Φάκελος: Περιβάλλον Κερδών
Κωστής Ζαχαρόπουλος
Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα αδηφάγο, του οποίου η πραγματική φύση βρίσκεται στην αχαλίνωτη ανάπτυξη και την αύξηση του κέρδους με κάθε τρόπο. Η εγγενής αυτή τάση του συστήματος οδηγεί σε εκμετάλλευση μέχρι τέλους των δύο βασικότερων πηγών πλούτου, δηλαδή του ανθρώπου μέσα από την εργασία και του περιβάλλοντος μέσα από την καταλήστευση φυσικών πόρων αλλά και τη συστηματική αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (GHG) στην ατμόσφαιρα.
Πραγματικά, αξίζει να σταθεί κανείς στους αριθμούς και τα δεδομένα, ώστε να γίνει κατανοητό το εύρος του προβλήματος όσον αφορά το τελευταίο σημείο. Σύμφωνα με δεδομένα της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) η θερμοκρασία του πλανήτη αυξάνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 με ρυθμό τριπλάσιο της -ήδη ανησυχητικής- ανόδου που επικρατούσε στον ύστερο 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα. Παράλληλα, το 2023 αναφέρθηκε ως τo θερμότερο καταγεγραμμένο έτος στην ιστορία, με μέση θερμοκρασία 1,18οC υψηλότερη των προβιομηχανικών επιπέδων, για να ξεπεραστεί μόλις έναν χρόνο αργότερα από την μέση θερμοκρασιακή άνοδο 1,55οC του 2024, την πρώτη υπέρβαση του ορίου των +1.5oC από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Θερμοκρασία-στόχος που έχει τεθεί από τον ΟΗΕ και την IPCC ως αισιόδοξο σενάριο για το μέλλον. Για να μπορέσει κανείς να οπτικοποιήσει καλύτερα τα δεδομένα αυτά, αρκεί να σκεφτεί, πως, σύμφωνα με άρθρο του επιστημονικού περιοδικού Nature το 2023, τα ακραία καιρικά φαινόμενα που προκλήθηκαν από την αύξηση της θερμοκρασίας λόγω ανθρωπογενών εκπομπών GHG κοστίζουν περίπου 16 εκατομμύρια δολάρια την ώρα! Η απώλεια βιοποικιλότητας λόγω της κρίσης, δε, κοστίζει ετησίως από 10 έως 25 τρισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με έρευνα της «Διακυβερνητικής Επιστημονικής και Πολιτικής Πλατφόρμας για τη Βιοποικιλότητα και τις Οικοσυστημικές Υπηρεσίες» (IPBES).
Η κλιματική κρίση και η καταστροφή του περιβάλλοντος, βέβαια, δεν είναι ένα οριζόντιο ζήτημα, στο οποίο η ανθρωπότητα έχει ισοκατανεμημένο μερίδιο ευθύνης. Τα δεδομένα ανατρέπουν κάθε λογική υπερεκτίμησης του ρόλου του ατομικού περιβαλλοντικού αποτυπώματος. Είναι πλέον επιστημονικά αποδεδειγμένο, θα μπορούσε να πει κανείς, πως το περιβάλλον «δεν το φάγαμε μαζί». Ενδεικτικά, ας σημειωθεί, πως σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Κλιματικής Υπευθυνότητας (Climate Accountability Institute) του Κολοράντο, 90 εταιρείες οφείλονται για το 63% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στο διάστημα 1751- 2010. Η πλειονότητα εξ αυτών, δε, είναι ιδιωτικοί κολοσσοί -κυρίως πετρελαϊκές- (όπως η Chevron, η Exxon, η BP και η Shell), αλλά και κρατικές εταιρείες- γίγαντες, όπως η ρωσική Gazprom. Επίσης, επιστημονικό δημοσίευμα του 2025 ποσοτικοποιεί ωμά το αβυσσαλέο χάσμα περιβαλλοντικού αποτυπώματος των κοινωνικών τάξεων επισημαίνοντας, πως το πλουσιότερο 10% έχει στις πλάτες του τα 2/3 των εκπομπών σε διοξείδιο του άνθρακα, ενώ το φτωχότερο 50% ευθύνεται σε ποσοστό χαμηλότερο του 1/10!
Πως στέκεται, λοιπόν, απέναντι σε αυτή την αποκαλυπτική πραγματικότητα το κεφάλαιο; Το δόγμα φαίνεται να είναι η αξιοποίηση μίας τακτικής τόσο παλιάς όσο και ο καπιταλισμός ο ίδιος. «Ας πληρώσουν το κόστος της ζημιάς οι ‘’από κάτω’’ κι ας εκμεταλλευτούμε αυτή την λαμπρή ευκαιρία που δίνεται για να πλουτίσουμε». Αναγνωρίζοντας τις δύο αυτές παράλληλες τάσεις «των από πάνω», έχει ένα ενδιαφέρον να εξετασθούν ειδικά.
Ο Μαρξ ορθώς είχε πει πως «Το κεφάλαιο το τρομάζει η έλλειψη κέρδους ή το πολύ μικρό κέρδος», αλλά με «ποσοστό κέρδους 300% δεν υπάρχει έγκλημα που να μη ριψοκινδυνέψει να διαπράξει». Έτσι, όταν η ανθρωπότητα βλέπει τα δάση γύρω της να καταστρέφονται, ο καπιταλιστής βλέπει κέρδος από τη στροφή σε «οικολογικό χαρτί» και πανάκριβη ηλεκτροκίνηση. Όταν οι επιστημονικοί φορείς κρούουν των κώδωνα του κινδύνου για την καύση ορυκτών καυσίμων, το κεφάλαιο βλέπει ένα νέο επενδυτικό πλάνο στις ΑΠΕ. Όταν οι μελέτες αναδεικνύουν την ανάγκη περιβαλλοντικής μέριμνας στα αναπτυσσόμενα κράτη, ο «αναπτυγμένος» κόσμος της Δύσης βλέπει υπερταμεία «ομαλούς πράσινης μετάβασης», ουσιαστικά καταλήστευσης του παγκόσμιου νότου.
Το αδερφάκι της κερδοφορίας του «πράσινου» καπιταλισμού είναι η μετακύληση του κόστους της κρίσης στα χαμηλότερα στρώματα
Ένα καλό επιχειρηματικό πλάνο, ωστόσο, πέρα από μεγιστοποίηση των κερδών, στοχεύει και στον εκμηδενισμό του κόστους. Έτσι, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το αδερφάκι της επέκτασης στα νέα πεδία κερδοφορίας του «πράσινου» καπιταλισμού είναι η μετακύληση του κόστους της κρίσης στα χαμηλότερα στρώματα. Η περιβαλλοντική φορολογία, η οποία αποτελεί κυρίαρχα ευρωπαϊκό μέτρο, επιβαρύνει τελικά τον λαό, ο οποίος βλέπει αύξηση των τιμών. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στον τομέα της ενέργειας. Παράλληλα, η ίδια η καθημερινότητα αρχίζει να προσομοιάζει σε άθλο υπό το ειδικό βάρος της περιβαλλοντικής καταστροφής. Από τους καύσωνες που μαστίζουν τα αστικά κέντρα ως τις ξηρασίες της υπαίθρου και την καταστροφή καλλιεργειών της μικρομεσαίας αγροτιάς. Από τον κίνδυνο επιβίωσης παραθαλάσσιων οικισμών λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας ως την αναδιάρθρωση του εποχιακού και χωρικού προτύπου κατανομής ζώων και φυτών που αξιοποιεί καθημερινά ο άνθρωπος. Όλα τα παραπάνω είναι υπαρξιακά προβλήματα για την πληττόμενη πλειονότητα, αλλά εντελώς ξένα για το κεφάλαιο που νιώθει ανεπηρέαστο και ανίκητο μέσα στον πλούτο.
Είναι αλήθεια πως ο αγώνας ενάντια στην καπιταλιστική περιβαλλοντική καταστροφή είναι ταυτόχρονα επιτακτικός αλλά και μέχρι πρόσφατα υποτιμημένος στους κόλπους της αριστεράς. Η εικόνα αυτή, ωστόσο, σταδιακά ανατρέπεται. Η πείρα πολυποίκιλων κινημάτων είναι πολύτιμη και ξεκινά από κινήματα ενάντια στην μετακύληση του κόστους της κρίσης στις πλάτες της εργατικής τάξης, όπως τα κίτρινα γιλέκα στην Γαλλία καταλήγοντας στους αγώνες ιθαγενών πληθυσμών της λατινικής Αμερικής και του Αμαζονίου ενάντια στην λεηλασία της Γης τους. Οι αγώνες του επόμενου διαστήματος ενάντια στην καπιταλιστική ανάπτυξη στις πλάτες του περιβάλλοντος θα γεννήσουν νέους όρους που διεξάγεται η συζήτηση για το ποιος θα πληρώσει την κρίση και στρατηγικού τύπου αναζητήσεις σχετικά με το πως μπορεί να υπάρξει μία πραγματικά αρμονική συνύπαρξη ανθρώπου-περιβάλλοντος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 31 Μαΐου – 1 Ιουνίου