Μπάμπης Συριόπουλος
Οι εκλογές της 21ης Μάη, με το αρνητικό τους αποτέλεσμα, έχουν πυροδοτήσει μια συζήτηση για τη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, η οποία είναι πολύ ενδιαφέρουσα ενόψει των εκλογών στις 25/6. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΜέΡΑ25 συγκαλύπτουν τον δικό τους συντηρητισμό, ενώ και το ΚΚΕ δικαιολογείται μέσω των «αρνητικών συσχετισμών». Η επαναστατική Αριστερά παλεύει για την αντιστροφή των αρνητικών τάσεων.
Το αρνητικό, για τα εργατικά λαϊκά συμφέροντα, εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μάη έχει προκαλέσει μια εκτεταμένη συζήτηση για το κατά πόσο η συντηρητική αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού αντιστοιχεί σε μια βαθύτερη συντηρητικοποίηση του ελληνικού λαού. Στη συζήτηση αυτή πρωταγωνιστούν οι ηττημένοι των εκλογών. Ο Γιάνης Βαρουφάκης μίλησε για «κωματώδη κατάσταση» των λαϊκών μαζών που «κουράστηκαν», ενώ ο Νίκος Ξυδάκης διάγνωσε «σύνδρομο της Στοκχόλμης» και «ομίχλη στα μυαλά» σε «ένα μέρος του πληθυσμού», για να μην αναφέρουμε πολλές άλλες επίσημες και ανεπίσημες δηλώσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εφημερίδες.
Οι πρωταγωνιστές αυτής της συζήτησης είναι οι εκπρόσωποι των δυνάμεων που συνέβαλαν τα μέγιστα στην εμπέδωση του κυβερνητισμού ανάμεσα στις αγωνιζόμενες μάζες των αντιμνημονιακών αγώνων. Αυτοί –ΣΥΡΙΖΑ και ΜέΡΑ25– ισχυρίστηκαν ότι η πολιτική πρόταση μιας αριστερής δύναμης ταυτίζεται με μια «εφικτή» κυβερνητική πρόταση και το πολιτικό της πρόγραμμα ταυτίζεται με ένα όλο και πιο μίνιμουμ κυβερνητικό πρόγραμμα εντός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Αυτοί έκαναν σημείο αναφοράς τους τη μεσαία τάξη και την υγιή επιχειρηματικότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε σημαία του τη σταθερότητα και στόχο να γίνει η Ελλάδα «κανονική ευρωπαϊκή χώρα». Αυτοί «κοστολόγησαν» τα προγράμματά τους με βάση το Ταμείο Ανάκαμψης και τη φοροασυλία του μεγάλου κεφαλαίου και των εφοπλιστών. Αυτό δεν είναι σκόπιμη και συνειδητή συντηρητικοποίηση από τα πάνω; Ακόμα και τώρα –μετά την εκλογική τους ήττα– αναζητούν τον αλγόριθμο για τον μέγιστο αριθμό βουλευτών για την υποτιθέμενη κοινοβουλευτική ανάσχεση της επιθετικότητας της επόμενης κυβέρνησης.
Εύλογη ανησυχία προκάλεσε το αυξημένο εκλογικό αποτέλεσμα των διάφορων ακροδεξιών και εθνικιστικών σχηματισμών. Για να εξηγήσουμε όμως την ακραία, απροκάλυπτη έκφραση τέτοιων αντιλήψεων, πρέπει να ανατρέξουμε στην «καθωσπρέπει» κυρίαρχη εκδοχή τους. Εκτός από τη ΝΔ και την ακροδεξιά, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΜέΡΑ25, ακόμα και το ΚΚΕ συμφωνούν στην αφήγηση της μονομερούς τουρκικής επιθετικότητας. Συμφωνούν στη διεκδίκηση των 12 μιλίων για τα ελληνικά χωρικά ύδατα, διαφωνώντας για τον χρόνο και τις διαδικασίες κατοχύρωσής τους, συμφωνούν με τις ελληνικές διεκδικήσεις και τον εθνικό χάρτη για τις ΑΟΖ, διαφωνώντας για την τακτική των διαπραγματεύσεων. Όλοι μαζί υπερασπίζονται τα «κυριαρχικά δικαιώματα» της χώρας, έτσι όπως τα ορίζει η αστική τάξη, με το ΚΚΕ μάλιστα να κάνει πατριωτικές εκκλήσεις στους νησιώτες του Αιγαίου.
Η ανησυχία από την ξενοφοβία που εκφράζεται στα εκλογικά αποτελέσματα είναι υποκριτική από όσους στις αρχές του 2020 στήριζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια στους πρόσφυγες στον Έβρο. Ακόμα και ο Δημήτρης Κουτσούμπας, στη συνάντησή του στην Κύπρο με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη (6/3/2020), περιλάμβανε στη «συνεχή τουρκική επιθετικότητα και προκλητικότητα» και τις «νέες “ασύμμετρες απειλές”, με προκλήσεις, με τα προσφυγικά-μεταναστευτικά ρεύματα στον Έβρο και σε όλα τα νησιά του Αιγαίου». Πολύ περισσότερο, η κυβερνώσα Αριστερά, που έχει αποδεχθεί την ελεύθερη αγορά και το κέρδος, που δεν αφήνει τίποτα άλλο στις ανθρώπινες σχέσεις «εξόν απ’ το γυμνό συμφέρον, την αναίσθητη “πληρωμή τοις μετρητοίς”», βλέπει παντού κυνισμό και έλλειψη αλληλεγγύης και ανθρωπιάς.
Ωστόσο, εκτός από την προσχηματική ανάδειξη της συντηρητικοποίησης του λαού από όσους προσπαθούν να συγκαλύψουν τον δικό τους συμβιβασμό με την αστική πολιτική, υπάρχει πραγματική ανάγκη συζήτησης ανάμεσα στον κόσμο του κινήματος και της Αριστεράς για την ενίσχυση των τάσεων υποταγής σε τμήματα της εργατικής τάξης, για τις μειωμένες λαϊκές προσδοκίες και τελικά για «την ηγεμονία-κυριαρχία της αστικής
ιδεολογίας και των βασικών δογμάτων της (αγορά, κέρδος, ανταγωνιστικότητα, ΕΕ, ΝΑΤΟ, συναίνεση, εθνική ενότητα)» (απόφαση ΠΕ του ΝΑΡ). Όχι για την προσαρμογή στις αντιλήψεις και τα ρεύματα που κυριαρχούν κάθε φορά στις λαϊκές συνειδήσεις ή και στο κίνημα (αυτό είναι αριστερός συντηρητισμός!), αλλά για την αντιστροφή των τάσεων υποταγής και την ανατροπή της αστικής ιδεολογικής ηγεμονίας.
Η Αριστερά, αντί να σπέρνει ανέμους, παριστάνει τον μετεωρολόγο και αντί να συγκροτεί μειοψηφίες για να κατακτήσει την πλειοψηφία, παριστάνει τον δημοσκόπο
Η κυρίαρχη τάση στην Αριστερά παγκόσμια, εδώ και δεκαετίες, είναι αντί να «σπέρνει ανέμους» να παριστάνει τον μετεωρολόγο και αντί να συγκροτεί μειοψηφίες για να κατακτήσει την πλειοψηφία, να παριστάνει τον δημοσκόπο. Οπωσδήποτε, χρειάζεται η γνώση των κοινωνικών συσχετισμών και τάσεων, όμως αυτό είναι δυνατό μόνο με την προσπάθεια αλλαγής τους. Η Αριστερά «καταλαβαίνει» τον λαό μόνο προσπαθώντας να τον αλλάξει, όπως ο άνθρωπος γενικά γνωρίζει τον κόσμο μόνο με τη σκόπιμη δραστηριότητά του. Αυτό δεν αφορά μόνο την Αριστερά αλλά την εργατική τάξη γενικότερα. Όπως οι δούλοι μπορούν να κατανοήσουν τα δεσμά τους μόνο σαλεύοντας, έτσι και οι εργάτες μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι «χωρίς αυτούς γρανάζι δεν γυρνά», όταν απεργούν διακόπτοντας την καπιταλιστική κανονικότητα. Όπως είχε πει η Ρόζα Λούξεμπουργκ, «ο σοσιαλισμός είναι το πρώτο λαϊκό κίνημα στην παγκόσμια ιστορία που έχει θέσει στον εαυτό του το καθήκον και έχει επιφορτισθεί από την ιστορία να φέρει μέσα στην κοινωνική δράση των ανθρώπων ένα συνειδητό νόημα, μια σχεδιασμένη σκέψη και μέσα από αυτήν, την ελεύθερη θέληση». Η ελευθερία δεν είναι μια ιδανική κατάσταση αλλά η συνειδητή πράξη.
Η αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική Αριστερά, το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μπορούν να συζητήσουν και να κατανοήσουν τους αρνητικούς ταξικούς συσχετισμούς –στην υλική πραγματικότητα και στις συνειδήσεις– στην πραγματική τους διάσταση μόνο επειδή επιδιώκουν να τους αντιστρέψουν. Για να ξαναθυμηθούμε το «σύνδρομο της Στοκχόλμης», η εργαζόμενη πλειονότητα μπορεί να καταλάβει ότι είναι υπό «ομηρία» –και όχι υπό προστασία– μόνο με ένα κίνημα ανατρεπτικής αντιπολίτευσης και πολιτικό πρόγραμμα απόδρασης από τη φυλακή της ΕΕ, της ευρωζώνης, του δημόσιου χρέους και της εγγυημένης κερδοφορίας του κεφαλαίου. Η Αριστερά δεν μπορεί να κολυμπάει πάντα σύμφωνα με το ρεύμα όπως τα ψόφια ψάρια.