Μπάμπης Συριόπουλος
Το νέο βιβλίο του Π. Παπακωνσταντίνου φωτίζει πλευρές του σύγχρονου «εθνικού ζητήματος» σε συνθήκες διεθνοποιημένης καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η ανάδειξη όμως στόχων για ένα νέο ευρωπαϊκό 1848 και μιας Δημοκρατικής Ελλάδας δεν ανταποκρίνονται στο βάθος των αντιθέσεων.
Πρόσφατα εκδόθηκε από τις εκδόσεις Τόπος το βιβλίο του γνωστού αριστερού δημοσιογράφου και συγγραφέα Πέτρου Παπακωνσταντίνου με τίτλο Το Εθνικό ζήτημα στην εποχή μας, η κρίση του ευρωατλαντισμού και η Ελλάδα. Το βιβλίο είναι ταυτόχρονα θεωρητικό και πολιτικό. Στα τρία τελευταία κεφάλαια καταπιάνεται με την ιστορικοθεωρητική παρουσία και σημασία του έθνους, ενώ στα τέσσερα πρώτα πραγματεύεται τις σύγχρονες εξελίξεις σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση, την εκλογή Τραμπ, την ΕΕ και την εκ νέου ενδυνάμωση των εθνικισμών, μικρών και μεγάλων. Διάσπαρτα και στα δύο κομμάτια του βιβλίου είναι εκτεταμένες αναφορές για την Ελλάδα με τη θέση του συγγραφέα για το Μακεδονικό, τα ελληνοτουρκικά, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, καθώς και για τις αναγκαίες κατευθύνσεις της λαϊκής πάλης ενάντια στους σύγχρονους δυνάστες.
Ο Π. Παπακωνσταντίνου παρουσιάζει τα τέσσερα γνωρίσματα της σημερινής φάσης της διεθνοποίησης στη δράση του κεφαλαίου (παγκόσμια κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων, χρηματιστικοποίηση, ίντερνετ και διεθνοποιημένες αλυσίδες παραγωγής) με στοιχεία και παραδείγματα όπως αυτό για την παραγωγή του iPhone. Αναγνωρίζεται ότι τα εθνικά κράτη είχαν και έχουν πάντα τον πρώτο ρόλο ως βάση και στήριξη του κεφαλαίου, των πολυεθνικών εταιριών συμπεριλαμβανομένων, καθώς «αστική τάξη χωρίς κράτος είναι στρείδι χωρίς κέλυφος» (σελ. 37). Η σημερινή επάνοδος του οικονομικού εθνικισμού, η «μεταπαγκοσμιοποίηση» δεν αναιρεί αυτή την πραγματικότητα, αντίθετα βρίσκεται στο εσωτερικό της.
Ο συγγραφέας δεν αναγνωρίζει προοδευτικό περιεχόμενο στους σημερινούς εθνικισμούς, ακόμα και των λαών και κρατών της περιφέρειας. Όπως γράφει «ο αγώνας αυτών των λαών σήμερα εναντίον της οικονομικής νεοαποικιοκρατίας προϋποθέτει τη ρήξη και με τη δική τους αστική τάξη, η οποία δε διεκδικεί τη χειραφέτηση από το διεθνές σύστημα του ιμπεριαλισμού, αλλά μια καλύτερη θέση μέσα στο σύστημα» (σελ. 51). Εξάλλου ιστορικά, ο εθνικισμός «αποκτούσε ολοένα κι εντονότερα αντιδραστικά χαρακτηριστικά αμέσως μετά την ανεξαρτησία» (σελ. 212). Αναφερόμενος στην περίπτωση της ασφυκτικής «εποπτείας» της Ελλάδας από την ΕΕ, αναδεικνύει το ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης ως συνεταίρου και δράστη καταλήγοντας «ότι στην εποχή μας το εθνικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο μαζί με το κοινωνικό πρόβλημα, κι ότι η λύση του δεν θα είναι προϊόν αγγελικής ομόνοιας “ολόκληρου του έθνους“ αλλά πεδίο ιστορικής σύγκρουσης του έθνους των εργαζόμενων με το έθνος των ολιγαρχών» (σελ.88).
Όλες αυτές οι θέσεις του συγγραφέα τοποθετούν το σημερινό πρόβλημα της καταπίεσης και απομύζησης ολόκληρων λαών από τις πολυεθνικές εταιρίες, τις αστικές τάξεις και τους υπερεθνικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς, σε ταξική βάση και με αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο. Ωστόσο στο δια ταύτα επανέρχεται από την πίσω πόρτα μια εθνική απάντηση από την πλευρά των εργαζόμενων, όχι μόνον όσον αφορά το χώρο δράσης και το πεδίο της σύγκρουσης (κάτι που είναι αναπόφευκτο), αλλά και στο περιεχόμενο της πάλης. Απέναντι στη «νέα ευρωπαϊκή αυτοκρατορία» της ΕΕ υπό γερμανική κυριαρχία προτάσσονται οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848 την εποχή της συγκρότησης των εθνικών κρατών ενάντια στις αυτοκρατορίες και μοναρχίες της εποχής. Γράφεται χαρακτηριστικά: «Αν εκείνη την εποχή οι λαοί επαναστατούσαν εναντίον της απολυταρχικής αυτοκρατορίας για να κερδίσουν τη δημοκρατία σε ένα ενιαίο εθνικό κράτος, σήμερα χρειάζονται ένα νέο “1848” για να αποκαταστήσουν την εθνική-λαϊκή κυριαρχία που στραγγαλίζεται από τη γερμανική Ευρώπη, γεγονός που βάζει φραγμό σε κάθε κοινωνική τους διεκδίκηση» (σελ. 79). Το 1848, η «άνοιξη των λαών» και η πάλη για εθνική ανεξαρτησία και δημοκρατία που τότε εξέφραζε την άνοδο της αστικής τάξης και την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων δεν μπορεί να είναι η σημερινή απάντηση. Η παρισινή εργατική εξέγερση του Ιούνη του 1848 κατά της δημοκρατικής αστικής τάξης έδειξε το δρόμο από τότε και η κόκκινη σημαία της «κοινωνικής δημοκρατίας» των εργατών συγκρούστηκε με την «τρίχρωμη» του αστικού εθνικού κράτους. Η σύγκρουση των εργαζόμενων της Ελλάδας και της Ευρώπης με την ΕΕ των αστικών τάξεων μπορεί να γίνει μόνο με τις δικές τους σημαίες και όχι με τις «τρίχρωμες» των εχθρών τους.
Η έξοδος της χώρας μας από το πλαίσιο του «ευρωατλαντισμού» προβάλλεται στο όνομα «μιας δημοκρατικής Ελλάδας» (σελ. 164). Δημοκρατική Ελλάδα με ή χωρίς την αστική τάξη; ρωτάμε εμείς. Προτάσσεται για μια ακόμα φορά η έξοδος από την ΟΝΕ και «η σύγκρουση με την ΕΕ». Σχετικά με το ζήτημα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, η Τουρκία χαρακτηρίζεται «ισχυρότερη» και διεκδικητική απέναντι στην «ασθενέστερη» Ελλάδα που «υφίσταται την πίεση» (σελ.158). Οι δύο αστικές τάξεις μπαίνουν στο «ζύγι» όσον αφορά την επιθετικότητά τους, με κίνδυνο να υποβαθμίζεται η επικινδυνότητα της πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης και του εγχώριου κεφαλαίου. Ο συγγραφέας υιοθετεί ακέραιη τη θέση του ΚΚΕ για υπεράσπιση «της εδαφικής ακεραιότητας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας» για «να συντριβεί ο όποιος ξένος εισβολέας» (σελ. 161).
Παρά τις διαφωνίες, το βιβλίο ανεβάζει τον πήχη της αναγκαίας συζήτησης μέσα στην Αριστερά και στους εργαζόμενους για το σύγχρονο «εθνικό ζήτημα» και την απάντηση από μέρους τους.
Ανάμεσα στα «εθνικά» και τα λαϊκά συμφέροντα
Παρουσίαση του βιβλίου του Π. Παπακωνσταντίνου
Την Δευτέρα 4 Ιούνη στην αίθουσα εκδηλώσεων της ΕΣΗΕΑ έγινε η παρουσίαση του νέου βιβλίου του Πέτρου Παπακωνσταντίνου «Το εθνικό ζήτημα στην εποχή μας». Την συζήτηση άνοιξε, ως συντονιστής, ο δημοσιογράφος Γιάννης Κιμπουρόπουλος όπου μεταξύ άλλων, κάνοντας μία αναδρομή στο περιοδικό Νουμάς των αρχών του 20ου αιώνα, αναφέρθηκε στην προβληματική εισαγωγή των σοσιαλιστικών ιδεών στην Ελλάδα ανάμεικτων με νιτσεϊκές και εθνικιστικές αντιλήψεις που αφθονούσαν στη τότε πνευματική «πρωτοπορία».
Ο Αλέκος Αλαβάνος από το Σχέδιο Β’ μίλησε για την θέση στην οποία έχει έρθει η Ελλάδα με τη σημερινή παρακμή της που την έχει καταστήσει εύκολο θύμα στα «σαρκοβόρα» γύρω της τονίζοντας ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε «το έθνος μας» και την ελληνική σημαία.
Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης γραμματέας του ΠΣ της ΛΑΕ αρνήθηκε την ύπαρξη ενός «μεταεθνικού» καπιταλισμού. Η παγκοσμιοποίηση των αγορών, όπως είπε, διαιρεί και δεν ενώνει, ενώ τα εθνικά κράτη επιστρέφουν και η Αριστερά πρέπει να προβάλλει τα «γνήσια, νόμιμα εθνικά συμφέροντα». Υπεραμύνθηκε επίσης των ενεργειών υποστήριξης της απελευθέρωσης των δύο στρατιωτικών στις οποίες προσωπικά πρωτοστάτησε παρά τις αντιδράσεις τις προερχόμενες από το εσωτερικό της αριστεράς.
Σε διαφορετικό τόνο από τους δύο προηγούμενους ομιλητές τοποθετήθηκε ο δημοσιογράφος Θανάσης Σκαμνάκης μιλώντας για την ανάγκη επικαιροποίησης των αναλύσεων στην εποχή της ολοκληρωτικής επικράτησης του καπιταλισμού, της χρηματιστικοποίησης, του ίντερνετ και των διεθνοποιημένων αλυσίδων παραγωγής. Σήμερα εκτός ειδικών περιπτώσεων, σημείωσε, δεν υπάρχουν μικροί και δίκαιοι εθνικισμοί και η αριστερά δεν μπορεί να συμμαχεί με κανένα ιμπεριαλισμό και με καμία αστική τάξη ή τμήμα της.