Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η συμπλήρωση εκατονταετηρίδας από τη Μικρασιατική Καταστροφή, όπως εύγλωττα έχει καταγραφεί στην ιστορία, έδωσε λαβή για τον ευρύ σχολιασμό της. Το πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο Μικρασιατική Καταστροφή. 50 ερωτήματα και απαντήσεις, των Άγγελου Συρίγου – Ευάνθη Χατζηβασιλείου συγκαταλέγεται στα έργα που επιχειρούν τη δικαιολόγηση της εκστρατείας του ελληνικού κράτους.
Από την αστική πλευρά, κυριαρχεί η προσπάθεια συγκάλυψης του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα του πολέμου, από τη μία μεριά και, απ’την άλλη, η έμφαση στη λαθολογία της δημοκρατικής και συντηρητικής παράταξης, αντίστοιχα, της εποχής. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η ιδεολογική παρέμβαση των Άγγελου Συρίγου και Ευάνθη Χατζηβασιλείου στο βιβλίο τους Μικρασιατική Καταστροφή. 50 ερωτήματα και απαντήσεις.
Συνισταμένη της αντίληψης των συγγραφέων είναι η αναίρεση κυρίαρχων αιτιάσεων που συνθέτουν το βαρύ κατηγορητήριο του τυχοδιωκτικού ιμπεριαλισμού, στον οποίο ενέχεται και το δημοκρατικό και το συντηρητικό κόμμα της εποχής (Κωνσταντινικοί, Βενιζελικοί).
Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η ελληνική πολιτική στο μικρασιατικό ζήτημα και η εκστρατεία στη Μικρά Ασία εντάσσονταν στη Μεγάλη Ιδέα, με άλλα λόγια σε μία ευρύτερη αλυτρωτική πολιτική με στόχο την απελευθέρωση υποδούλων ομοεθνών και όχι σε κάποιον ιμπεριαλισμό: «Εάν έχεις προσπαθήσει να απελευθερώσεις υπόδουλους Έλληνες, δεν είναι ιμπεριαλισμός». Οι ίδιοι όμως οι συγγραφείς ομολογούν ότι φίλα προσκείμενοι προς τον Βενιζέλο επιφανείς Άγγλοι πολιτικοί του απένειμαν με την θετική έννοια τον χαρακτηρισμό «φιλελεύθερος ιμπεριαλιστής». Η θετική όμως έννοια του χαρακτηρισμού αυτού από τους Άγγλους δεν απενοχοποιεί βέβαια τον Βενιζέλο, αφού όπως λέει ο θυμόσοφος λαός μας: «Πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι»…
Η αλήθεια είναι ότι ο Βενιζέλος και η παράταξή του, όπως και η συντηρητική παράταξη, όταν ανέλαβε την εξουσία, πρόθυμα αποδέχτηκαν το ρόλο του χωροφύλακα στη Μικρά Ασία, που τους ανέθεσαν οι Άγγλοι και Γάλλοι ιμπεριαλιστές. Τα πρώτα διαπιστευτήρια τα έδωσαν στους Αγγλογάλλους ιμπεριαλιστές, όταν αυτοί αποφάσισαν το 1919 να στείλουν στρατό και στόλο, για να καταπνίξουν στο αίμα την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Βενιζέλος, γνώστης των προθέσεων των Αγγλογάλλων, άδραξε την ευκαιρία και προθυμοποιήθηκε να στείλει ελληνικό στρατό στην Ουκρανία, για να εξασφαλίσει μ’ αυτήν την προσφορά την αγγλική και γαλλική υποστήριξη στις αξιώσεις της Ελλάδας επί της Θράκης και της Σμύρνης.
Επιφανείς Άγγλοι πολιτικοί απένειμαν στον Βενιζέλο τον χαρακτηρισμό «φιλελεύθερος ιμπεριαλιστής», δίνοντάς του θετική έννοια
Άραγε, είχαν και στην Ουκρανία στόχο οι ελληνικές εκστρατευτικές δυνάμεις να απελευθερώσουν υπόδουλους ομοεθνείς ή να εξυπηρετήσουν τα ιμπεριαλιστικά σχέδια των Άγγλων και των Γάλλων; Η ερώτηση είναι ρητορική.
Η απάντηση είναι ότι η επέμβαση του ελληνικού στρατού στην Ουκρανία έπεισε τους Αγγλογάλλους ότι ο ελληνικός στρατός μπορούσε να αναλάβει τον ρόλο του χωροφύλακα στη Μικρά Ασία. Στη Σμύρνη, ο ελληνικός στρατός και η διοίκηση δεν ήρθαν ως απελευθερωτές, αλλά κυριολεκτικά ως χωροφυλακή των Αγγλογάλλων. Ανέλαβαν επί πενταετία την τήρηση της τάξης, μετά την παρέλευση της οποίας θα πραγματοποιόταν δημοψήφισμα για τον καθορισμό της τύχης της περιοχής. Οι Βενιζελικοί προσδοκούσαν ότι με το δημοψήφισμα η περιοχή της Σμύρνης θα περιερχόταν στο ελληνικό κράτος, πράγμα καθόλου βέβαιο αλλά συναρτώμενο με τις ρευστές και αβέβαιες εξελίξεις στη Μικρά Ασία.
Ο ελληνικός στρατός όμως δεν περιορίστηκε στη Σμύρνη, αλλά και επί Βενιζέλου επεξέτεινε την πολεμική δράση του σε μεγάλη ακτίνα πέραν της Σμύρνης, όπου σποραδικά πληθυσμοί Ελλήνων συναντώνταν. Η δε συντηρητική παράταξη, όταν διαδέχθηκε τον Βενιζέλο μετά την ήττα του στις εκλογές το Νοέμβρη του 1920, με την τυχοδιωκτική εκστρατεία κατά της Άγκυρας που ανέλαβε, δρούσε ως τυπικός ιμπεριαλιστής κατακτητής, υποτάσσοντας ακραιφνείς σχεδόν τουρκικούς πληθυσμούς.
Οι συγγραφείς επιχειρούν να διασώσουν το επιχείρημά τους περί εθνικοαπελευθερωτικής και όχι ιμπεριαλιστικής πολεμικής δράσης του ελληνικού στρατού με το ευφυολόγημα ότι η επέκταση της δράσης του πολύ πέραν της Σμύρνης και, στη συνέχεια στα βάθη της Ανατολής θα ήταν προσωρινή και δεν θα οδηγούσε σε μόνιμη κατοχή των κατακτημένων περιοχών.
Καταρχήν, αυτή η θέση είναι υπόθεση και ευσεβής πόθος των συγγραφέων, που δεν επιβεβαιώνεται έστω και από δηλώσεις απλώς της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Και πολύ περισσότερο, δεν υπήρξε κάποια έμπρακτη απόδειξη αυτής της διαβεβαίωσης, αφού οι ελληνικές δυνάμεις δεν περιορίστηκαν σε μια περιορισμένη διεύρυνση της κατεχόμενης περιοχής, που θα διασφάλιζε την άμυνα και τη βιώσιμη οικονομία της περιοχής της Σμύρνης, αλλά επιχείρησαν τη διάλυση του νεοσύστατου τουρκικού κράτους και τη συντριβή του στρατού του με την εκστρατεία της Άγκυρας.
Μύθος ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας της ελληνικής επέμβασης
Η πολιτική του ελληνικού κράτους δεν είχε αφετηρία την προστασία του μικρασιατικού ελληνισμού
Άλλο επιχείρημα των συγγραφέων, παράλληλο και συμπληρωματικό με το εθνικοαπελευθερωτικό επιχείρημα, είναι και το ανθρωπιστικό. Κατά τους συγγραφείς, η εθνοκάθαρση του ελληνικού στοιχείου από τους Νεότουρκους τα προηγούμενα έτη, αποδεικνύει ότι μετά την ήττα της Τουρκίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο θα οξυνόταν στο έπακρο η τάση της εθνοκάθαρσης στους Τούρκους. Η τάση αυτή θα ενισχυόταν ακραία από τον κίνδυνο διαμελισμού και διάλυσης πλέον του τουρκικού κράτους από τους νικητές.
Επιχειρηματολογούν λοιπόν οι συγγραφείς ότι, αν ο Βενιζέλος δεν είχε στείλει στρατό στη Σμύρνη, ο μικρασιατικός ελληνισμός θα είχε εξοντωθεί από τους εξαγριωμένους Τούρκους. Οι συγγραφείς δεν θεωρούν μία τέτοια εξέλιξη υπόθεση αλλά βεβαιότητα, εκτιμώντας ως αδύνατο σε τέτοιες οξυμμένες συνθήκες και αντιθέσεις οι Νεότουρκοι να προσχωρούσαν ξαφνικά ενθουσιωδώς στις αρχές μιας φιλελεύθερης διακυβέρνησης, με σεβασμό των αλλογενών πληθυσμών. Οι συγγραφείς όμως δεν εκτιμούν τι θα γινόταν, αν ο ελληνικός στρατός δεν καταλάμβανε τη Σμύρνη και αν στη συνέχεια δεν φιλοδοξούσε να διαλύσει το αρτισύστατο τουρκικό κράτος, πράγμα που συνέβη. Η νίκη των Τούρκων αποκλείεται να μην οδηγούσε σε βιαιοπραγίες και αντεκδικήσεις, αλλά η αγριότητα που επέδειξαν μετά την εκστρατεία των Ελλήνων στην Άγκυρα υπερέβη κατά πολύ κάθε προηγούμενο. Αν δεν υπήρχε η κατοχή της Σμύρνης και η αλόγιστη προέλαση του ελληνικού στρατού, ο συσχετισμός δύναμης της Αντάντ και ειδικά ο ισχυρός ελληνικός στρατός θα είχαν τη δυνατότητα να αναγκάσουν το τουρκικό κράτος να αποφύγει μίαν αλόγιστη βιαιοπραγία, πού στις συγκεκριμένες συνθήκες δεν θα το ωφελούσε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στις 3-4/9/2022