του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Βαθιά υποκρισία από όλες τις πλευρές και «καραγκιόζ μπερντές» αποπροσανατολισμού. Αυτά –και μόνον αυτά– είναι τα στοιχεία του χαρακτηρίζουν την εικόνα κόντρας και αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και παραγόντων του θεσμού της (αστικής) Δικαιοσύνης. Το ψεύτικο αυτό δίπολο αναπαράγεται έντεχνα τόσο από την πλευρά κυβερνητικών παραγόντων που χρησιμοποιούν τα στεγανά στον χώρο της δικαιοσύνης ώς άλλοθι για τις πολιτικές τους επιλογές αλλά και από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας που …επέστρεψε στην Γαλλική Επανάσταση και υπερασπίζεται την «διάκριση των εξουσιών». Αφορμές οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Νίκου Σακελλαρίου που μίλησε για κινδύνους παρεμβάσεων στην δικαιοσύνη αλλά και ο διορισμός και ενεργός ρόλος της Κ.Θάνου ως νομικής συμβούλου του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα.
Αυτά την ίδια στιγμή που τόσο οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ όσο και των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επί 8 συνεχή χρόνια δεν έχουν διστάσει ούτε δευτερόλεπτο να παραβιάσουν τους στοιχειώδεις κανόνες του (αστικού πάντα) δικαίου σε οποιοδήποτε επίπεδο. Όταν φυσικά αυτοί εμπόδιζαν –ως απομεινάρια της προΕΕ περιόδου– την άμεση εφαρμογή των μνημονίων και των αντιλαϊκών πολιτικών που ακολουθούνται.
Ο θεσμός της αστικής δικαιοσύνης, τόσο στο επίπεδο των ατομικών δικαιωμάτων (περίπτωση Ηριάννας-Περικλή) αλλά κυρίως σε αυτό των συλλογικών δικαιωμάτων με έμφαση στις εργατικές διεκδικήσεις, έχει αποδείξει διαχρονικά τον ρόλο του. Αποτελεί τον εφαρμοστικό βραχίονα των πολιτικών επιλογών της νομοθετικής-εκτελεστικής εξουσίας σε αγαστή συνεργασία με τους μηχανισμούς καταστολής. Απόδειξη οι εκατοντάδες «παράνομες και καταχρηστικές» απεργιακές κινητοποιήσεις (περίπου 90% των απεργιών κρίνονται έκνομες) και φυσικά η ολοένα και μεγαλύτερη προσαρμογή της υφιστάμενης εργατικής νομοθεσίας στις ανάγκες της «αγοράς», δηλαδή των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Οι δύο πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, που δεν θεωρούν τη μη καταβολή μισθών ώς βλαπτική μεταβολή στη σύμβαση εργασίας ενώ θεωρούν δυνητικά αιτία απόλυσης μία επίσχεση εργασίας είναι ενδεικτικές. Με πρόσχημα το –μόνιμο– παραθυράκι του περίφημου 281 Α.Κ. και άλλες νομικές προσεγγίσεις περί «συναλλακτικών ηθών», οι ανώτερες βαθμίδες της δικαστικής εξουσία παίρνουν σαφέστατη θέση στην αντιπαράθεση κεφαλαίου-εργασίας υπέρ του πρώτου.
Η κυβέρνηση, από την άλλη, δηλώνει …αγανακτισμένη με τη συμπεριφορά των δικαστών! Λες και οι δικαστικές αποφάσεις δεν «πατάνε» πάνω σε νόμους που είτε η ίδια διατηρεί ή πρόκειται να αλλάξει πρός το χειρότερο, αφού έχει δεσμευθεί για την κατάργηση του 1264/82 και η όποια αλλαγή θα προϋποθέτει την σύμφωνη γνώμη των δανειστών. Λες και οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου κινούνται σε διαφορετική κατεύθυνση από τις πολιτικές της. Τουναντίον, ειναι εναρμονισμένες ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση με αυτή που περιέγραψε γλαφυρότατα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης στις αρχές του 2017, τονίζοντας πως «προσέλκυση ξένων ιδιωτικών επενδύσεων σημαίνει τομές, σημαίνει θεσμικές τομές και στην αγορά και στην οικονομία και στη Δικαιοσύνη. Και αυτές ακριβώς τις τομές θα υλοποιήσει η κυβέρνηση το επόμενο έτος».
Έτσι, ενώ οι ηγετικοί θεσμοί της δικαιοσύνης διαμορφώνουν περαιτέρω αντεργατική νομολογία με τις αποφάσεις τους, η κυβέρνηση φρόντισε ώστε να ενισχυθούν τα «αναπτυξιακά» χαρακτηριστικά της: Υιοθέτησε την ευρωπαϊκή οδηγία 2014/23/ΕΕ που προβλέπει ταχύτατες –εξωδικαστικές στην ανάγκη– διαδικασίες επίλυσης των όποιων διαφορών των επιχειρηματικών ομίλων με τον δημόσιο τομέα. Επίσης, όρισε τον εξωδικαστικό συμβιβασμό με γνώμονα τα συμφέροντα των τραπεζικών ομίλων και έχει διαμορφώσει συνολικά ένα αντιλαϊκό οπλοστάσιο που δύναται να αξιοποιήσει κάθε δικαστής. Ακόμη, όμως, και αν βρεθούν κάποιοι λειτουργοί με διαφορετική αντίληψη, υπάρχουν σειρά δικαστικών βαθμίδων όπου η γενικότερη τάση τους ειναι ξεκάθαρα προσανατολισμένη. Ειδικά στα θέματα του εργατικού δικαίου –που αποτελεί βασικό στόχο της πολιτικής που συναποφασίζουν δανειστές και κυβέρνηση– οι φορείς της δικαιοσύνης φαίνεται να …ανοίγουν δρόμο με τις προαναφερθείσες αποφάσεις τους. Τον ίδιο όμως δρόμο που ξεκάθαρα η κυβέρνηση βαδίζει και έχει συμφωνήσει ότι θα συνεχίζει να βαδίζει η χώρα τις ερχόμενες δεκαετίες.
Στο επίπεδο της αστικής διαχείρισης, οι κόντρες μεταξύ κυβέρνησης και μέρους της δικαστικής εξουσίας είναι βέβαιο ότι θα παραμείνουν και είναι πολύ πιθανό να οξυνθούν. Όμως δεν έχουν τίποτα να κάνουν με τον ουσιώδη ρόλο της δικαιοσύνης που βρίσκεται σταθερά και εκ φύσεως απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας, όπως ακριβώς και η κυβέρνηση. Το ζητούμενο είναι απλά ο έλεγχος συγκεκριμένων λειτουργιών, προκειμένου να εξυπηρετηθούν ή όχι ζητήματα κυβερνητικής τακτικής και διαμόρφωσης των σχέσεων με το –εγχώριο κυρίως– οικονομικό και επιχειρηματικό κατεστημένο. Για τα «μεγάλα θέματα», άλλωστε, υπάρχει και η «Δικαιοσύνη» της ΕΕ με αντίστοιχο ρόλο αλλά σε πολύ μεγαλύτερο εύρος και κλίμακα.