της Μαριάννας Τζιαντζή
Η απήχηση που έχει σήμερα το «Survivor» φανερώνει πιο πολλά για την κοινωνία που το καταναλώνει παρά για το ίδιο το σόου.
Παλιά η συνταγή, νέο το σερβίτσιο
Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΗΣ «ΚΑΛΗΣ» ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν βλέπουν τηλεόραση ή βλέπουν ελάχιστη – και δεν χάνουν πολλά. Όμως αν κάποιος έχει το βράδυ ανοιχτή τη συσκευή του, το πιθανότερο είναι να βλέπει το ριάλιτι «Survivor» στον Σκάι. Σύμφωνα με τις μετρήσεις τηλεθέασης, πριν τέσσερις μέρες αυτό το σόου σημείωσε 43,4% στο γενικό κοινό και 59% στις νεαρές ηλικίες, ενώ μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα τα νούμερα ξεπέρασαν το 70%. Η επιτυχία αυτής της εκπομπής απασχόλησε πολλούς και δικαιολογημένα, αφού την περασμένη δεκαετία ο έλληνας τηλεθατής είχε φάει τα ριάλιτι με το κουτάλι (ή μάλλον τα ιδιωτικά κανάλια πρόσφεραν ριάλιτι με τη σέσουλα) και επομένως ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι το είδος είχε συμπληρώσει τον κύκλο του. Το ενδιαφέρον του τηλεοπτικού κοινού είχε ξεθυμάνει λόγω της υπερπροσφοράς αλλά κι επειδή στην τηλεόραση προβάλλονταν ελληνικές σειρές, κυρίως κωμωδίες, που προσείλκυαν εκατομμύρια τηλεθεατές. Εξάλλου, αυτό το φαινόμενο έχει ξανασυμβεί στην ιστορία της τηλεόρασης, δηλαδή ένα είδος που κάποτε έκανε πιένες να ξεφουσκώσει, αλλά αργότερα να επανέλθει με κάπως αλλαγμένη μορφή και η τηλεθέασή του να εκτιναχτεί. Αυτό συνέβη, π.χ., με τα τηλεπαιχνίδια που γνώρισαν μια δεύτερη άνοιξη -και μάλιστα σε παγκόσμιο επίπεδο- όταν άρχισε να προβάλλεται το «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;»
Το «Survivor» (Επιζήσας) είχε πρωτοεμφανιστεί το 2003 και το τωρινό είναι η τέταρτη εκδοχή του. Όπως συχνά συμβαίνει στην τηλεόραση και την ιστορία, το παλιό επιστρέφει με το ένδυμα του καινούριου ή μάλλον του ψευτοκαινούριου. Είναι αυτονόητο πως η κύρια αιτία που το «Survivor» έχει τόσους πιστούς είναι η ένδεια των άλλων ψυχαγωγικών τηλεοπτικών προγραμμάτων. Η ανανέωση, ένα βασικό συστατικό αυτού που θα λέγαμε «καλή τηλεόραση», λάμπει σήμερα διά της απουσίας της. Η ουσιαστική ανανέωση θέλει χρήμα, φαντασία και ανάληψη ρίσκου, είναι ένα είδος πολυτελείας. Κι αυτό, μέχρι στιγμής, δεν το έχει ούτε στο ελάχιστο πετύχει ούτε η ιδιωτική ούτε η δημόσια τηλεόραση.
Η απήχηση του «Survivor» υπογραμμίζει την απουσία του «άλλου», δηλαδή μιας τηλεόρασης που μας κεντρίζει, μας διασκεδάζει, μας συγκινεί. Για παράδειγμα, εντυπωσιακή είναι σήμερα η απουσία πολιτικών σατιρικών εμπομπών τη στιγμή που η επικαιρότητα προσφέρει ανεξάντλητο υλικό για να γελάσουμε και να κλάψουμε με τα χάλια αυτών που μας κυβερνούν κι αυτών που φιλοδοξούν να μας κυβερνήσουν. Και όταν κάποιοι αναπολούν τις καλές στιγμές της ελληνικής τηλεόρασης, κάνουν βουτιά όλο και στο πιο μακρινό παρελθόν, π.χ., στις «Τρεις χάριτες», στους «Απαράδεκτους», στους «10 μικρούς Μήτσους», ή ακόμα και στις σειρές της ασπρόμαυρης ΕΡΤ.
Ξαναζεσταμένο φαγητό το «Survivor», όμως η κοινωνία που το καταναλώνει δεν είναι αυτή του 2003. Πολλά έχουν αλλάξει από τότε και αυτές τις αλλαγές θα άξιζε να προσεγγίσουμε.
To πρώτο καθαρόαιμο ριάλιτι που γνωρίσαμε στην Ελλάδα ήταν το «Big Brother» που άρχισε να προβάλλεται στον ΑΝΤ1 στις 10 Σεπτεμβρίου του 2001, την παραμονή της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους. Ημερομηνία σημαδιακή. Τότε η παραγωγή έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να ενημερωθούν οι έγκλειστοι στο σπίτι του Μεγάλου Αδελφού για το τι είχε συμβεί. Σημαδιακή κι αυτή η αποσιώπηση, αφού δείχνει ότι οι παίχτες (αλλά και οι φανατικοί τηλεθεατές του σόου) ζουν σε ένα ιστορικό κενό, μια γυάλα όπου οι ανεμοστρόβιλοι της Ιστορίας δεν τους αγγίζουν.
Επιπλέον, στα ριάλιτι επιβίωσης, στα οποία κατατάσσεται και το «Survivor», οι παίχτες ζουν και σε ένα γεωγραφικό κενό. Ο Άγιος Δομίνικος, η Παταγονία, η αυστραλιανή έρημος, οι τόποι όπου εκτυλίσσονται τα διάφορα «Survivor» λειτουργούν σαν χάρτινο ντεκόρ. Καμία περιέργεια δεν επιτρέπεται ή ενθαρρύνεται, καμία πληροφορία δεν παρέχεται για τον τόπο, τους ανθρώπους του, τον πολιτισμό και την ιστορία τους.
Το 2006 στα νησιά Φίτζι, όπου γυριζόταν ένας αμερικανικός «Survivor», έγινε πραξικόπημα και ο εκλεγμένος πρόεδρος, που κυβερνούσε τη χώρα από το 2000, ανατράπηκε από έναν αξιωματικό του στρατού Ωστόσο, η βίαιη κατάλυση της δημοκρατίας, η διάλυση του Κοινοβουλίου και η κήρυξη του στρατιωτικού νόμου, η κλαγγή των όπλων δεν έφτασαν σε ένα από τα 322 νησάκια της χώρας όπου γυριζόταν ένας κύκλος του αμερικανικού «Survivor». Στο νησί του «Επιζώντα» οι παίχτες δεν κατάλαβαν τίποτα – το ίδιο και οι τηλεθεατές. Η χούντα διαβεβαίωσε τους παραγωγούς ότι το τηλεοπτικό συνεργείο και οι παίχτες ήταν ασφαλείς, ότι ο ανεφοδιασμός τους με τρόφιμα θα συνεχιζόταν κανονικά και ότι μόλις ολοκληρωνόταν το παιχνίδι, όλοι θα επέστρεφαν με ασφάλεια στην πατρίδα τους. Όπως και στην πραγματική ζωή, συχνά η μη χρησιμοθηρική γνώση, αυτή που δεν έχει σχέση με εξετάσεις, με αξιολόγηση, με ανεύρεση εργασίας, με χτίσιμο καριέρας θεωρείται περιττή, είδος πολυτελείας.
Ριάλιτι χθες και σήμερα
Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τέσσερα σημεία που δείχνουν πώς έχουν αλλάξει οι συνθήκες πρόσληψης του «Survivor» σε σχέση με τους προηγούμενους κύκλους.
Πρώτο: Η σκιά της κρίσης. Το πρώτο κύμα των ριάλιτι είχαν σαν φόντο τον λεγόμενο πόλεμο κατά της διεθνούς τρομοκρατίας. Μάλιστα, τότε το παράδειγμα της Αργεντινής, μιας χώρας γονατισμένης από την κρίση και όπου τα ριάλιτι μεσουρανούσαν, φάνταζε σαν εξαίρεση. Στην τσακισμένη από την κρίση Ελλάδα, το «Survivor» μας διδάσκει ότι για ένα κομμάτι ψωμί, για ένα πιάτο ρύζι, «δεν φτάνει μόνο η δουλειά»: χρειάζεται η πλήρης υποταγή, το ρουφιάνεμα, η αλληλοεξόντωση.
Δεύτερο: Η απενοχοποίηση του είδους. Εντάξει, βλέπουμε «Survivor», και τι έγινε; «Στην αρχή του “Mεγάλου Aδελφού” όλοι ήταν εναντίον, έλεγαν ότι είναι τηλεοπτικό σκουπίδι», είχε δηλώσει πριν 15 χρόνια ο γάλλος φιλόσοφος Zαν Mποντριγιάρ. «Όταν κατηγορήθηκαν για σνομπισμό και ελιτισμό, άλλαξαν γνώμη. Eγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι αποτελεί μέρος του τέλειου εγκλήματος, αλλά δεν μπορώ πλέον να το λέω, επειδή η γενική τάση είναι η προσχώρηση στη συναίνεση, στην ενιαία σκέψη». Η απενοχοποίηση των ριάλιτι ολοκληρώθηκε με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Να υπενθυμίσουμε ότι από το 2004 και για δέκα χρόνια ο Τραμπ ήταν παρουσιαστής και συμπαραγωγός του δημοφιλούς ριάλιτι του NBC «Ο μαθητευόμενος» («Τhe Apprentice»). Όπως έχει επισημανθεί, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι κάποιος που έγινε διάσημος μέσω ενός ριάλιτι σόου, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να βλέπουμε αυτό το είδος τηλεόρασης σαν μια φτηνή μορφή «υποκουλτούρας» που δεν έχει αντίκτυπο στην πραγματική ζωή. Κανείς πλέον δεν βλέπει τον Τραμπ σαν καρικατούρα, όπως συνέβαινε πριν μια δεκαετία. Εξάλλου κάτι ανάλογο έχει συμβεί και στην Ελλάδα με την αναγνώριση του Βασίλη Λεβέντη ως σοβαρού πολιτικού ή και με την περιβόητη άποψη γνωστού δημοσιογράφου του Σκάι για ενδεχόμενο συμμετοχής μιας «σοβαρότερης» Χρυσής Αυγής σε μια συντηρητική κυβερνητική συμμαχία. Το εξωφρενικό του χθες γίνεται το αυτονόητο του σήμερα.
Τρίτο: Τα επαγγέλματα του σώματος. Οι περισσότεροι από τους παίχτες του νέου κύκλου του «Survivor» ασκούν κάποιο επάγγελμα που έχει σχέση με το σώμα ή απαιτεί καλογυμνασμένο σώμα: επαγγελματίες ή ερασιτέχνες αθλητές, γυμναστές, μοντέλα, τηλεπαρουσιάστριες, ηθοποιοί. Ακόμα κι ένας πρώην μισθοφόρος. Οι μπιροκοιλιές αποκλείονται και η fitness, δηλαδή το να είσαι σε φόρμα, γίνεται η νέα θρησκεία. Στο πνεύμα των καιρών κι αυτό. Αν φαίνεσαι γυμνασμένος και δυναμικός, έχεις περισσότερες πιθανότητες κάπου να σε προσλάβουν, ενώ μειώνονται οι πιθανότητες να καταφύγεις στο υπό κατεδάφιση δημόσιο σύστημα υγείας. Το ρωμαλέο σώμα γίνεται επαγγελματικό προσόν, γίνεται ένα συν στον αγώνα για επιβίωση εντός κι εκτός παιχνιδιού.
Τέταρτο: Η έκρηξη των social media. Πριν 15 χρόνια περίπου, τα ριάλιτι ήταν ο μήνας που έτρεφε τους τηλεοπτικούς έντεκα. Πολλά έντυπα και πάμπολλες εκπομπές ασχολούνταν με τα τεκταινόμενα στα διάφορα ριάλιτι και τάλεντ σόου. Οι πρώην παίχτες ήταν περιζήτητοι στα πρωινάδικα και τα μεσημεριανάδικα, ενώ και οι μαμάδες τους έβρισκαν ένα φιλόξενο τηλεοπτικό βήμα για να καταγγείλουν τις όποιες αδικίες είχαν διαπραχτεί σε βάρος των τέκνων τους. Μάνα Μιμίκου, Μάνα Μαίρης. Ακόμα και τα κεντρικά δελτία ειδήσεων δυο-τριών καναλιών αφιέρωναν χρόνο στις «συγκλονιστικές εξελίξεις» σε κάποιο ριάλιτι ή τάλεντ σόου.
Ήταν η χρυσή εποχή των ριάλιτι, αλλά και της φιλολογίας γύρω απ’ αυτά. Άρθρα, βιβλία, ρεπορτάζ, στην Ελλάδα και παντού. Σήμερα ο «κοινωνικός σχολιασμός» έχει περάσει στο φέισμπουκ και το τουίτερ και πράγματι πολλά σχόλια εντυπωσιάζουν με το χιούμορ και την ευθυβολία τους. Όμως τα περισσότερα δεν ασκούν κριτική στο «κόνσεπτ», στην κεντρική ιδέα του σόου, ούτε σε αυτούς που εμπορεύονται τον κανιβαλισμό και την αλληλοεξόντωση, που κερδίζουν χρήματα από τις διαφημίσεις και τα SMS, αλλά στους παίχτες, στον κακό, τον καλό και τον άσχημο. Στον αχάριστο, τον ιντριγκαδόρο ή τον κουβαλητή.
΄Ετσι καλύπτεται, με διαστρεβλωμένο τρόπο, και μια βασική κοινωνική ανάγκη: το να έχουμε λόγο για τα όσα συμβαίνουν στη δημόσια σφαίρα. Μια που ο λόγος μας (ή η λαϊκή ψήφος στις εκλογές ή το δημοψήφισμα του ’15) δεν μετράει, μια που η μνημονιακή βαρβαρότητα έτσι κι αλλιώς θα περάσει, μια που ο «έντιμος συμβιβασμός» είναι αναπόφευκτος, ας περιοριστούμε να κρίνουμε μια χούφτα συμπατριώτες μας, ανάμεσά τους και VIPS (έτσι έχουν χαρακτηριστεί οι «Διάσημοι»), που ψωμολυσσάνε σε μια έρημη ακτή του Αγίου Δομίνικου.
Τι και ποιον θα φάμε σήμερα;
Το ερώτημα «Τι θα φάμε σήμερα;« απασχολεί εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες στην Ελλάδα οι οποίες δεν αναζητούν την απάντηση στις εκπομπές μαγειρικής αφού δεν έχουν ξεμείνει από ιδέες, από συνταγές, αλλά από χρήματα. Για τους παίχτες του «Survivor» το ερώτημα συμπληρώνεται με το «Ποιον θα φάμε σήμερα;» Ποιανού η αποχώρηση θα εξασφαλίσει τη δική μου παραμονή;
Τελικά, η απήχηση που έχει σήμερα το «Survivor» φανερώνει πιο πολλά για την κοινωνία που το καταναλώνει παρά για το ίδιο το σόου. Δείχνει τη φτώχεια της κοινωνικής ζωής, τη συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας ή μάλλον την αντικατάστασή της από ένα ψηφιακό είδωλό της. Δείχνει το πόσο η οθόνη της τηλεόρασης ή της ταμπλέτας έχει γίνει υποκατάστατο της πραγματικής ζωής, της παρέας, της συζήτησης, της συλλογικής διασκέδασης. Και φυσικά δεν έχει νόημα το να μιλάμε για το υποτιθέμενο «χαμηλό επίπεδο» των παικτών ή των τηλεθεατών, ώστε να επιβεβαιωθεί η δική μας διανοητική ανωτερότητα. Ωστόσο, το «κόνσεπτ», αν και ιδιοφυές, δεν είναι ούτε ουδέτερο ούτε αθώο. Kαι δεν είναι αθώο όχι γιατί πέφτει σε «κακά χέρια» ή χρησιμοποιούνται ευτελή υλικά, αλλά επειδή τα ριάλιτι αυτού του τύπου αντανακλούν, νομιμοποιούν και αναπαράγουν τη βαρβαρότητα και τον παραλογισμό της εποχής μας. Iδιοφυές, εξάλλου, ήταν και το «κόνσεπτ» της κατασκευής θαλάμων αερίων και κρεματορίων, αφού απάλλασσαν το Tρίτο Pάιχ από τον πονοκέφαλο της μαζικής εξόντωσης των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και της απαλλαγής από τα χιλιάδες πτώματα.
ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ SURVIVOR EΦΑΡΜΟΖΟΥΝ ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ
«Οι εταιρείες εφαρμόζουν τη δική τους εκδοχή του Survivor», δήλωνε τον Μάρτιο του 2001 στους Νιου Γιορκ Τάιμς ο Ντέιβιντ Τόμας, καθηγητής στο Χάρβαρντ, επισημαίνοντας μια ασυνήθιστη σύγκλιση των τηλεοπτικών και των επιχειρηματικών ηθών.
Αφορμή για την παραπάνω δήλωση στάθηκαν οι αγωγές που είχαν υποβληθεί τότε κατά τριών μεγάλων επιχειρήσεων, που εφήρμοζαν συστήματα αξιολόγησης των εργαζομένων. Στην General Electric, π.χ., οι αξιολογητές ταξινόμησαν το «20% πάνω» και το «10% κάτω» των απλών υπαλλήλων και στελεχών. Στο «10% κάτω» συγκαταλέγονταν οι επικρατέστεροι υποψήφιοι για απόλυση. Αντίστοιχη αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε και στη Microsoft, όπου το 10% των εργαζομένων βαθμολογήθηκε με Α, το 80% με Β και το τελευταίο (αλλά διόλου τυχερό) με Γ. Οι μηνυτές είχαν καταγγείλει ότι τα κριτήρια αξιολόγησης είναι άδικα, αφού γενικά ευνοούνταν οι άντρες σε βάρος των γυναικών, οι λευκοί σε βάρος των έγχρωμων και οι νέοι σε βάρος των πιο ηλικιωμένων. Εκπρόσωποι των επιχειρήσεων εξήγησαν ότι ζούμε σε έναν πολύ ανταγωνιστικό κόσμο και, επομένως, είναι φυσικό να επιβιώνουν οι πιο ικανοί.
Αν κάτι έχει ενδιαφέρον σ’ αυτό το γεγονός είναι ο χρόνος που δημοσιεύτηκε. Σήμερα μια τέτοια είδηση θα μας άφηνε αδιάφορους: αυτό που τότε έμοιαζε εξαίρεση, ακόμα και για την Αμερική, σήμερα έχει γίνει κανόνας ενώ, με την απαίτηση των θεσμών για αύξηση του ανώτατου ορίου απολύσεων, αυτού του είδους η αξιολόγηση θα πάρει θυελλώδεις διαστάσεις και στις επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας, ώστε να ιδιωτικοποιηθούν απαλλαγμένες από «βαρίδια».
Ασφαλώς την πρακτική της αξιολόγησης των εργαζομένων με σκοπό το ξεσκαρτάρισμα δεν την έφερε το «Survivor» ή ο «Βig Brother». Όμως τα ριάλιτι αυτού του τύπου μάς συμφιλιώνουν με την ιδέα ότι όλοι οι εργαζόμενοι είναι αναλώσιμοι, ότι το να χάσει κανείς τη δουλειά του είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Ότι είναι φυσικό το να υπακούει κανείς σε παράλογους κανόνες, να καρφώνει και να υπονομεύει τον συμπαίχτη του ή τον συνάδελφο προκειμένου ο ίδιος να επιβιώσει.
Τίτλος: Ο «Big Brother» και οι κλώνοι του
ΡΙΑΛΙΤΙ ΚΑΙ ΤΑΛΕΝΤ ΣΟΟΥ
Στην εποχή της «δυνατής Ελλάδας», όταν άλλαζε ο χρόνος κι έμπαινε το 2002, ελάχιστοι είχαν συντονιστεί στην ΕΤ1 που έδειχνε έναν γελαστό πρωθυπουργό, τον Κώστα Σημίτη, να παραλαμβάνει χαρτονομίσματα σε ευρώ από ένα ΑΤΜ της Τράπεζας της Ελλάδας. Πλάι του ο τότε διοικητής της τράπεζας και μετέπειτα πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμου. Όμως το 80% των τηλεθεατών έβλεπε την ίδια ώρα το πώς γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά στο σπίτι του «Big Brother» με τελετάρχη τον Ανδρέα Μικρούτσικο.
Ακολούθησε ένας καταιγισμός από ριάλιτι και τάλεντ σόου με στοιχεία ριάλιτι ο οποίος κράτησε μέχρι τις παραμονές της κρίσης. Αν και η λεγόμενη «reality tv» δεν είναι νέο φαινόμενο, το είδος απογειώθηκε στη στροφή του νέου αιώνα, ενώ πάμπολλες είναι οι παραλλαγές του που έφτασαν και στη χώρα μας. Έχουμε και λέμε: ριάλιτι επιβίωσης, είτε κλειστοφοβικά είτε στην άγρια φύση, ριάλιτι αποκατάστασης (make-over) που επιδιορθώνουν και ανακαινίζουν σπίτια, μύτες, μαγαζιά, ριάλιτι αδυνατίσματος, ριάλιτι ευρέσεως εργασίας, ριάλιτι συνοικεσίων, ριάλιτι μαγειρικής κ.ά. Ταυτόχρονα, άνθισαν οι εκπομπές ταλέντων, άλλοτε σε χοντροκομμένη και άλλοτε σε πιο ευπρεπή συσκευασία.
Σε διεθνές επίπεδο, η άνοδος των ριάλιτι συνοδεύεται από τη μείωση των εκπομπών που βασίζονται σε σενάριο. Αυτή είναι πλέον η βασική διάκριση στον τομέα της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας. Στην Αμερική, την τηλεοπτική μητρόπολη, το 2015 προβλήθηκαν 750 ριάλιτι έναντι 409 σειρών μυθοπλασίας. Βέβαια και στα ριάλιτι οι παίχτες συμπεριφέρονται βάσει σεναρίου και σκηνοθετικών οδηγιών, όμως ο σεναριογράφος ως δημιουργός γίνεται όλο και πιο αχρείαστος.
Την ίδια περίπου εποχή με την άνοδο των ριάλιτι στην Αμερική και διεθνώς, σημειώθηκε ένα άλλο φαινόμενο: η αύξηση των τηλεοπτικών σειρών μυθοπλασίας «κινηματογραφικής ποιότητας» – κι εδώ πρόδρομος θεωρούνται οι θρυλικοί «Σοπράνος». Τα τελευταία 15 χρόνια έχουν προβληθεί αμερικανικές σειρές (κυρίως συνδρομητικών καναλιών), βρετανικές, σκανδιναβικές και άλλες υψηλών σκηνοθετικών και σεναριογραφικών προδιαγραφών. Όπως όμως συμβαίνει στην παιδεία και την υγεία έτσι και στο χώρο της ψυχαγωγίας διαμορφώνεται μια τηλεόραση δύο ή και περισσότερων ταχυτήτων. Μία για τους «ψαγμένους», τους υποτιθέμενους απαιτητικούς τηλεθεατής και μία για τους πολλούς. Και δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε σε ποια κατηγορία ανήκει ο σαρβάιβορ και τα σαρβαϊβαροειδή.