Οι εκρηκτικοί ρυθμοί ανάπτυξης της Ιρλανδίας στη μετα-μνημονιακή περίοδο οφείλονται στον μικρό βαθμό συσχέτισης της ιρλανδικής οικονομίας με την ΕΕ. Κι όχι στις πολιτικές της τρόικας οι οποίες έστειλαν την ανεργία στο 20%.
του Άρη Χατζηστεφάνου
Να καταρρίψει δυο μύθους που κυριαρχούν σε ολόκληρη την Ευρώπη για την Ιρλανδία, καλείται η ιρλανδική αριστερά στις εκλογές που έχουν προκηρυχθεί για τις 26 Φεβρουαρίου – η πρώτη μεγάλη πολιτική μάχη στη λεγόμενη «μετα-μνημονιακή» περίοδο της χώρας. Ο πρώτος είναι ο μύθος που καλλιεργούν οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο σχετικά με τον «καλό μαθητή» της λιτότητας, ο οποίος αφού εφάρμοσε κατά γράμμα τις συνταγές της τρόικας επανήλθε στην κανονικότητα και μάλιστα με αξιοζήλευτους ρυθμούς ανάπτυξης ανάμεσα στις 19 χώρες της ευρωζώνης.
Φυσικά και μόνο το γεγονός ότι στα χρόνια του μνημονίου ένας στους τέσσερις νέους ανθρώπους αναγκάστηκε να μεταναστεύσει, η οικονομία συρρικνώθηκε κατά το ένα πέμπτο και η ανεργία άγγιξε το 20% θα έπρεπε να είναι επαρκείς παράγοντες για να κατανοήσει κανείς τις ολέθριες επιπτώσεις της πολιτικής της τρόικας.
Παρόλα αυτά ο εκρηκτικός, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, ρυθμός ανάπτυξης του 6,9% το 2015 και η πρόβλεψη για συνεχιζόμενη άνοδο με 4,5% για φέτος, υποτίθεται ότι δίνουν στους λάτρεις της λιτότητας τα επιχειρήματα που χρειάζονται για να συνεχίσουν το καταστροφικό του έργο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα.
Όπως παρατηρούσαν πρόσφατα οι Financial Times, η ανάκαμψη δεν σχετίζεται με την εσωτερική υποτίμηση που επιβάλλει η τρόικα στα θύματά της. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα χρόνια του μνημονίου, το εργασιακό κόστος στους πρωτοπόρους τομείς της ιρλανδικής οικονομίας όχι όνο δεν μειώθηκε, όπως ήθελαν οι Βρυξέλλες αλλά αυξήθηκε. Οι κλάδοι της βιοτεχολογίας, της φαρμακοβιομηχανίας και των υπηρεσιών λογισμικού και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, που έδωσαν τον ρυθμό στις εξαγωγές, πλήρωσαν καλύτερα τον παράγοντα εργασία σε σχέση με το παρελθόν. Ο δεύτερος παράγοντας επιτυχίας ήταν η ανεξαρτησία της ιρλανδικής οικονομίας από την αγορά της ΕΕ και ο προσανατολισμός του εξαγωγικού εμπορίου σε περιοχές εκτός της ευρωζώνης.
Το γεγονός βέβαια ότι η ιρλανδική οικονομία επιβίωσε και αναπτύχθηκε δε μεταφράζεται σε οφέλη για όλο τον πληθυσμό, παρά για ένα πολύ μικρό τμήμα του. Οι 300 πλουσιότεροι άνθρωποι της Ιρλανδίας είδαν τη συνολική περιουσία τους να αυξάνεται από 50 σε 84 δισεκατομμύρια ευρώ στα πέντε χρόνια της κρίσης και των μνημονίων. Εδώ η τρόικα έπαιξε πράγματι καθοριστικό ρόλο καθώς με τις σχεδόν πραξικοπηματικές παρεμβάσεις της εξασφάλισε ότι οι επιπτώσεις από την κρίση του τραπεζικού τομέα και την κολοσσιαία φούσκα στην αγορά ακινήτων μεταφέρθηκαν αυτούσιες στις πλάτες των φορολογούμενων. Η οικονομική ελίτ της Ιρλανδίας λοιπόν χρησιμοποίησε τα μνημόνια για να σώσει τις καταρρέουσες τράπεζες, να επιτύχει αναδιανομή πλούτου από τους πολλούς προς τους λίγους και να περιορίσει τα εργασιακά δικαιώματα αλλά στην πράξη δεν εφάρμοσε την λογική τους στους κρίσιμους τομείς της οικονομίας που της προσέφεραν την ανάπτυξη.
Ο δεύτερος μύθος, ο οποίος όμως εμπεριέχει και ορισμένα ισχυρά στοιχεία αλήθειας, είναι ότι ο συντηρητικός πληθυσμός της Ιρλανδίας αποδέχθηκε με στωικότητα τη μνημονιακή πολιτική επιβεβαιώνοντας τον τίτλο του «καλού μαθητή». Ρωγμή σε αυτή την θεωρία αλλά και σημείο καμπής για την ανασυγκρότηση της ιρλανδικής Αριστεράς αποτέλεσαν οι μαζικές και μαχητικές κινητοποιήσεις που οργανώθηκαν μετά την πρόταση της κυβέρνησης να αυξήσει την φορολογία στο νερό – πρόταση η οποία θα επιβάρυνε κάθε νοικοκυριό από 180 έως 500 ευρώ. Στην κορύφωση των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στις 9 Δεκεμβρίου υπολογίζεται ότι σχεδόν 50.000 άτομα συγκεντρώθηκαν στο Δουβλίνο σε μια από τις μεγαλύτερες πορείες στην ιρλανδική ιστορία. Δεκάδες μικρές οργανώσεις, που ξεφύτρωναν καθημερινά σε όλη τη χώρα, εμπόδιζαν τις υπηρεσίες της ημικρατικής υπηρεσίας ύδρευσης να τοποθετεί μετρητές στα σπίτια ενώ ένα βίντεο που κυκλοφόρησε με οδηγίες για το πώς να μπλοκάρεις τις μετρήσεις συγκέντρωσε δεκάδες χιλιάδες θεατές μέσα σε λίγα 24ωρα. Για πρώτη φορά εδώ και αρκετά χρόνια το κυβερνών κόμμα Φάιν Γκάελ αισθάνθηκε να απειλείται και σήμερα – παρά το λεγόμενο ιρλανδικό success story – βλέπει το ποσοστό του στις δημοσκοπήσεις να πέφτει κάτω από το 30%, σε σχέση με το 36% που συγκέντρωσε στις προηγούμενες εκλογές. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός με το Εργατικό Κόμμα θα χρειαστεί νέους κομματικούς εταίρους ή ανεξάρτητους βουλευτές για να σχηματίσει κυβέρνηση πλειοψηφίας.
Οι κινητοποιήσεις έφεραν αλλαγές και στη μετριοπαθή Αριστερά του Σιν Φέιν, το οποίο αναγκάστηκε να υιοθετήσει πολύ πιο ριζοσπαστικές θέσεις σε σειρά ζητημάτων που σχετίζονται με τη λιτότητα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τα μετριοπαθή χαρακτηριστικά του Σιν Φέιν, η ενίσχυση που σημειώνει στη νότια Ιρλανδία, όπου οι ψήφοι παραδοσιακά μοιράζονταν ανάμεσα στα κεντροδεξιά κόμματα Φάιν Γκαέλ και Φιάνα Φέιλ με βάση αποκλειστικά το εθνικό ζήτημα, δημιουργεί ευνοϊκό κλίμα για τη συνολική δυναμική των αριστερών συνδυασμών.
Μεγάλος κερδισμένος από τις πρόσφατες εξελίξεις όμως αναμένεται να είναι ο πολιτικός χώρος στα αριστερά του Σιν Φέιν. Η Συμμαχία Εναντίον της Λιτότητας με προέλευση από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που έχει εκφράσει συνεπή αριστερή κριτική στα μνημόνια αλλά και την ευρύτερη στάση της ΕΕ, βλέπει τη δύναμή της να αυξάνεται και παρουσίασε πρόσφατα κοινή πλατφόρμα και μανιφέστο με το συνδυασμό του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (SWP) και της Συμμαχίας «οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη» (PBPA).
Η ιρλανδική Αριστερά δείχνει έτοιμη να ξυπνήσει από έναν λήθαργο αρκετών χρόνων διεκδικώντας ένα νέο χώρο στο πολιτικό σκηνικό της Ιρλανδίας.