώς μέσα μας: «Όταν οι άνθρωποι γερνούν/ Μικραίνουν πολύ, πάρα πολύ/ Τόσο που να χωράνε στην καρδιά μας» (Μητρική συνάρτηση). Συνοδοί αυτής της κατάστασης, πολύσημοι οιωνοί θλίψης, επιβίωσης στερεοτύπων, αλλά και μετρητές του χρόνου και του ρυθμού της ζωής γίνονται τα πουλιά, τα έντομα, τα μικρότατα πλάσματα των βυθών (ο γκιώνης, ο γλάρος, το τριζόνι, η πεταλούδα, τα κριλ).
Μια από τις σημαντικές όμως αρετές της ποιήτριας είναι η ικανότητά της να «μαγεύει» έναν «απομαγευμένο» χωροχρόνο. Τα ποιήματα, οι λέξεις τους γίνονται ο παλμός της καρδιάς, τα μέσα δραπέτευσης από τα όποια δεσμά (ΗΚΓ) και το «λίγο δηλητήριο» που περιέχουν «είναι το αντίδοτο στην απόγνωση» (SPC Περίληψη χαρακτηριστικών των ποιημάτων). Η απαγγελία Κάλβου –γιατί όχι;– μπορεί να ανατινάξει κι ένα εργοστάσιο βαρέoς ύδατος (Αποκαλύψεις). Ένα ποίημα μπορεί «να σώσει τον άνεμο», να «φέρει καταιγίδα/ στα φύλλα της καρδιάς», να φυσήξει άνεμο ζωογόνο κόντρα στον λίβα που «έξω φυσούσε» (Η μοναξιά που φυσούσε), να ρίξει το φως από μέσα προς τα έξω (Φωτόπτερα).
Μετά τις Ακακίες στη σαβάνα (εκδόσεις Βακχικόν, 2021), η Ευαγγελία Τάτση εκδίδει τη νέα ποιητική της συλλογή. Πρωτογενής βάση της σύνθεσης η έγκλειστη και κλειστή πραγματικότητα της πανδημίας.
Κι αν «Ο ποιητής είναι κάποιος/ που θέλει να κρέμεται/ στο κενό» (Όλες οι δουλειές είναι δύσκολες), εδραιώνει τη μνήμη σε αντικείμενα όπως τα κόκκινα παγκάκια της πλατείας («κόκκινο/όπως το αίμα της ανάμνησης», Το κόκκινο παγκάκι- ακολουθία), που ενώνουν τον χρόνο και τις γενιές (Οι εξαφανισμένοι). Κι επειδή «Ο πόθος είναι φυτό εσωτερικού χώρου» μας προτρέπει: «να κλαίτε φτάνει/για να έχει υγρασία» (Φυτά εσωτερικού χώρου).
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ στις 10-12-2022