Στο προηγούμενο φύλλο το Πριν δημοσίευσε κριτική παρουσίαση του νέου βιβλίου του Π. Παπακωνσταντίνου με τίτλο Το Εθνικό Ζήτημα στην εποχή μας. Αναφερόμενος στο δημοσίευμα αυτό, ο συγγραφέας του βιβλίου προχωρά σήμερα σε ορισμένες διευκρινίσεις της προσέγγισής του, τις οποίες φιλοξενεί το Πριν, θέλοντας να συμβάλλει στον αναγκαίο διάλογο που πρέπει να συνεχιστεί και να βαθύνει.
Το να παραιτηθεί κανείς από κάθε δημοκρατικό και εθνικό στόχο στο όνομα της ταξικότητας, σημαίνει ότι παραχωρεί την ηγεμονία στον αντίπαλο
γράφει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου
Την περασμένη Κυριακή, το Πριν φιλοξένησε άρθρο του Μπάμπη Συριόπουλου για το βιβλίο μου Το Εθνικό Ζήτημα στην εποχή μας. Ήταν μια περιεκτική και έντιμη παρουσίαση του βιβλίου -για την οποία ευχαριστώ τον αρθρογράφο και την εφημερίδα- που ανέδειξε ορισμένες από τις βασικές του ιδέες, ασκώντας ταυτόχρονα αυστηρή κριτική σε σημεία διαφωνίας. Στόχος αυτού του σημειώματος είναι να διευκρινίσει ορισμένα σημεία που θα μπορούσαν να παρεξηγηθούν από όσους δεν θα διαβάσουν το ίδιο το βιβλίο.
Σχετικά με τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, ο Μπάμπης μου καταλογίζει ότι βάζω στο «ζύγι» τις δύο αστικές τάξεις όσον αφορά την επιθετικότητά τους και ότι υιοθετώ ακέραιη τη θέση του ΚΚΕ για υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Είναι αλήθεια ότι στο τελευταίο κεφάλαιο του κυρίως μέρους συμφωνώ με τη θέση που εξέφρασε σχετικά πρόσφατα ο Δ. Κουτσούμπας ότι ο ελληνικός λαός πρέπει να αγωνιστεί μαζί με τον τουρκικό για να αποτρέψει έναν ολέθριο ελληνοτουρκικό πόλεμο αλλά, αν εκδηλωθεί επίθεση από την Τουρκία, οφείλει να αγωνιστεί για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας, χωρίς να έχει καμιά εμπιστοσύνη στην αστική τάξη και την κυβέρνηση που την υπηρετεί – αντίθετα, έπαθλο αυτού του αγώνα πρέπει να είναι η κοινωνική και πολιτική ανατροπή μέσα στην ίδια την Ελλάδα.
Η θέση αυτή βασίζεται στην ανάλυση των κοινωνικών σχηματισμών Ελλάδας και Τουρκίας, που επιχείρησα στα δύο προηγούμενα κεφάλαια. Το βασικό μου συμπέρασμα είναι ότι η μεν Τουρκία αναδεικνύεται σε αυτόνομη, περιφερειακή δύναμη με επεκτατικές βλέψεις, ενώ η Ελλάδα σε «εσωτερική περιφέρεια», στο εσωτερικό ενός ιμπεριαλιστικού κέντρου. Προφανώς, δεν είναι δυνατόν στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος να συμπυκνωθεί αυτή η ανάλυση. Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι ο καπιταλιστικός χαρακτήρας των δύο χωρών δεν αρκεί για να απαντήσει στο ερώτημα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Οι κλασικοί του μαρξισμού μιλούσαν για δίκαιους και άδικους πολέμους όχι μόνο στις «καθαρές», ας πούμε, περιπτώσεις της σύγκρουσης μιας καπιταλιστικής με μια σοσιαλιστική χώρα, ή μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης με το λαό μιας αποικίας. Στο γαλλοπρωσικό πόλεμο, Μαρξ και Ένγκελς χαρακτήρισαν δίκαιο εθνικό αγώνα την αντίσταση των Γερμανών στην εισβολή, σε πρώτο χρόνο και των Γάλλων απέναντι στους εισβολείς Πρώσους, μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας, σε δεύτερο. Άλλωστε από αυτή την πατριωτική αντίσταση των Γάλλων εργατών ξεκίνησε η πρώτη σοσιαλιστική επανάσταση, η Κομμούνα.
Σε άλλο σημείο του άρθρου του, ο Μπάμπης Συριόπουλος υποστηρίζει ότι, ενώ μεγάλο μέρος του βιβλίου μου τοποθετείται σε ταξική βάση και διαπνέεται από αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, εν τούτοις επαναφέρει «από την πίσω πόρτα μια εθνική απάντηση από την πλευρά των εργαζομένων», όταν κάνει λόγο για ένα «νέο 1848» εναντίον της σύγχρονης «Αυτοκρατορίας», της ΕΕ, ή όταν μιλά για «δημοκρατική Ελλάδα».
Προφανώς, το σχήμα περί «νέου 1848» είναι απλή αναλογία και όχι ταύτιση. Ωστόσο η διαφωνία είναι ενδεχομένως βαθύτερη. Εκείνο που αναγνωρίζω ως κοινό ανάμεσα στην εποχή μας και το 1848, πέρα από τις βαθύτατες διαφορές τους, είναι η επικαιρότητα της μαρξιστικής γραμμής της διαρκούς επανάστασης, που ξεκινάει ως ευρύ λαϊκό- δημοκρατικό ρεύμα εναντίον της σύγχρονης Αυτοκρατορίας του κεφαλαίου, της ΕΕ, και αποκτά στην πορεία του αγώνα σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Μια από τις βασικές διαφορές είναι ότι, σε αντίθεση με την εποχή του Μαρξ και του Ένγκελς, δεν υπάρχει σήμερα το παραμικρό περιθώριο έστω ασταθούς συμμαχίας με τμήματα της αστικής τάξης, ούτε στις πρώτες φάσεις της διαρκούς επανάστασης -κάτι που νομίζω κάνω κάτι παραπάνω από σαφές, από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου.
Υπό αυτό το πρίσμα, το εθνικό πρόβλημα στην εποχή μας -η κατάκτηση της εθνικής, λαϊκής κυριαρχίας σε ρήξη με το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό- αποτελεί αναγκαίο πεδίο μάχης για την εργατική ηγεμονία. Το ότι δεν υπάρχουν υποψήφιοι σύμμαχοι στο αστικό στρατόπεδο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει εθνικό ή δημοκρατικό πρόβλημα. Το να παραιτηθεί κανείς από κάθε δημοκρατικό και εθνικό στόχο στο όνομα της ταξικότητας, σημαίνει ότι παραχωρεί την ηγεμονία στον αντίπαλο. Κι αυτό, για να θυμηθούμε τον Γκράμσι, σημαίνει ότι καταδικάζει την εργατική τάξη σε ρόλο όχι ηγεμονικής τάξης, αλλά κορπορατίστικης -κάτι που ασφαλώς δεν θεωρώ ότι είναι στις προθέσεις του Μπάμπη Συριόπουλου ή του Πριν και του ΝΑΡ.
Μια σύντομη απάντηση
Γράφει ο Μπάμπης Συριόπουλος
Συνεχίζοντας έναν ουσιαστικό διάλογο
Ο συναγωνιστικός διάλογος με ειλικρίνεια και σεβασμό στις διαφορετικές απόψεις είναι μονόδρομος. Σ αυτό το πλαίσιο κινείται η απάντηση του Π, Παπακωνσταντίνου στην κριτική για το βιβλίο του, σ’ αυτό ελπίζουμε να κινείται και το μικρό σχόλιο που ακολουθεί.
Σχετικά με τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, η οργανική και στρατηγική ένταξη της Ελλάδας σε ΝΑΤΟ και της ΕΕ, έστω και στην «εσωτερική περιφέρειά» τους, δεν αποτελεί ελαφρυντικό ούτε της δίνει δίκιο σε σχέση με την, ενταγμένη στο ΝΑΤΟ αλλά με πιο αυτόνομο ρόλο και συμμαχίες, Τουρκία. Στον 21οαιώνα, κι όχι στον 19ο , το δίκαιο ή το άδικο ενός πολέμου δεν κρίνεται ανάλογα με την ισχύ ή ποιο επιτίθεται πρώτο. Αντίθετα κρίνεται με βάση τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπούν και το διεθνές πλαίσιο των καπιταλιστικών ανταγωνισμών στο οποίο εντάσσονται. Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δηλώνουν ξεκάθαρα ότι ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός είναι «αντιδραστικός και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου» και μόνο σ αυτή τη βάση, κατά τη γνώμη μας, μπορεί να συγκροτηθεί ένα αποτελεσματικό αντιπολεμικό κίνημα στη χώρα μας.
Η εργατική τάξη όντως δεν μπορεί να περιορίζεται στα στενά, οικονομικά της συμφέροντα αλλά να εκφράζει τους απελευθερωτικούς πόθους της ευρείας λαϊκής πλειοψηφίας. Σήμερα όμως, τα ζητήματα λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατίας δεν είναι κληρονομιά της φεουδαρχίας και συνέπειες των αυτοκρατοριών του 19ουαιώνα αλλά προέρχονται ακριβώς από την κυριαρχία της αστικής τάξης σε κάθε χώρα και του καπιταλισμού στον πλανήτη. Η «διαρκής επανάσταση» που ξεκινάει με το αστικό εθνικοδημοκρατικό της στάδιο και μετεξελίσσεται σε σοσιαλιστική δεν αντιστοιχεί στο σύγχρονο καπιταλισμό. Αντίθετα το σύγχρονο εθνικό και δημοκρατικό ζήτημα είναι μια σημαντική και αναπόσπαστη πλευρά της συνολικής αντικαπιταλιστικής πάλης με εργατική ηγεμονία και κομμουνιστική προοπτική.