Με αφορμή ένα κείμενο της Ρένας Λούνα στον ιστότοπο Lifo που ασκεί κριτική στον σεξισμό και μισογυνισμό που διαπνέει -σύμφωνα με την αρθρογράφο- το μυθιστόρημα Η μεγάλη χίμαιρα του Μ. Καραγάτση ξεκίνησε ένας –ως επί το πλείστον ενδιαφέρον– διάλογος και διαμάχη για τη λογοτεχνική κριτική απέναντι στα «ιερά τοτέμ» της πολιτιστικής κληρονομιάς. Σε τι βαθμό αυτονομείται ένα έργο από το δημιουργό του; Και πρέπει να διαβάζουμε-κρίνουμε τα κλασικά έργα κυρίως στο ιστορικό τους πλαίσιο με βάση τις αντιλήψεις της εποχής τους ή είναι απαραίτητη η επανεκτίμησή τους από τη σκοπιά και τις αξίες του σήμερα;
Ο Πάμπλο Νερούδα στα απομνημονεύματά του, τα οποία εκδόθηκαν πρόσφατα (εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής), ομολογεί τον βιασμό από τον ίδιο μιας καμαριέρας, όταν υπηρετούσε ως διπλωματικός υπάλληλος στην Κεϋλάνη. Όμως, απ’ όσο γνωρίζουμε, καμία κριτική του έργου του έως σήμερα δεν το έχει χαρακτηρίσει ως σεξιστικό.
Η δοκιμιακή ανάγνωση ενός έργου τέχνης, ότι ο δημιουργός ταυτίζεται με το έργο του, το οποίο δεν είναι παρά το μέσον για να περάσει τις ιδέες του, είναι στην ουσία η ίδια άποψη που υποστηρίζει πως η τέχνη δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος να κάνει κανείς πολιτική.
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: είναι δυνατόν ένα έργο τέχνης να αυτονομηθεί από τον δημιουργό του; Ή αντίστροφα: μπορεί οι γενικότερες απόψεις και η στάση ζωής ενός δημιουργού να έρχονται σε αντίθεση με το περιεχόμενο ενός έργου του;
Αν η απαρχή κάθε έργου τέχνης βρίσκεται σε κάποιο πρόβλημα-τραύμα που βασανίζει τον δημιουργό και απαιτεί διέξοδο, λύτρωση, αντίθετα η πολιτική τοποθέτηση ενός δημιουργού ως πολίτη και γενικότερα το αξιακό του σύστημα καθορίζεται πρώτα απ’ όλα από τα συμφέροντά του, από τη θέση του μέσα στην κοινωνία.
Το αληθινό έργο τέχνης λοιπόν υπερβαίνει τον δημιουργό του, ως το προϊόν αλληλεπίδρασης των εσωτερικών αντιφάσεών του με τις κοινωνικές αντιθέσεις. Έτσι, το «τραύμα», αφού πάρει μορφή και μεταπλαστεί σύμφωνα με τους κανόνες της αισθητικής και τα εκφραστικά μέσα της αντίστοιχης τέχνης, οφείλει να συνομιλήσει με την κοινωνία και τις αντιφάσεις της, ώστε να ανυψωθεί κατά το δυνατό στο επίπεδο του καθολικού και οικουμενικού.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, αριστερή και δεξιά τέχνη, αλλά τέχνη απελευθερωτική και τέχνη ναρκισσιστική. Όπως έχει χαρακτηριστικά λεχθεί, μπορεί να υπάρχουν φασίστες ποιητές, αλλά δεν υπάρχουν φασιστικά ποιήματα. Απλά γιατί ένα φασιστικό ποίημα δεν μπορεί να είναι τέχνη. Όπως ακριβώς δεν υπάρχουν σεξιστικά μυθιστορήματα, γιατί απλά δεν θα είναι λογοτεχνία.
Στα αληθινά έργα τέχνης ο συγγραφέας μεταφέρει το κλίμα και την ατμόσφαιρα της κοινωνίας
Γιατί στα αληθινά έργα τέχνης ο συγγραφέας δεν γράφει την άποψή του αλλά μεταφέρει τις το κλίμα και την ατμόσφαιρα της κοινωνίας. Μάλιστα τόσο καλύτερος είναι ο συγγραφέας όσο πιο πειστικά μεταφέρει στο έργο του απόψεις αντίθετες με τις δικές του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πολυφωνικό μυθιστόρημα, (το οποίο παρεμπιπτόντως δεν είναι αυτό που έχει πολλούς ήρωες, όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται), αλλά αυτό στο οποίο οι ήρωες δεν μιλούν ως φερέφωνα του συγγραφέα, αλλά με τον δικό τους, αυτεξούσιο και χειραφετημένο από την αυθεντία του συγγραφέα λόγο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Ντοστογιέφσκι, για το έργο του οποίου καθιερώθηκε αυτός ο όρος από τον Μπαχτίν (Ζητήματα της ποιητικής του Ντοστογιέφσκι).
Αλλά και ο γαιοκτήμονας Τολστόι και ο αστός Τσέχωφ, κάθε άλλο παρά διακείμενοι φιλικά στις σοσιαλιστικές ιδέες, συνηγορούν σε όλα σχεδόν τα έργα τους μέσα από τα λόγια των ηρώων τους στα παραπάνω. Όπως και από την εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή ως χαρακτηριστικό παράδειγμα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τον Στρατή Μυριβήλη, από τη μια θαυμαστή του Μεταξά και υπέρμαχο της Μακρονήσου και από την άλλη συγγραφέα του αντιπολεμικού και αντιμιλιταριστικού μυθιστορήματος Η ζωή εν Τάφω.
Τέλος, όσον αφορά στη σχέση του έργου τέχνης με την εποχή του, θα θέσουμε το ερώτημα: Αν ένας μουσικός έγραφε σήμερα ένα πρωτότυπο συμφωνικό έργο ισάξιο μιας συμφωνίας του Μπετόβεν, ποια θα ήταν η αξία του σήμερα;
Η απάντηση είναι καμία. Γιατί κάθε αληθινό έργο τέχνης ανήκει και εκφράζει την εποχή του και η διαχρονικότητά του στο διηνεκές, δείγμα της μεγάλης του αξίας, δεν μπορεί να ιδωθεί (και να του ασκηθεί κριτική) κάνοντας προβολές του παρόντος στο παρελθόν, προβάλλοντας δηλαδή τη σύγχρονη κοινωνία στην εποχή του.
Ειδάλλως δεν θα έπρεπε να ακούμε ρεμπέτικα, γιατί σήμερα ο στίχος τους ακούγεται σεξιστικός και ίσως να μην επιτρέπουμε στον εαυτό μας να θαυμάζει την Ακρόπολη γιατί είναι έργο δούλων σε μια ακραία πατριαρχική κοινωνία.
Βασίλης Τσιράκης