Ανάλυση: Γιώργος Παυλόπουλος
Όσο κι αν οι «κοσμοπολίτες» της Ευρώπης κατηγορούν τον Τραμπ και τους συνοδοιπόρους του για προστατευτισμό, επιθετικότητα στην εξωτερική πολιτική και αυταρχισμό στο εσωτερικό, στην πράξη ακολουθούν την ίδια πολιτική, υπηρετώντας την –ζωτικής σημασίας για το κεφάλαιο– προσπάθεια για την εδραίωση της αστικής εξουσίας και της βάρβαρης εκμετάλλευσης των λαών.
Ο Κακός Λύκος και η Κοκκινοσκουφίτσα
Ο Τραμπ παρουσιάζεται ως ο κακός λύκος του καπιταλισμού. Είναι αυτός που δεν σέβεται συμφωνίες και συμμαχίες, δεν τηρεί το σαβουάρ βιβρ στις επαφές του με τους υπόλοιπους, τα λέει χύμα και τσουβαλάτα ως γνήσιος «λαϊκιστής», προτάσσει το «εγώ» της Αμερικής έναντι του «εμείς» της Δύσης. Με βάση όλα τα παραπάνω, απειλεί να κατεδαφίσει την παραδοσιακή τάξη πραγμάτων και γι’ αυτό έχει χαρακτηριστεί ως κίνδυνος-θάνατος από πολλούς εταίρους του.
Φυσικά, υπάρχει και πιο η θεωρητική ανάλυση του φαινομένου Τραμπ και των όσων σηματοδοτεί η εκλογή και παρουσία του στην προεδρία των ΗΠΑ. Σε αυτό το επίπεδο, λοιπόν, ο ίδιος –όπως και όσοι τον θαυμάζουν και τον μιμούνται– αποτελεί την πολιτική έκφραση του πιο επιθετικού και αντιδραστικού τμήματος του κεφαλαίου και της αστικής τάξης στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Είναι η αιχμή του δόρατος μίας τάσης που χαρακτηρίζεται από τη στροφή στον εθνικισμό και τον εμπορικό και νομισματικό προστατευτισμό, που δεν διστάζει να ξεθάψει το τσεκούρι του πολέμου για να πετύχει αυτό που επιδιώκει και που ταυτόχρονα επιτίθεται με μανία στις κατακτήσεις των εργαζομένων και τα δημοκρατικά δικαιώματα στο εσωτερικό των χωρών.
Με τον τρόπο αυτό, έρχεται σε ευθεία αντίθεση και βρίσκεται σε διαρκή διαπάλη με το άλλο το πιο κοσμοπολίτικο και παραδοσιακό τμήμα της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας που συνεχίζει να υποκλίνεται στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και να υπερασπίζεται φανατικά τα οφέλη της. Είναι το τμήμα που αντιστοιχεί στην Κοκκινοσκουφίτσα του συστήματος — η οποία προφανώς, έστω και ασυνείδητα, προκαλεί συναισθήματα συμπάθειας και ανοχής.
Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα;
Η θλιβερή «κυβερνώσα» Αριστερά της Ευρώπης πρωταγωνιστεί στο πραξικόπημα κατά του λαού της Βενεζουέλας
Όταν ο Τραμπ ανακοίνωνε την απόφασή του να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, οι Ευρωπαίοι υπογράφοντες –Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία– έσπευσαν να τον καταγγείλουν σε ιδιαιτέρως έντονο ύφος. Προειδοποίησαν δε ότι η κίνηση αυτή ενέχει πολλούς κινδύνους για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, ενώ φρόντισαν να διαβεβαιώσουν δημοσίως ότι οι ίδιοι θα τηρήσουν ευλαβικά τα όσα προβλέπει η συμφωνία, υπό την προϋπόθεση ότι η Τεχεράνη θα έκανε το ίδιο. Ανακοίνωσαν δε ότι ήταν αποφασισμένοι όχι απλώς να αγνοήσουν τις αμερικανικές κυρώσεις και την απειλή επιβολής τους προς κάθε κράτος ή εταιρία που θα τολμούσε να σπάσει το νέο εμπάργκο αλλά και να δημιουργήσουν έναν ευρωπαϊκό μηχανισμό που θα παρέκαμπτε τα αμερικανικά συστήματα ελέγχου και το δολάριο, ώστε να συνεχιστούν οι εμπορικές συναλλαγές με το Ιράν.
Στην πορεία, βεβαίως, αποδείχθηκε πως όλα αυτά ήταν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Οι επιχειρηματικοί όμιλοι της ΕΕ, όπως η γαλλική ενεργειακή Total, αεροπορικές εταιρίες και τράπεζες, που ήταν προφανώς σε θέση να γνωρίζουν από πρώτο χέρι τις πραγματικές προθέσεις των κυβερνήσεων, σιγά-σιγά άρχισαν να αποσύρονται από την ιρανική αγορά, κρίνοντας πως δεν άξιζε να πάρουν το ρίσκο της σύγκρουσης με τους Αμερικανούς — πολλώ δε μάλλον αφού δεν μπορούσαν να υπολογίζουν σε ισχυρή πολιτική στήριξη.
Αυτή την εβδομάδα, μάλιστα, μπήκε και το κερασάκι στην τούρτα: Οι Βρυξέλλες παρουσίασαν τον περίφημο ανεξάρτητο μηχανισμό τους για τις συναλλαγές με το Ιράν, προκαλώντας την οργή της απέναντι πλευράς, μιας και η ενεργοποίησή του συνοδεύεται από ταπεινωτικούς όρους γι’ αυτήν – όπως είναι, για παράδειγμα, η άνευ όρων εγκατάλειψη του πυραυλικού της προγράμματος και ο τερματισμός κάθε εμπλοκής της στις εξελίξεις και τις συγκρούσεις στην περιοχή. Ουσιαστικά, δηλαδή, αυτό που έκαναν οι Ευρωπαίοι ήταν να κάνουν μία πρόταση την οποία δεν θα μπορούσε με τίποτα να αποδεχθεί η Τεχεράνη και στη συνέχεια να εμφανιστούν «αναγκασμένοι» να ακολουθήσουν κι αυτοί –τυπικά ή ατύπως δεν έχει τόση σημασία– τη γραμμή που χάραξε ο Ουάσινγκτον.
Ακόμη πιο αποκαλυπτικά είναι τα όσα συμβαίνουν αυτή την περίοδο στην περίπτωση της Βενεζουέλας όπου η ΕΕ – όπως, άλλωστε, και ο «φιλελεύθερος» Καναδάς – τηρεί εξίσου σκληρή στάση με τους Αμερικανούς. Παρά το γεγονός, άλλωστε, ότι τυπικά δεν έχει αναγνωρίσει τον εγκάθετο της Ουάσινγκτον Χουάν Γκουαϊδό ως «μεταβατικό πρόεδρο», η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών-μελών το έχουν κάνει από μόνες τους – ενώ από τους ισχυρούς απουσιάζει μόνο η Ιταλία, για ιδιαίτερους λόγους. Αφήστε δε που, επικαλούμενη το άρθρο 233 του συντάγματος της Βενεζουέλας, στην πράξη αναγνωρίζει τον Γκουαϊδό, μιας και αυτό προβλέπει πως απουσία προέδρου –υπενθυμίζεται πως η Μογκερίνι διαβεβαιώνει πως ομόφωνα οι «28» δεν έχουν αναγνωρίσει τον Μαδούρο και γι’ αυτό δεν παρέστησαν στην ορκωμοσία του στις 10 Ιανουαρίου– αυτοδικαίως αναλαμβάνει τη θέση του ως τη διενέργεια εκλογών ο πρόεδρος της βουλής.
Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής επίθεσης κατά της Βενεζουέλας βρέθηκε η Ισπανία, μια χώρα στην οποία κυβερνούν οι Σοσιαλιστές του Σάντσεθ με τη στήριξη ή την ανοχή ενός κόμματος που επιμένει να αποκαλείται αριστερό — των Podemos. Ακόμη χειρότερα, στο πρώτο «κύμα» των κρατών που έσπευσαν να αναγνωρίσουν τον Γκουαϊδό ανήκε και η Πορτογαλία, όπου επίσης υπάρχει κυβέρνηση Σοσιαλιστών που απολαμβάνει της στήριξης του Αριστερού Μπλοκ και της Ενωτικής Δημοκρατικής Συμμαχίας, στην οποία συμμετέχει το ΚΚ Πορτογαλίας (εταίρος του ΚΚΕ). Ανάλογη θέση εκφράζουν και οι Βρετανοί Εργατικοί. Παρά τη σφοδρή επίθεση που δέχθηκε ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ως «υποστηρικτής των δικτατόρων« Τσάβες και Μαδούρο, η επίσημη θέση του κόμματος εκφράστηκε από την υπεύθυνη της εξωτερικής πολιτικής την Τετάρτη. «Με τους Εργατικούς στο συγκεκριμένο υπουργείο, μπορώ να σας εγγυηθώ ότι δεν θα υπάρξει καμία ανοχή σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απλώς και μόνο επειδή διαπράττονται από λιγότερο ισχυρές χώρες ή από χώρες που αυτοαποκαλούνται σοσιαλιστικές, όμως οι ενέργειές τους προδίδουν κάθε σοσιαλιστική ιδέα», είπε η Έμιλι Θόρνμπερι, για να προσθέσει: «Ασφαλώς και χρειάζεται να γίνουν νέες εκλογές».
Μήπως, όμως, οι Ευρωπαίοι ακολουθούν όντως διαφορετική γραμμή από τον Τραμπ στα θέματα της οικονομίας και του εμπορίου; Φυσικά και όχι! Αν και ο Μακρόν με την Μέρκελ δεν χάνουν ευκαιρία για να τον κατηγορήσουν για το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική», ενώ αυτοανακηρύσσονται υπέρμαχοι του ελεύθερου εμπορίου, επί της ουσίας κάνουν ακριβώς το ίδιο. Όσοι αμφιβάλλουν, καλά θα κάνουν να ανατρέξουν στα μέτρα προστατευτισμού που έχουν πάρει Βερολίνο και Παρίσι, στην συστηματική υποστήριξη της δημιουργίας εθνικών και ευρωπαϊκών επιχειρηματικών «πρωταθλητών» μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών. Χρήσιμο θα είναι να διαβάσουν και το σχέδιο που δημοσιοποίησε αυτή την εβδομάδα το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, την «Εθνική Βιομηχανική Στρατηγική για το 2030».
Σε αυτό, ανάμεσα στα άλλα, προβλέπεται η ενίσχυση με κάθε τρόπο της θέσης των γερμανικών ομίλων ώστε να διατηρήσουν την ηγεμονική θέση που κατέχουν διεθνώς, ενώ παρουσιάζεται αναλυτικά το μοντέλο του «κράτους-στρατηγείου». Ενός κράτους το οποίο θα παρεμβαίνει εκεί όπου απαιτείται — ακόμη κι αν χρειάζεται να διατηρεί μερίδιο σε στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις ή να μπλοκάρει δια νόμου εξαγορές τους από Κινέζους ή άλλους ανταγωνιστές. «Μια επιχείρηση έχει το βλέμμα της επικεντρωμένο στην επιτυχία της ίδιας και όχι συνολικά της χώρας. Σε αυτές τις περιπτώσεις […] δικαιολογείται η ενεργός, υποχρεωτική και προστατευτική βιομηχανική πολιτική: Όταν οι δυνάμεις της αγοράς εντόςμιας χώρας δεν καθιστούν δυνατή τη διατήρηση της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας. Αυτός είναι ο ρόλος του κράτους», όπως δήλωσε ο αρμόδιος υπουργός και εξ απορρήτων της Μέρκελ, Πέτερ Αλτμάγερ.
Όσο για την αντιδραστική στροφή του κράτους κατά των κοινωνιών και ειδικά των αγωνιστών, δεν χρειάζονται δα και πολλά παραδείγματα για να συνειδητοποιήσει κανείς ότι ο τραμπισμός θριαμβεύει και στην Ευρώπη. Εκτός του Όρμπαν στην Ουγγαρία (που επιβάλλει τον «νόμο της σκλαβιάς») και του Σαλβίνι στην Ιταλία (που κυνηγά παντού πρόσφυγες και «αριστερούς τρομοκράτες»), υπάρχει και ο Μακρόν, με την άγρια και δολοφονική καταστολή σε βάρος του κινήματος των «Κίτρινων Γιλέκων» και τον νόμο-έκτρωμα που ψηφίστηκε αυτή την εβδομάδα, με τον οποίο ουσιαστικά οι διαδηλωτές θα αντιμετωπίζονται από εδώ και στο εξής ντε φάκτο ως… χούλιγκαν!
Ας μην βασανίζονται, λοιπόν, άδικα κάποιοι. Οι «ακραίοι» Τραμπ και Μπολσονάρου, και οι «διεθνιστές» Μέρκελ και Μακρόν είναι πλευρές του ίδιου νομίσματος και αποτελούν ένα αντιδραστικό συνεχές που υπηρετεί την – ζωτικής σημασίας για το κεφάλαιο — προσπάθεια για την εδραίωση της αστικής εξουσίας και της βάρβαρης εκμετάλλευσης των λαών.
Πολεμικός «πυρετός» α λα ευρωπαϊκά
Άμεση προτεραιότητα της ΕΕ η «άμυνα και ασφάλεια»
Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους αφορά τον δήθεν «φιλειρηνικό χαρακτήρα» της ΕΕ. Όσοι τον επικαλούνται, ξεχνούν φαίνεται την άμεση εμπλοκή, την ηθική, πολιτική και άμεση αυτουργία στους πολέμους που συνόδευσαν τη βίαιη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, πριν από 30 σχεδόν χρόνια. Παραγράφουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο των Ευρωπαίων στην επίθεση κατά της Λιβύης το 2011 (και με ελληνική συμμετοχή), αλλά και στον εμφύλιο που ξέσπασε στην Ουκρανία το 2014. Ίσως δεν θυμούνται την συμμετοχή τους στις εισβολές στο Αφγανιστάν το 2001 και το Ιράκ το 2003 ή δεν έχουν ακούσει τίποτα για τα ευρωπαϊκά πολεμικά πλοία και αεροπλάνα που λαμβάνουν μέρος εδώ και χρόνια στον πόλεμο της Συρίας, ούτε για τους Γάλλους κομάντος που αλωνίζουν σε χώρες της Αφρικής.
Ό,τι από όλα αυτά και αν συμβαίνει, πολύ σύντομα ελάχιστοι θα έχουν πλέον αμφιβολίες για τον πραγματικό χαρακτήρα της ΕΕ. Ήδη, την περασμένη Τετάρτη, οι υπουργοί Άμυνας Γερμανίας και Γαλλίας έβαλαν τον θεμέλιο λίθο (αξίας 65 εκατ. ευρώ) στο πρόγραμμα παραγωγής του νέου ευρωπαϊκού μαχητικού πέμπτης γενιάς, που θα απορροφήσει την τεχνογνωσία των υπαρχόντων Γιουροφάιτερ και Ραφάλ (ίσως και Γκρίπεν) και φιλοδοξεί να κοντράρει το F-35. Πρόκειται για ένα αποφασιστικό βήμα στη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής (με Ρώσους, Κινέζους, αλλά και Αμερικανούς) ευρωπαϊκής πολεμικής βιομηχανίας, η οποία θα αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα του ευρωστρατού, που συγκροτείται ταχέως κάτω από την «ομπρέλα» του PESCO.
Άλλωστε, όπως έχουν επανειλημμένως διαμηνύσει οι Μέρκελ, Μακρόν, Γιουνκέρ και σία, η ΕΕ οφείλει να αποκτήσει μια πολεμική μηχανή ικανή να δρά αυτόνομα και να υπηρετεί τα στρατηγικά της γεωπολιτικά συμφέροντα – από τη Βαλτική και τα Ουράλια μέχρι τη ΝΑ Μεσόγειο και την Αφρική.