Κάπου στο 13ο διαμέρισμα του Παρισιού, σε μια περιοχή γνωστή ως «Ολυμπιάδες», οι ζωές τεσσάρων νέων μπλέκονται μεταξύ τους.
Στην πολυπολιτισμική συνοικία του 13ου διαμερίσματος, η Εμιλί γνωρίζει τον Καμίλ. Στον Καμίλ αρέσει η Νορά, η οποία συναντά την Αμπέρ. Σταδιακά ο θεατής γνωρίζει τους ήρωες και γίνεται η σύνδεση μεταξύ τους. Η ταινία αφορμάται από τις καλύτερες στιγμές του γαλλικού σινεμά και εξερευνά τα μοτίβα της οικειότητας και της έλξης στο σήμερα.
Το ασπρόμαυρο πλάνο ενισχύει αυτή την αίσθηση του παλιού σινεμά και προσθέτει ένα glossy τόνο σε αυτές τις γλυκόπικρες, μικρές ιστορίες για τον έρωτα και την ματαίωση. Πέρα από την κοινή θεματική της έλξης, της επιθυμίας και του έρωτα, η ταινία θίγει έστω και επιδερμικά το ζήτημα του ονλάιν πορνό και του στίγματος που το περιβάλλει. Παράλληλα, την ζωή των ηρώων περιβάλλει το υπαρξιακό και κοινωνικό άγχος, η αλλοτρίωση της μητρόπολης, ο διάχυτος ναρκισσισμός καθώς και η δυσλειτουργία στο να εμπιστευτούν και να έρθουν κοντά με ένα άλλο άτομο.
Έτσι κάθε ήρωας από διαφορετική φυλετική ομάδα κουβαλά τις δικές του ανασφάλειες τις οποίες προσπαθεί να εκφορτίσει με διάφορους τρόπους: δουλειά, σεξ, πάρτυ. Οι οικογενειακές σχέσεις και αντίστοιχα οι φιλικές αναφέρονται κάπου και συμβαίνουν παρασκηνιακά ή δεν υπάρχουν καν. Ουσιαστικά, έχουμε περιφερόμενες υπάρξεις σε μια πόλη με πληθυσμό όσο η Ελλάδα, που προσπαθούν να πάρουν προσοχή και επιβεβαίωση από άτομα εξίσου τραυματισμένα και αποξενωμένα με αυτά.
Το σενάριο συνυπογράφει και η σκηνοθέτης Σελίν Σιαμά που, ξανά μετά το Πορτραίτο της Γυναίκας που Φλέγεται και με μια μικρή παύση με το Μικρή Μαμά, σκιαγραφεί μια ιστορία σεξουαλικής αφύπνισης και αναγνώρισης με πρωταγωνίστρια ξανά την Νοεμί Μερλάν. Η ταινία αισθητικά και σεναριακά έχει πολλά προτερήματα, ωστόσο έχει μια σχεδόν αποπροσωποποιημένη και σε αρκετά σημεία μικροαστική οπτική, που ίσως ταιριάζει γάντι σε ένα σινεφίλ ή/και γαλλικό κοινό (ίσως να μην προξενεί εντύπωση η καλή πορεία σε διάφορα ευρωπαϊκά φεστιβάλ πχ Χρυσός Φοίνικας στο περσινό Φεστιβάλ Καννών). Στην πραγματικότητα, λείπει η ωμή επιθυμία και τα αφιλτράριστα συναισθήματα που θα ταίριαζαν στο ηλικιακό κομμάτι 25-34 ετών που ενσαρκώνουν οι τρεις άνθρωποι. Ενώ γίνεται η αποδοχή της εκτίμησης του Ρολάν Μπαρτ στα Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου, ότι δηλαδή ο ερωτικός λόγος χαρακτηρίζεται σήμερα από “μια άκρα μοναξιά”, η ταινία μεταφράζει την “μοναξιά” του με άνευρο και αρκετά αμφίσημο τρόπο, αφού ο 70χρονος σκηνοθέτης(!) πρέπει να μπει στην ψυχοσύνθεση ενός millenial.
“Στο τέλος, αν κι έχουν φανερωθεί κι αναγνωριστεί όλα τα σημάδια της αμοιβαίας έλξης, κι αν και θα έπρεπε να πέσουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και να ερωτευτούν, δεν το κάνουν. Γιατί; Επειδή τα πάντα έχουν ειπωθεί και η σαγήνη, ο ερωτισμός και ο έρωτας έχουν διοχετευθεί εξ ολοκλήρου μέσα από τις λέξεις. Το να υπάρξει οποιαδήποτε συνέχεια θα ήταν περιττό.
Πώς θα εξελισσόταν μια τέτοια κατάσταση σήμερα όπου μας προσφέρεται το ακριβώς αντίθετο; Τι συμβαίνει πραγματικά στην εποχή του Tinder και του «σεξ από το πρώτο ραντεβού»; Μπορεί να υπάρξει ερωτικός λόγος σ’ αυτές τις συνθήκες; Ναι, φυσικά, πώς θα μπορούσε κανείς να αμφιβάλλει γι’ αυτό. Αλλά σε ποιο σημείο ξεκινά να υπάρχει; Ποιες είναι οι λέξεις, ποια τα πρωτόκολλα; Αυτό είναι ένα βασικά αφηγηματικά νήματα στο Παρίσι, 13ο Διαμέρισμα” αναφέρει ο σκηνοθέτης Ζακ Οντιάρ και σ’ αυτό δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε.