Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Πολλοί στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση προβάλλουν το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών ως μήνυμα για «προοδευτική στροφή» στην ΕΕ! Το πόσο έωλος και παραπλανητικός είναι αυτός ο ισχυρισμός φαίνεται από το γεγονός πως τα κόμματα που προαλείφονται για τη νέα γερμανική κυβέρνηση όχι μόνο συναινούν με την αστική πολιτική, αλλά την έχουν υλοποιήσει είτε σαν συνεταίροι της Μέρκελ, είτε με συμμετοχή σε τοπικές κυβερνήσεις.
Η νίκη του SPD στις εκλογές της Γερμανίας, αν και πύρρεια, και η συγκυβέρνηση των «προοδευτικών» δυνάμεων εκτιμάται από κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ και φιλικά προς αυτόν έντυπα ως αριστερή και προοδευτική στροφή στην Ευρώπη. Αυτή η εξέλιξη εκτιμάται ότι θα αποτελέσει λυδία λίθο για την ενίσχυση της ήδη κυβερνώσας Αριστεράς στην Ισπανία και Πορτογαλία και θα ενισχύσει γενικότερα το «αριστερό ρεύμα» στην Ευρώπη, στο οποίο επιπλέοντας και ο ΣΥΡΙΖΑ ευελπιστεί ότι θα ωφεληθεί, για να επανέλθει στην κυβερνητική εξουσία δριμύτερος, με ένα ανάλογο σχήμα κυβερνητικής σύμπραξης, κυρίως με το κεντρώο σοσιαλδημοκρατικό ΚΙΝΑΛ.
Στα συστημικά κόμματα, στα οποία επάξια έχει ενταχθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ, οι έννοιες αριστερά, πρόοδος, φιλολαϊκότητα έχουν προσλάβει νομιναλιστικό κυρίως χαρακτήρα, αποτελούν ονόματα, λέξεις, πού αφαιρούνται από την πραγματικότητα και είναι αναντίστοιχες προς αυτήν. Αλήθεια, ποια είναι η σχέση με την Αριστερά της συγκυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τους ακροδεξιούς Ανεξάρτητους Έλληνες και της επιβολής του τρίτου και φαρμακερού μνημονίου; Ποια θα είναι η σχέση με την Αριστερά της προαλειφόμενης επόμενης κυβερνητικής συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ με το ακραιφνώς αστικό ΚΙΝΑΛ; Δεν εκπλήσσει λοιπόν ο πανηγυρισμός των Συριζαίων για τη νίκη της «Αριστεράς και της Προόδου» και στην καρδιά της καπιταλιστικής Ευρώπης, της Γερμανίας.
Η νομιναλιστική ανάλυση των Συριζαίων κορυφώνεται και στην εκτίμηση των εκλογών στη Γερμανία για την προβλεπόμενη «προοδευτική κυβέρνηση», που καθ’ όλες τις προβλέψεις θα προκύψει. Πυλώνα του «προοδευτικού» κυβερνητικού συνασπισμού θα αποτελέσουν οι σοσιαλδημοκράτες (SPD) που βραχεία τη κεφαλή επικράτησαν των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), ενώ εκτός απροόπτου, θα συμμετάσχουν οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι (FDP). Στη συμμετοχή σε αυτήν την κυβέρνηση είχε ουσιαστικά συμφωνήσει και η Aριστερά (Die Linke). Η ήττα του Die Linke, που δεν έπιασε το όριο του 5% και κατάφερε να μπει στην Μπούντεσταγκ την τελευταία στιγμή και μόνο επειδή εξέλεξε απευθείας τρεις βουλευτές σε αντίστοιχες περιφέρειες (κάτι που του έδωσε το δικαίωμα να εκπροσωπηθεί και αναλογικά, με σύνολο 39 βουλευτών) δεν του επιτρέπει να πάρει μέρος στον υπό σχηματισμό κυβερνητικό συνασπισμό. Πρέπει να αναζητηθεί ένα πιο πειστικό αριστερό άλλοθι…
Αυτή η εκτίμηση εδράζεται σε δύο βασικές αλληλένδετες παραμέτρους:
Πρώτο στο ότι συγκλίνουν και δεν διαφοροποιούνται ριζικά από το κυρίως κόμμα του κεφαλαίου, τους Χριστιανοδημοκράτες, το SPD και οι Πράσινοι. Απεναντίας, αριστερά και δεξιά κόμματα συμμαχούν σε κεντρικό κυβερνητικό αλλά και σε περιφερειακό επίπεδο. Συγκεκριμένα, οι Σοσιαλδημοκράτες συγκυβερνούν με τους Χριστιανοδημοκράτες τις δύο τελευταίες τετραετίες υπό την Μέρκελ, ενώ έχουν συγκυβερνήσει με αυτούς 12 χρόνια στον Μεγάλο Συνασπισμό. Ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος καγκελάριος Όλαφ Σολτς είναι ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομικών στην απερχόμενη κυβέρνηση Μέρκελ και έχει βασίσει την προεκλογική του εκστρατεία στο ότι αποτελεί διάδοχο και συνεχιστή της ηγέτιδας των Χριστιανοδημοκρατών. Από τη μεριά τους, οι Πράσινοι, που αυτοπροβάλλονται ως εναλλακτικό κόμμα έναντι των συστημικών Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, έχουν συγκυβερνήσει από το 1998 ως το 2003 με τους Σοσιαλδημοκράτες υπό τον καγκελάριο Γκ. Σρέντερ. Ταυτόχρονα, δηλώνουν διαθεσιμότητα συγκυβέρνησης και με τους Χριστιανοδημοκράτες. Εξάλλου, λίγο έλειψε να συμβεί και μετά τις εκλογές του 2017 συγκρότηση κυβέρνησης Χριστιανοδημοκρατών, Πράσινων και Φιλελευθέρων. Ακόμη και το αριστερό (τέως κομμουνιστικό) Die Linke δεν είχε αποκλείσει τη συμμετοχή του σε μία «προοδευτική» συστημική κυβέρνηση. Εξάλλου, οι προοδευτικές δυνάμεις που διαπραγματεύονται τη συγκρότηση προοδευτικής κυβέρνησης αποδέχονται σ’αυτήν και το δεξιότερο των Χριστιανοδημοκρατών κόμμα των Φιλελευθέρων. Τόση είναι η ταξική όσμωση των συστημικών κομμάτων, ώστε παρά τα διαφορετικά ιδεολογικοπολιτικά τους πρόσημα, δύο μόνον εκδοχές συγκυβέρνησης αποκλείονται και από μία αριστερόστροφη και από μία δεξιόστροφη κυβέρνηση: Αφενός, η συμμετοχή, προς το παρόν τουλάχιστον, του εθνικιστικού ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AFD). Αφετέρου, η συγκρότηση εκ νέου ενός μεγάλου συνασπισμού με τη συγκυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών, που δεν ευνοείται από το σύστημα, όχι λόγω της ιδεολογικοπολιτικής ασυμβατότητας τους, αλλά επειδή η υπερβολική όσμωση τους δυσχεραίνει την ηγεμονία τους στο προοδευτικό και συντηρητικό κοινό αντίστοιχα.
Τα κόμματα που προαλείφονται για τη νέα «προοδευτική» κυβέρνηση υποστηρίζουν το Σύμφωνο Σταθερότητας και την πολιτική της ΕΕ
Εξάλλου, πρόκριμα και δοκιμή για τη συνεργασία συστημικών κομμάτων, παρά τις σχετικές διαφορές τους, αποτελεί και η συνεργασία τους, εξαιρουμένου του ακροδεξιού AFD, όχι μόνο σε δήμους και περιφέρειες, αλλά και στα κρατίδια του ομοσπονδιακού κρατικού συστήματος της Γερμανίας.
Δεύτερο, η κυβερνητική σύγκλιση των γερμανικών συστημικών κομμάτων εκφράζει, αλλά και αναπτύσσει τη συναντίληψη τους στα βασικά οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά ζητήματα από τη σκοπιά των συμφερόντων του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους στα θεμελιώδη ζητήματα τα συστημικά κόμματα της Γερμανίας συγκλίνουν στη βασική πολιτική της δημοσιονομικής πειθαρχίας και του Συμφώνου Σταθερότητας, που επιβάλλει διαρκή λιτότητα στη βάση του προτεσταντικού δόγματος: εργασία-αποταμίευση-εγκράτεια. Η αντιλαϊκή αυτή πολιτική προστατεύεται και θεσμικά, αφού έχει ενσωματωθεί στο Σύνταγμα της Γερμανίας, αλλά και άλλων χωρών μελών της EE, διάταξη για τον «κόφτη» χρέους με μέτρα λιτότητας, όταν το χρέος υπερβεί ένα όριο. Τα πιο συντηρητικά κόμματα ασυζητητί πλειοδοτούν υπέρ του συμφώνου σταθερότητας, την ίδια στάση όμως περίπου υιοθετεί και το προοδευτικό SPD, προτείνοντας απλώς μικροβελτιώσεις, προεκλογικά ιδίως, για την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Αλλά και τα άλλα προοδευτικά κόμματα του αστικού τόξου δηλώνουν πίστη και υποταγή στο Σύμφωνο Σταθερότητας, σε κάπως πιο προωθημένη βάση σε σχέση με το SPD, χωρίς όμως να υιοθετούν την κατάργησή του, για την ανακούφιση των λαϊκών στρωμάτων.
Συγκεκριμένα, οι Πράσινοι δηλώνουν ότι μαζί με τους εταίρους της ΕΕ επιδιώκουν να μεταρρυθμίσουν, αλλά όχι και να καταργήσουν το Σύμφωνο Σταθερότητας, για να περιορίσουν τις περικοπές σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Αλλά και το αριστερό κόμμα του προοδευτικού τόξου, Die Linke, ενόψει της προβλεπόμενης συμμετοχής τους σε «προοδευτική κυβέρνηση» είχε σπεύσει να καθησυχάσει τα μονοπώλια, διευκρινίζοντας, σε σχέση με το Σύμφωνο Σταθερότητας, ότι «αν δεν μπορούμε να το καταργήσουμε, δεδομένων των συσχετισμών δυνάμεων στην ΕΕ, πρέπει να το χαλαρώσουμε, όσο το δυνατόν περισσότερο».