της Μαριάννας Τζιαντζή
Και ως προς τον πρωτοσέλιδο τίτλο ομονοούσαν τέσσερεις από τις μεγαλύτερες εφημερίδες την Παρασκευή: «Γέφυρα διαλόγου για συμφωνία τη Δευτέρα» (Έθνος), «Γέφυρα για συμφωνία» (Αυγή), «Αερογέφυρα 5 δισ. για τις τράπεζες από την ΕΚΤ» (Τα Νέα), «Η γέφυρα των συμβιβασμών» (Εφημερίδα των Συντακτών).
Καλό πράγμα οι γέφυρες, όλοι συμφωνούμε. Αλλά όπως υπάρχει το πονηρό το μονοπάτι του τραγουδιού, που σε πάει «ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη», έτσι υπάρχουν και οι γέφυρες που αντί να οδηγούν μπροστά σε πάνε προς τα πίσω. Υπάρχουν γεφύρια στοιχειωμένα, που στέριωσαν όχι μόνο με τη θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα, αλλά με τον ιδρώτα, με το αίμα των λαών που τις έχτισαν. Γεφύρια που εκδικούνται.
Όμως πιο πίσω από εκεί που βρισκόμασταν, δεν γίνεται, λέμε στον εαυτό μας. Δεν υπάρχει νύχτα πιο μαύρη από τη μνημονιακή, με εξαίρεση τη νύχτα του πολέμου (του κανονικού, όχι μόνο του οικονομικού). Δεν γίνεται «πιο κάτω από εδώ», ψιθυρίζουμε, αν και μέσα μας ξέρουμε ότι γίνεται. Για να εμποδιστεί αυτό το «πιο κάτω» ψήφισαν εκατομμύρια Έλληνες ή μάλλον ψήφισαν «και γι’ αυτό». Ψήφισαν για μια ανάσα, για ένα φιλότιμο, για λίγη αξιοπρέπεια, όχι για λύτρωση. Κάτω απ’ το χώμα, με τα σταυρωμένα χέρια τους κάποιοι κρατάνε ακόμα της καμπάνας το σχοινί. Η Ανάσταση αργεί και θα έρθει μόνο όταν «οι πολλοί» πιστέψουν πως μπορούν να τη φέρουν.
Η γέφυρα που στήνεται είναι ήδη στοιχειωμένη. Δεν την έχει στοιχειώσει μόνο η σημερινή γενιά των εκατομμυρίων ανέργων και καταπιεσμένων. Η τραγωδία είναι ότι την έχουν κιόλας στοιχειώσει οι γενιές που έρχονται. Οι στατιστικές δεν μπορούν να μετρήσουν τον καημό, τα βάσανα των ανθρώπων που «δεν μπορούν να…» (μετά το «να», προσθέστε ό,τι θέλετε), που δεν μπορούν να ζήσουν όπως υπόσχεται η εποχή μας. Κι αυτοί οι άνθρωποι πληθαίνουν, όσα μέτρα ανακούφισης κι αν παρθούν. Η επανάσταση είναι η γέφυρα που μπορεί να οδηγήσει προς τα μπρος – και σήμερα υπάρχουν πιο πολλά αφτιά έτοιμα (αν όχι ακόμα πρόθυμα) ν’ ακούσουν γι’ αυτήν. Αυτή τη γέφυρα αξίζει να χτίσουμε κι ας μην ξέρουμε ακόμα πώς.