Μαριάννα Τζιαντζή
Να πούμε ότι το σύστημα είναι σάπιο θα ήταν κοινοτοπία. Το κακό είναι η ικανότητα του συστήματος να διαχέει τη σήψη του στους καταπιεσμένους, σ’ αυτούς που θα μπορούσαν να γίνουν οι νεκροθάφτες του
Ο Σεπτέμβρης είναι ο πρώτος μήνας του φθινοπώρου, όμως ταυτόχρονα είναι και η συνέχεια του καλοκαιριού. Τελάρα γεμάτα σταφύλια στους πάγκους του μανάβη, όμως για πολλούς αυτά τα φρούτα είναι το ισοδύναμο της «νεκρής φύσης» (nature morte) στη ζωγραφική: τα βλέπουμε αλλά δεν τα γευόμαστε, δεν τολμάμε να τα αγοράσουμε, καθώς η τιμή τους είναι απαγορευτικά υψηλή. Και λίγοι είναι αυτοί που έχουν δική τους κληματαριά.
Σαν να υπάρχουν δυο κόσμοι, δυο κοινωνίες, δυο ζωές. Στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ του Αυγούστου βλέπαμε πλήθος κόσμου, με βαλίτσες και σακίδια, στις αποβάθρες του Πειραιά να ετοιμάζονται να επιβιβαστούν σε ένα πλοίο για κάποιο νησί. Σύντομες συνεντεύξεις: «Πόσο θα μείνετε στη Νάξο; (ή στη Μήλο ή στη Σίφνο κ.λπ.)» Οι απαντήσεις: «Τρεις μέρες», «μια βδομάδα», «είκοσι μέρες, έχω συγγενείς που θα με φιλοξενήσουν». Όμως την ίδια στιγμή που οι «δημοφιλείς προορισμοί» βούλιαζαν, εκατομμύρια κάτοικοι της Αθήνας και άλλων πόλεων, ιδίως στις λαϊκές συνοικίες, «παραθέριζαν» στα παγκάκια της γειτονιάς με ένα πλαστικό κυπελλάκι καφέ στο χέρι, έβλεπαν τη θάλασσα μόνο στο γυαλί. Ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ γι’ αυτούς που μένουν και όχι γι’ αυτούς που φεύγουν θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και λαϊκίστικο.
Οι ταξικές διαφορές έγιναν πιο βαθιές αυτό το καλοκαίρι και θα γίνουν ακόμα βαθύτερες στο χειμώνα που έρχεται. Οι διαχωριστικές γραμμές δεν θα περιορίζονται ανάμεσα σε αυτούς που μπορούν και αγοράζουν σταφύλια (ή τυρί) και αυτούς που τα κοιτάζουν, ανάμεσα σε αυτούς που πηγαίνουν έστω για λίγες μέρες διακοπές και σε αυτούς που δεν πάνε καθόλου, αλλά θα επεκταθούν και στο ποιος κρυώνει και ποιος έχει ζεστασιά στο σπίτι του, ποιος καίει σπασμένα βερνικωμένα έπιπλα στην ξυλόσομπα και ποιος απλώς πατάει ένα κουμπί για να ζεσταθεί. Το μαγκάλι, αυτό το προαιώνιο σύμβολο της φτώχειας και της ανάγκης, επιστρέφει.
Άγρια στέρηση από τη μια, ψιλοβόλεμα ή και επιδεικτική ευμάρεια από την άλλη. Και στο φόντο μια κυβέρνηση που υπόσχεται μπαλώματα για τις τεράστιες τρύπες που άνοιξε και ανοίγει η ίδια η πολιτική της. Για ένα μεγάλο κομμάτι του λαού ισχύει το δόγμα «ό,τι δεν μας αγγίζει, δεν υπάρχει». Μάλιστα, η ΕΥΠ παρακολουθούσε το κινητό τηλέφωνο ενός πολιτικού αρχηγού. «Ελάτε, κυρία ΕΥΠ, να παρακολουθήσετε και το δικό μου, να δω τι θα βρείτε, τι θα καταλάβετε». Όλοι θεωρούμε δεδομένο ότι τα πάντα και οι πάντες παρακολουθούνται, ενώ το ερώτημα δεν είναι ποιοι και πώς το κάνουν αλλά ποιοι κρίνονται άξιοι εξατομικευμένης παρακολούθησης! Ταυτόχρονα, κατάπτυστη είναι η αντίδραση του πρωθυπουργού που δηλώνει ότι δεν γνώριζε αλλά και δεν είχε δυνατότητα και δικαίωμα να γνωρίζει!
Σαν να μην υπάρχει ο πόλεμος στην Ουκρανία, σαν να μην υπάρχουν οι παρακολουθήσεις, σαν να μην υπάρχουν τα εργατικά ατυχήματα που διαρκώς πολλαπλασιάζονται, σαν να μην υπάρχουν οι πρόσφυγες που θαλασσοπνίγονται, σαν να μην υπάρχει η πανεπιστημιακή αστυνομία — και εννοώ ότι για πολλούς όλα αυτά είναι ένα μακρινό και θολό φόντο. Υπάρχουν όμως και παραϋπάρχουν τα ανά την επικράτεια εγκλήματα, υπάρχει η ακρίβεια, υπάρχει ο τρόμος των λογαριασμών του ρεύματος ενώ ο φόβος για μια νέα επέλαση του Covid-19 έχει ξεθυμάνει και οι μάσκες στα μέσα μαζικής μεταφοράς, αν και υποχρεωτικές, λιγοστεύουν.
Οι ταξικές διαφορές έγιναν πιο βαθιές αυτό το καλοκαίρι και θα γίνουν ακόμα βαθύτερες
στον χειμώνα που έρχεται
Τι υπάρχει, τι μοιάζει να μας ενώνει μπροστά στη νέα επέλαση της κυβερνητικής και οικονομικής βαρβαρότητας; Υπάρχουν οι θάνατοι των διασήμων, όλοι έχουν κάτι να πουν για τον Κώστα Καζάκο, την Ειρήνη Παπά, τη Μάρθα Καραγιάννη – «πώς έφυγαν τόσοι πολλοί μαζεμένοι!» Και η πιο φαντασμαγορική και δαπανηρή κηδεία του αιώνα, αυτή της υπέργηρης βασίλισσας Ελισάβετ, λειτουργεί σαν «όπιο του λαού». Σ’ αυτό το φέρετρο, μας λένε τα κανάλια και τα κυρίαρχα ΜΜΕ, ακουμπά όλη η Ευρώπη, όλη η ανθρωπότητα! Ακουμπούν και οι σφαγείς και οι σφαγιασμένοι. Γαλαζοαίματοι που δεν δούλεψαν ποτέ στη ζωή τους εισβάλλουν στα σπίτια και στις συνειδήσεις μας, καθώς το δάκρυ τους προβάλλεται σε γκροπλάν. «Υπηρέτες του λαού» βαφτίζονται οι βασιλείς, οι άνθρωποι που ζουν περιστοιχισμένοι από χιλιάδες αληθινούς υπηρέτες. Όλη αυτή η προκλητική χλιδή βαφτίζεται «παράδοση» και μάλιστα ευρωπαϊκή.
Να πούμε ότι το σύστημα είναι σάπιο θα ήταν κοινοτοπία. Το κακό είναι η ικανότητα του συστήματος να διαχέει τη σήψη στους καταπιεσμένους, σ’ αυτούς που θα μπορούσαν να γίνουν οι νεκροθάφτες του. Μια σήψη που συχνά παίρνει τη μορφή της κατάθλιψης, της μοιρολατρίας, της υποταγής, όλων αυτών που συνθλίβουν τον σπόρο της αμφισβήτησης και της εξέγερσης, ένα σπόρο που αναπόφευκτα γεννιέται και θα γεννηθεί.