Γιώργος Μιχαηλίδης
Στο βιβλίο του Ν. Παπαδάτου Άκρως Απόρρητο: Οι σχέσεις ΕΣΣΔ-ΚΚΕ, 1944-1952 παρουσιάζονται 193 ντοκουμέντα από τα σοβιετικά αρχεία, πολλά από τα οποία δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στην πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια παρουσίασης του μέχρι σήμερα διαθέσιμου υλικού από την ΕΣΣΔ. Η εκτενής εισαγωγή του συγγραφέα παρέχει το αναγκαίο ερμηνευτικό πλαίσιο.
Η έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις ΚΨΜ έρχεται να προσφέρει ένα πολύτιμο υλικό για την ταραχώδη αυτή ιστορική περίοδο καθώς και να συμβάλλει στην απάντηση μιας σειράς ερωτημάτων γύρω από τις σχέσεις ΚΚΕ και διεθνούς κομμουνιστικού κέντρου. Η έκδοση αποτελείται από μια εκτενή πλην χρήσιμη εισαγωγή, ένα κύριο σώμα 193 μεταφρασμένων αρχειακών τεκμηρίων από τα πρώην σοβιετικά αρχεία και την παρουσίαση του βιογραφικού βασικών σοβιετικών αξιωματούχων που παρουσιάζονται στα έγγραφα.
Ένα μέρος από τα 193 έγγραφα είχαν ξανακυκλοφορήσει από άλλες εκδοτικές προσπάθειες ή είχαν αποτελέσει μέρος άλλων ιστορικών ερευνών στην Ελλάδα. Όμως πέρα απ’ το ότι πολλά έγγραφα παρουσιάζονται για πρώτη φορά μεταφρασμένα στο ελληνικό κοινό, το βιβλίο του Παπαδάτου αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια παρουσίασης του μέχρι σήμερα διαθέσιμου υλικού των σοβιετικών αρχείων. Το αρχειακό υλικό καλύπτει κορυφαία πολιτικά γεγονότα στην Ελλάδα, όπως τη σύγκρουση του Δεκέμβρη του ‘44, τη Συμφωνία της Βάρκιζας, τις εκλογές του ‘46, τον εμφύλιο πόλεμο και τις πρώτες μετεμφυλιακές εξελίξεις. Στόχος του συγγραφέα είναι να προσφέρει μια οπτική για τον χαρακτήρα της σχέσης του ΚΚΕ με το διεθνές κομμουνιστικό κέντρο και τον τρόπου που αυτή επιδρά πάνω στις συγκεκριμένες αποφάσεις του. Παράλληλα μπορούν να αντληθούν πληροφορίες για τις σχέσεις μεταξύ των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ και τον ρόλο της ΕΣΣΔ στις εσωκομματικές ισορροπίες. Εδώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εσωκομματικές συγκρούσεις που ξεσπούν από το 1948 με τη ρήξη Ζαχαριάδη-Βαφειάδη και συνεχίζονται μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου με το ζήτημα της αποτίμησης της στρατηγικής και των κρίσιμων αποφάσεων του ΚΚΕ στη δεκαετία του ‘40. Ενώ όμως τα πρακτικά των ολομελειών και των συνδιασκέψεων του ΚΚΕ ήταν σε μεγάλο βαθμό γνωστά, από προηγούμενες εκδόσεις και τα απομνημονεύματα αρκετών στελεχών του ΚΚΕ, αυτό που φέρνει η παρούσα έκδοση είναι οι επιστολές που αποστέλλονται από τον Βαφειάδη, τον Ζαχαριάδη και άλλα στελέχη προς την ηγεσία του ΚΚΣΕ και ο τρόπος που το τελευταίο εξετάζει τα εσωκομματικά ζητήματα και μεσολαβεί για την επίλυσή τους. Αν προχωρήσουμε πέρα από τον εν μέρει κατανοητό λόγω των δεδομένων συνθηκών αλλά τουλάχιστον στενόχωρο (και ας ελπίσουμε για εμάς διδακτικό) τρόπο με τον οποίο γινόταν η εσωκομματική αντιπαράθεση, μπορούμε να κατανοήσουμε τη δομή του διεθνούς κομμουνιστικού συστήματος, τους αντικειμενικούς λόγους για τους οποίους υφίστατο, αλλά και τις επίσης αντικειμενικά αναπόφευκτες στρεβλώσεις που παρήγαγε.
Το ΚΚΕ δομείται ως ένα κόμμα με πειθαρχία προς τις προτεραιότητες του ΚΚΣΕ καθώς η Σοβιετική Ένωση θεωρείται το στρατηγικό κέντρο
Κεντρική θέση του συγγραφέα αποτελεί ότι ήδη από τον μεσοπόλεμο -και κυρίως μετά την ανάληψη της ηγεσίας του ΚΚΕ από τον Νίκο Ζαχαριάδη – το τελευταίο δομείται ως ένα κόμμα με αυστηρή πειθαρχία προς τις υποδείξεις και τις προτεραιότητες του ΚΚΣΕ καθώς η Σοβιετική Ένωση θεωρείται πλέον το στρατηγικό κέντρο/επιτελείο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Με αυτή τη φιλοσοφία θα χαράξει το ΚΚΕ την πολιτική του και στην εξεταζόμενη περίοδο. Αυτό δε σημαίνει ότι κάθε κίνηση του ΚΚΕ προκύπτει από προγενέστερη επεξεργασία ή προτροπή της Μόσχας. Η σχέση που περιγράφεται από τον Παπαδάτο και προκύπτει μέσα από τα παρατιθέμενα αρχειακά τεκμήρια είναι ότι η Σοβιετική Ένωση θέτει τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές της περιόδου και έπειτα προσλαμβάνει, επεξεργάζεται και εγκρίνει, τροποποιεί ή απορρίπτει τα σχέδια του ΚΚΕ. Δεν λείπουν όμως και περιπτώσεις κατά τις οποίες το ΚΚΕ αγνοεί τη σοβιετική συμβουλή, όπως συμβαίνει με το ζήτημα της συμμετοχής στις εκλογές του Μάρτη του ‘46.
Μία από τις κύριες προσφορές του βιβλίου και του συγγραφέα είναι ότι αντιστρέφει τη συνήθη ελληνοκεντρική θέαση των πραγμάτων που κυριαρχούσε και κυριαρχεί στην επιστημονική παραγωγή αλλά και τη δημόσια συζήτηση σχετικά με τα γεγονότα των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου Πολέμου. Ο Παπαδάτος αναλύει και παρουσιάζει γιατί σύμφωνα με τη δομή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και τη λογική που διέπει τα κόμματα της περιόδου, δεν ήταν κυρίαρχα η Σοβιετική Ένωση που έπρεπε να προσαρμόσει την πολιτική της στη δυναμική των εξελίξεων στην Ελλάδα αλλά το ΚΚΕ αυτό που καλούνταν να εφαρμόσει μία πολιτική με βάση τις σοβιετικές ανάγκες και προτεραιότητες. Η σχέση αυτή βέβαια δεν έχει ακριβώς την ίδια ισορροπία σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο. Την περίοδο 1944-47 τα κομμουνιστικά κόμματα έχουν έναν σχετικά μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας στη δράση τους, ενώ μετά το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ και ειδικά μετά τη ρήξη με τη Γιουγκοσλαβία, ο σοβιετικός έλεγχος αυξάνεται, πόσο μάλλον για την ηγεσία του ΚΚΕ που μετά το τέλος του εμφυλίου καλείται να λειτουργήσει υπό ειδικές συνθήκες, μακριά από το εθνικό της έδαφος.
Συνοψίζοντας, ο Νίκος Παπαδάτος μας προσφέρει μία πάρα πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή ιστορικών τεκμηρίων που φωτίζει κορυφαία γεγονότα της ιστορίας της Ελλάδας και του κομμουνιστικού κινήματος, αρκετές φορές ενάντια στις εδραιωμένες πεποιθήσεις. Μας δίνει επίσης και έναν τρόπο σκέψης. Δυστυχώς, ο μη-αποχαρακτηρισμός μίας σειράς κρίσιμων ντοκουμέντων από τα πρώην σοβιετικά στοιχεία έως τις μέρες μας δεν επιτρέπει εντελώς ασφαλή συμπεράσματα έτσι ώστε κάθε προσέγγιση να ενέχει έναν βαθμό ρίσκου. Όμως η συνδυαστική εξέταση των διαθέσιμων ντοκουμέντων (σοβιετικών, γιουγκοσλαβικών, βουλγαρικών, ελληνικών) μπορεί να μας φέρει πολύ πιο κοντά στην αλήθεια και την κατανόηση της εποχής και των πρωταγωνιστών της. Αυτό σε μια περίοδο που η κομμουνιστική Αριστερά αγωνίζεται να ανασυγκροτηθεί και να βρει τον προσανατολισμό της είναι αδιαμφισβήτητα πολύ βοηθητικό.