Μπάμπης Συριόπουλος
Το νέο βιβλίο του Βασίλη Μηνακάκη, Μάης 1968 – Ρωγμή από το μέλλον παρουσιάζει την πλοκή των γεγονότων και πλήθος τοποθετήσεων της εποχής από όλες τις πλευρές
Τι καινούριο θα μπορούσε να πει ένα βιβλίο για τον Μάη του 68, μισόν αιώνα μετά από τα γεγονότα και ενώ έχουν γραφτεί από τότε τόσα και τόσα, από πρωταγωνιστές και μη; Εύλογο το ερώτημα, όταν ξεφυλλίζει για πρώτη φορά κανείς το βιβλίο του Βασίλη Μηνακάκη, Μάης 1968 – Ρωγμή από το μέλλον, από τις φιλόξενες σε παρόμοιες απόπειρες εκδόσεις ΚΨΜ.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες φαίνεται πως πρόκειται για διαφορετικού τύπου προσέγγιση. Λείπουν οι πολυφορεμένες πομπώδεις εκφράσεις, αλλά περισσεύουν οι αναφορές σε πηγές. Αναφορές πλούσιες, από διαφορετικές πηγές –συχνά και της απέναντι πλευράς–, οι οποίες αντλούνται κατά βάση από κείμενα που γράφτηκαν εκείνη την περίοδο και αποτυπώνουν το πνεύμα της εποχής πολύ καλύτερα από έργα που γράφτηκαν αργότερα, για να δικαιώσουν την κατοπινή στάση των συγγραφέων. Στο πλαίσιο αυτό, βοηθητικά είναι τα παραθέματα, που επιτρέπουν στον αναγνώστη να σχηματίσει δική του άποψη.
Ύστερα, είναι η πλοκή και το αφηγηματικό ύφος που διευκολύνει την ανάγνωση. Το βιβλίο παρακολουθεί την εξέλιξη των γεγονότων, συνομιλώντας με αυτά. Διακόπτει –με τρόπο που δεν ενοχλεί, δεν διασπά– την αφήγηση για να στοχαστεί, να θέσει ερωτήματα, να αναδείξει τούτη ή την άλλη πλευρά που έχει αξία και για τη σημερινή πάλη για την κοινωνική χειραφέτηση. Γιατί ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές; Ποιος ο ρόλος των εργατών; Ήταν ο Μάης επανάσταση; Ποια η σχέση των οικονομικών με τους πολιτικούς αγώνες, του συνειδητού και του αυθόρμητου; Τι ρόλο έπαιξαν οι επιτροπές αγώνα και οι καταλήψεις; Ποιος ήταν ο ρόλος της αντιιμπεριαλιστικής πάλης και του πολέμου στην Αλγερία και το Βιετνάμ;
Τα ερωτήματα, που φυσικά αποκαλύπτουν κριτήριο και οπτική, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του βιβλίου. Πολλά είναι «σκληρά» και η προσπάθεια απάντησής τους επώδυνη, αλλά το βιβλίο δεν διστάζει να θέσει το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Και, βεβαίως, δεν σπεύδει με εύκολο και επιφανειακό τρόπο να υιοθετήσει τούτη ή την άλλη μονομερή απάντηση. Σπεύδει όμως να γονιμοποιήσει τον προβληματισμό, πάντα με κριτήριο την τάση χειραφέτησης, με τις πιο διαφορετικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί.
Με αυτό το πνεύμα προσεγγίζει τις πρώτες προκλήσεις στη Ναντέρ αλλά και τις νύχτες των οδοφραγμάτων, τις άγριες απεργίες και το απεργιακό κύμα μετά τις 13 Μάη, τις καταλήψεις από τα κάτω αλλά και τα κοινοβουλευτικά παιχνίδια, τις τεράστιες απεργιακές διαδηλώσεις αλλά και την αντιδιαδήλωση των οπαδών του Ντε Γκολ, τον απαράδεκτο ταξικό συμβιβασμό των συμφωνιών της Γκρενέλ αλλά και τον εκλογικό θρίαμβο του στρατηγού.
Πώς φτάσαμε, όμως, σε αυτήν την κατάληξη; Τι ρόλο διαδραμάτισαν τα διάφορα θεωρητικά ρεύματα που είχαν παρουσία ή επέδρασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον Μάη; Οι καταστασιακοί, ο Μαρκούζε, οι καστοριαδικοί, ο Ράιχ, ο Λεφέβρ; Και η πολιτική; Η εξουσία; Τα κόμματα και οι οργανώσεις; Το ζήτημα της πολιτικής και της εξουσίας διαπερνά την αφήγηση, ιδιαίτερα μετά τις καταλήψεις από τα κάτω, τις συμφωνίες της Γκρενέλ και τη συγκέντρωση της αντιπολίτευσης στο Σαρλετί, τον κλονισμό και τις ταλαντεύσεις του αστικού μπλοκ εξουσίας, τη φυγή του Ντε Γκολ στην έδρα των Γαλλικών στρατευμάτων στο Μπάντεν Μπάντεν – καθώς δηλαδή βάθαινε το πολιτικό επίδικο της πάλης. Θέση του συγγραφέα είναι ότι αν και η λέξη «εξουσία» χρησιμοποιήθηκε πολύ, στην πραγματικότητα ούτε η «φαντασία στην εξουσία» ούτε ο κοινοβουλευτικός δρόμος και ο «διακαής πόθος» της συνεργασίας του ΓΚΚ με τη σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσαν πραγματική απάντηση στο πολιτικό πρόβλημα που είχε τεθεί. Ούτε οι παραλλαγές της πολιτικής του ΓΚΚ που διατυπώθηκαν από άλλα κομμουνιστικά ρεύματα. Να μια ακόμη αρετή του βιβλίου. Ενώ ασκεί κριτική στο ΓΚΚ για τη στάση του απέναντι στο κίνημα και τη «νομοταγή» τακτική του, αποφεύγει τη μονομέρεια. Αναδεικνύει τις αντιφάσεις και τα κενά των άλλων πολιτικών ρευμάτων, ιδιαίτερα της κομμουνιστικής Αριστεράς. Φωτίζοντας με αποκαλυπτικό τρόπο πλευρές που έμεναν χρόνια στη σκιά, τουλάχιστον στην Ελλάδα.