Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η συμμαχία και ηγεμονία της αστικής τάξης στα μικρομεσαία στρώματα αποτελεί βασικό πυλώνα της κυριαρχίας της, καθώς και της εκλογικής επικράτησης της ΝΔ. Για ποιο λόγο διακυβεύεται σήμερα με τα νέα φορολογικά μέτρα της κυβέρνησης;
Η αστική τάξη και τα κυβερνώντα αστικά κόμματα γενικά ωφελούνται απ’ την αύξηση των μεσαίων στρωμάτων στην κοινωνία και από τη βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής θέσης τους σε αυτήν. Γιατί έτσι μειώνεται, αφενός, το ειδικό βάρος του προλεταριάτου στην καπιταλιστική κοινωνία και, αφετέρου, αντικειμενικά αποδυναμώνεται η προσέλκυση των μικρομεσαίων στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του συστήματος υπερτονίζουν τη σημασία της μικρομεσαίας ιδιοκτησίας, τη βελτιωμένη οικονομική θέση της μεσαίας τάξης, τη δυνατότητα δυναμικής βελτίωσής της, ώστε να πολώνουν την καπιταλιστική κοινωνία σε δύο πόλους: Στον αστικό πόλο που για τους ανωτέρω λόγους θα προσελκύει και τα μεσαία στρώματα ή τουλάχιστον την πλειοψηφία τους και στον εργατικό πόλο. Αυτή η αυθαίρετη και αντιεπιστημονική αντίληψη ενισχύεται και από άλλες «ταχυδακτυλουργικές αντιλήψεις»: Από τις θεωρίες της κοινωνικής κινητικότητας και απ’ την αντίληψη ότι η εργατική τάξη περιορίζεται στους χειρώνακτες εργάτες.
Η πρώτη αντίληψη θεωρεί ότι οι επιχειρηματίες δεν αποτελούν κλειστές προνομιούχες τάξεις, που αναπαράγονται, όπως συνέβαινε με τον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής. Απεναντίας, τις θεωρεί ανοικτές και διευρυνόμενες κοινωνικές ομάδες. Φρονούν ότι ο σημερινός επιχειρηματίας είναι ο χθεσινός βιοτέχνης, που μπορεί να ήταν ακόμη και ο μοναδικός εργαζόμενος στην επιχείρησή του, και ο προχθεσινός εργάτης στην επιχείρηση άλλου. Μια δεύτερη εκδοχή, πιο εκλεπτυσμένη, της κοινωνικής κινητικότητας, είναι η θεωρία της διεύρυνσης της μεσαίας τάξης, την οποία ανέπτυξε ο Ν. Πουλαντζάς και άλλοι. Αυτό το θεωρητικό ρεύμα αποκλείει απ’ την εργατική τάξη όσους δεν ασκούν χειρωνακτική εργασία, όλους όσοι δεν συμμετέχουν στην υλική παραγωγή (εκπαιδευτικούς, εμποροϋπάλληλους, λογιστές, εργαζόμενους σε κρατικές και ιδιωτικές υπηρεσίες). Σύμφωνα με αυτήν την αυθαίρετη και αντιεπιστημονική οριοθέτηση, η εργατική τάξη και στις πιο ανεπτυγμένες κοινωνίες περιορίζεται σε μειοψηφική τάξη του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, ενώ στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον μαρξιστικό καθορισμό του προλεταριάτου, αυτό αποτελεί την απόλυτη πλειοψηφία στην κοινωνική δομή τουλάχιστον των ανεπτυγμένων χωρών. Ωστόσο, αυτή η ορθολογική, απ’ τη σκοπιά των συμφερόντων του καπιταλισμού, οριοθέτηση προσκρούει και υποσκάπτεται απ’ τον εγγενή ανορθολογισμό και τις αντιφάσεις του συστήματος. Ενώ, απ’ τη μια, ο καπιταλισμός αντικειμενικά ευνοείται από ορισμένα στοιχεία της εξέλιξής του (όπως προαναφέραμε) για την προώθηση μιας κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας με τα μεσαία στρώματα ή και με τμήματα της εργατικής τάξης, απ’ την άλλη, ο αντιφατικός, ανορθολογικός και ευρέως εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του, αναπαράγει αναπότρεπτα και οξύνει την αντίθεσή του με τα μεσαία στρώματα και ασφαλώς και την εργατική τάξη, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και των καλύτερα αμειβομένων και μη χειρωνακτικών τμημάτων της.
Το συνειδητό ιδεολογικό και πολιτικό τμήμα της αστικής τάξης στη βάση ορισμένων αντικειμενικών όρων και εξελίξεων, όπως η εκτεταμένη μικρή και μεσαία ιδιοκτησία, κοινωνικές και τεχνολογικές βελτιώσεις και η ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης, επιχειρεί να προωθήσει κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες με αυτά τα κοινωνικά στρώματα, οι οποίες όμως δύσκολα ευδοκιμούν απ’ τον αυθόρμητο και αναπόδραστο ανταγωνιστικό χαρακτήρα του, που δεν μπορεί να εξαλειφθεί, αν δεν εξαλειφθεί ο ίδιος ο καπιταλισμός. Αυτή η θέση επιβεβαιώνεται και απ’ την ιδιαίτερα εξοντωτική επίθεση που εξαπολύει το φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης, με την αιχμή του δόρατος στραμμένη ιδίως στους αυτοαπασχολούμενους. Η υπερφορολόγηση αντί της ενίσχυσης των μεσαίων στρωμάτων και ιδιαίτερα των αυτοαπασχολούμενων από τη νέα προκλητική φοροεπιδρομή της κυβέρνησης, επιβάλλεται από τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου σε συμφωνία με τα συμφέροντα της κυβέρνησης, αλλά και απ’ την κηδεμονία και την πίεση του ιμπεριαλισμού και πρώτιστα της ΕΕ.
Η υπερφορολόγηση των μικρών επαγγελματιών επιβάλλεται από την απαίτηση του κεφαλαίου για συγκέντρωση της παραγωγής και τη δημοσιονομική πειθαρχία της ΕΕ
Παρά την «έξοδο» από το μνημόνιο, η χώρα παραμένει υπερχρεωμένη (περίπου 400 δισ.) και υποχρεωμένη να εξοφλήσει το χρέος με ετήσιες δόσεις μέχρι το 2060. Οι πανηγυρισμοί της κυβέρνησης για την οικονομική ανάκαμψη είναι έωλοι, αφού η χώρα παραμένει σε συνεχή «διακριτική εποπτεία». Ο παραγωγικός δυναμισμός της χώρας έχει υποχωρήσει, ενώ σε εθνική βιομηχανία έχει ανακηρυχθεί ο μονοσήμαντος και ασταθής τουρισμός. Για να βρίσκεται η χώρα στον κυρίως πυρήνα της ΕΕ, όπως φιλοδοξεί η άρχουσα τάξη και το πολιτικό σύστημα, χρειάζεται δυναμική ανάπτυξη με φορέα το μεγάλο κεφάλαιο, διεθνές και εγχώριο. Αυτή η επιτακτική ανάγκη απαιτεί μια πολιτική ασύδοτης εύνοιας του εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου. Συστατικά αυτής της πολιτικής είναι η βαριά φορολόγηση των εργατικών και μεσαίων στρωμάτων, άμεση και έμμεση, σε αντιδιαστολή με την προκλητική εύνοια υπέρ του κεφαλαίου: Ήτοι, φοροεπιδρομή κατά των λαϊκών στρωμάτων που καταβάλλουν το 95% των κάθε είδους φόρων, ενώ το 5% μόνο καταβάλλεται απ’ τους επιχειρηματικούς ομίλους! Ασύδοτη αισχροκέρδεια και εξοντωτική ακρίβεια για τα λαϊκά στρώματα, την οποία ομολογεί ευθαρσώς και η κυβέρνηση, περιοριζόμενη για το θεαθήναι στην επιβολή προστίμου σε δύο πολυεθνικές, ενώ διατηρούνται οι 58 φοροαπαλλαγές για τους εφοπλιστές, οι διαρκώς αναβαλλόμενοι φόροι για τους τραπεζίτες, τα φορολογικά υπερκίνητρα για επενδυτές, ο πακτωλός κερδών για τις τράπεζες που τις ξεχρέωσε με το υστέρημά του ο ελληνικός λαός, η απάνθρωπη αισχροκέρδεια των funds, που αρπάζουν τα σπίτια ανθρώπων που αδυνατούν να καταβάλουν τους υπέρογκους τόκους στα δάνειά τους.
Στις απαιτήσεις του κεφαλαίου περιλαμβάνεται και ο περιορισμός της αναλογίας των μικρών επιχειρήσεων έναντι των μεγάλων και της εκτεταμένης αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα, που δεν είναι συμβατή με τους όρους μιας σύγχρονης ανταγωνιστικής καπιταλιστικής οικονομίας. Σ’ αυτήν την απαίτηση ανταποκρίνεται το νέο νομοσχέδιο της κυβέρνησης, που υπερφορολογεί μικροεπιχειρηματίες και αυτοαπασχολούμενους για να περιορίσει την επέκτασή τους προς όφελος των μονοπωλίων. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης ευελπιστεί ότι έτσι θα κάνει την εθνική οικονομία ανταγωνιστική και θα επιτρέψει την ένταξή της στον ισχυρό πυρήνα της ΕΕ, με ναυαρχίδα τα υπερενισχυμένα μονοπώλια. Αυτό είναι το μεγάλο όραμα της αστικής τάξης, όχι όμως και του ελληνικού λαού…