της Σοφίας Χατζοπούλου*
Η ιστορία μου δεν είναι τόσο γνωστή στον πολύ κόσμο αλλά είναι μακριά και δύσκολη.
Ξεκίνησα από έναν φράχτη που γρήγορα έγιναν δύο. Έπρεπε βλέπετε να προστατέψω μια μικρή πόλη που πολλοί την ήθελαν ανά τους αιώνες, αλλά ένας τελικά την κατέκτησε και την κρατά μέχρι σήμερα σφιχτά.
Η Μελίγια άλλαξε πολλά χέρια που όλο και σκάλιζαν κι από κάτι πάνω της, αλλά το χέρι που την άρπαξε και την ελέγχει τα τελευταία 500 χρόνια απλώνεται πέρα από τη θάλασσα, στην Ιβηρική χερσόνησο. Στη μικρή αυτή πόλη το χώμα μπορεί να έρχεται από τη Σαχάρα αλλά ωστόσο δεν της ανήκει. Ανήκει στους εύφορους ελαιώνες και πορτοκαλεώνες της Ευρώπης απέναντι.
Δύσκολος ο ρόλος μου λοιπόν. Ένα ξένο κράτος με αγκαλιάζει, ένας γείτονας διαφορετικός, με ιστορία που εκτείνεται στα βάθη της ερήμου, μιας ερήμου που τον συντροφεύει, όπως η δύστροπη καμήλα συντροφεύει τον επίμονο καμηλιέρη της.
Αυτή την πόλη μου είπαν να προστατεύω, κι αυτό έκανα τόσα χρόνια. Τόσα χρόνια μόνο άμμος μπορούσε να περάσει από μένα. Όμως καθώς τα χρόνια περνούσαν ο δυνατός σορόκος άρχισε να φέρνει και κάτι άλλο εκτός από ξανθή, απαλή άμμο. Ο άνεμος ήταν σαν να μιλούσε, σε γλώσσες μυστικές, εξωτικές, μα όταν δυνάμωνε ήταν σαν να άκουγες κραυγές και γοερά κλάματα. Πόσα βράδια με ξυπνούσε το τρίξιμο των συρμάτων μου κάτω απ’ αυτό το ουρλιαχτό;
Και μια μέρα ήρθαν άνθρωποι πολλοί, ντυμένοι στα χακί, με εργαλεία και σύρματα στα χέρια και άρχισαν να στήνουν έναν ακόμη φράχτη…πάλιωσα φαίνεται και με φτιασιδώνουν σκέφτηκα…Μα όχι…τα πρόσωπά τους ήταν ανήσυχα, όχι όπως παλιά όταν με πρωτοστήνανε που ήταν όλο γέλια και χωρατά. Φαίνεται είχαν ακούσει κι αυτοί τις απόκοσμες κραυγές που πλησίαζαν απειλητικά από το Νότο.
Μέσα σε λίγες μέρες ο δεύτερος φράχτης μου ήταν έτοιμος, καθαρός και λαμπερός έλαμπε κάτω από τον ήλιο της ερήμου. Ήταν πιο ψηλός, γύρω στα τρία μέτρα, και είχε και κάτι σπιτάκια εδώ κι εκεί όπου κάποιοι απ’ αυτούς με τα χακί καθόντουσαν και με φυλάγανε. Όλα πήγαιναν καλά. Οι νύχτες κυλούσαν γαλήνια με μόνη ενόχληση τους γρύλλους που έσκαγαν από τη ζέστη. Που και που ακουγόταν και κανένας μοναχικός γκιώνης από το διπλανό δασάκι από την άλλη μεριά του φράχτη μου προς το Μαρόκο. Υπάρχει λέει ένας μύθος ότι ο γκιώνης είναι πάντα μόνος του γιατί έχει χάσει τον αδελφό του και φωνάζει συνέχεια για να τον βρει….πόσο επίμονος είναι…κάθε βράδυ…ρυθμικά κι επαναληπτικά…σαν μικρή χορδή που πάλλεται από αόρατα χέρια…πόσο επίμονα….ξανά…και ξανά….και….
Ξαφνικά σταμάτησε. Κανείς ήχος, τίποτα…μια απόκοσμη ησυχία…μέχρι που…
Ένα βαρύ θρόισμα φύλλων από τα δέντρα πέρα εκεί σαν από ανεμοθύελλα που ερχόταν προς τα δω, συρσίματα στο χώμα, βήματα που γινόντουσαν όλο και πιο γρήγορα…και τότε τους ένιωσα. Ένιωσα δάχτυλα να γραπώνονται από πάνω μου, ανάσες κοφτές, φωνές ψιθυριστές, φθαρμένες σόλες να προσπαθούν να κρατηθούν στα λεπτά μου σύρματα. Που και που ένα υπόκωφο ουρλιαχτό, ένα γρύλισμα σαν πονεμένου ζώου καθώς το δέρμα τους σκιζόταν από τις ακίδες στην κορυφή μου…
Ήταν πολλοί, δεκάδες, εκατοντάδες είχα χάσει το μέτρημα. Κάποιοι ήταν γρήγοροι παρά τις πληγές από το συρματόπλεγμα. Με περνούσαν σαν επιδέξιοι ακροβάτες, άλλοι δυσκολεύονταν, έμεναν πίσω, αλλά συνέχιζαν να φτάσουν τους άλλους που ήδη έτρεχαν προς την άλλη μεριά. Τους χάζευα κι εγώ σαν υπνωτισμένος…Αχ, πόσο θα θελα να μπορούσα να γείρω λίγο να τους βοηθήσω, αλλά αντί γι αυτό ήμουν αναγκασμένος να τους γδέρνω και να τους πληγιάζω…Όπως αυτό το παιδί που είχε πιαστεί από το μπατζάκι του πάνω στο αγκαθωτό μου σύρμα. Ο ιδρώτας έτρεχε πάνω στο στιλπνό του πρόσωπο, ενώ ο ψίθυρός του ακουγόταν γοερός από αγωνία…”Βοηθήστε! Κόλλησα! Μην μ’ αφήνετε εδώ!”
Τότε απ’ το πουθενά κραυγές ήχησαν από την άλλη πλευρά και εκτυφλωτικά φώτα έσβησαν το σκοτάδι. Μπροστά μου ξαφνικά όλα πνίγηκαν στον καπνό και στη σκόνη. Ριπές όπλων, ουρλιαχτά κι αγκομαχητά μπερδεμένα με βρισιές κι αναθέματα, γδούποι από σώματα που σωριάζονταν, ποδοβολητά προς το μέρος μου που δεν με έφτασαν ποτέ, κι άλλα ποδοβολητά που απομακρύνονταν πέρα μακριά…ένα πεδίο μάχης…ένας ακήρυχτος πόλεμος…που έσβησε τόσο απότομα όσο ξεκίνησε. Όσοι δεν σωριάστηκαν στο χώμα φορτώθηκαν γρήγορα στα οχήματα των ανθρώπων με τα χακί και απομακρύνθηκαν μες το σκοτάδι.
Προσπαθώντας να χαλαρώσω τα σύρματά μου από όλα αυτά που είχα ζήσει μέσα σε λίγα μόνο λεπτά, το ένιωσα πάνω μου. Ένα μικρό ανεπαίσθητο βάρος χαμηλά κουλουριασμένο στο συρματόπλεγμα, αμίλητο, ακίνητο, σαν ένα μικρό γατί που προσπαθεί να παραμείνει αόρατο απ’ τα σκυλιά…το νεαρό αγόρι με πιασμένο ακόμα το μπατζάκι, ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο μαρτυρούσε ότι ήταν ακόμα ζωντανό. Μες την ησυχία χαλάρωσα όσο μπορούσα τα δεσίματά μου, χαλάρωσε και το παιδί όσο περνούσε η ώρα και με ήρεμα χέρια πια απελευθέρωσε το κομμάτι ύφασμα από πάνω μου. Το βλέμμα του πλανήθηκε μέσα από τις θηλιές μου στην άλλη μεριά απ’ όπου άρχισαν να έρχονται καυτές μυρωδιές από οξύ κι αίμα…τα ξεραμένα χείλη του άνοιξαν μόνο για να ψελλίσουν ”Αδελφέ μου…αδελφέ μου….” Το αγόρι γλίστρησε στα γρήγορα και χάθηκε στα φυλλώματα των δέντρων. Το μόνο που είδα ήταν το πορτοκαλί μπουφάν του που έλαμπε στο σκοτάδι κι ύστερα τίποτα…μόνο ο ήχος ενός γκιώνη σαν να σήμανε το τέλος της μάχης και την αρχή μιας νέας αναζήτησης.
Μετά από κείνη τη νύχτα ακολούθησαν κι άλλες, παρόμοιες, άγριες, αλαφιασμένες, κι ήρθαν κι άλλοι άνθρωποι με χακί και μου χτίσανε κι άλλον έναν φράχτη, πιο ψηλό κι επιβλητικό, με ακίδες και λεπίδες κοφτερές. Και μου πέρασαν και καλώδια απ’ άκρη σ’ άκρη που αισθάνονται, λέει, αν κάποιος μ’ αγγίξει και στέλνουν σήμα σ’ αυτούς στα φυλάκια και σ’ άλλους πιο μακριά, κι αμέσως ανοίγουν κάτι βαλβίδες που έβαλαν πάνω μου, και τότε όλα γύρω θολώνουν κι ο αέρας σου καίει τα σωθικά.
Οι μάχες συνεχίζονται αλλά όλο και πιο σπάνια. Έγινα ένα από τα πιο τρομερά τείχη στον κόσμο, έτσι λέει ο κόσμος, απροσπέλαστο κι αδιαπέραστο.
Το αγόρι δεν το ξαναείδα…καλύτερα…το πορτοκαλί του μπουφάν θα προσέλκυε αμέσως τις σφαίρες τους…
Κάθε βράδυ όταν ηρεμούν τα πάντα το σκέφτομαι. Άραγε να τα κατάφερε; Άραγε να γλύτωσε ο αδελφός του; Άραγε τον βρήκε στην αντίπερα όχθη; Σκέψεις, ερωτήματα αναπάντητα, μπλεγμένα, καθηλωμένα μες τα σύρματά μου… καμία απάντηση…μόνο ο μικρός γκιώνης ακούγεται από κει πέρα μακριά….ρυθμικά, επίμονα, σπαραχτικά…