Μαριάννα Τζιαντζή
Ένοχες είναι οι κυβερνήσεις που εξευτέλιζαν, που βίαζαν ένα δημόσιο αγαθό συστηματικά και κατ’ εξακολούθηση, παραδίδοντάς το
στα ιδιωτικά συμφέροντα. Έτσι όπως παρέδωσαν τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, όπως αναίσχυντα παραδίδουν σήμερα την υγεία
Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πλημμύρισαν την Τετάρτη τους δρόμους της Αθήνας και άλλων πόλεων, ζητώντας «δηκεοσίνη», όπως ζητούσαν και τον περασμένο Δεκέμβρη, μετά τη δολοφονία στη Θεσσαλονίκη του Κώστα Φραγκούλη, του 16χρονου Ρομά, από σφαίρες αστυνομικού. Μόνο που αυτή τη φορά η λέξη «δικαιοσύνη» γράφτηκε στα πανό με τη σωστή της ορθογραφία. Τα θύματα δεν ανήκαν σε κάποια καταπιεσμένη μειονότητα: θα μπορούσαν να ήταν τα παιδιά μας, τα ανίψια μας, οι γείτονές μας. Δεν ζούσαν σε κάποιο τσιγγανομαχαλά, αλλά σε σπίτια «κανονικά» σαν τα δικά μας.
Πρώτη μέρα του Μάρτη, πρώτη μέρα της άνοιξης, ξημέρωσε με ένα αποτρόπαιο έγκλημα να έχει συμβεί. Έγκλημα εκ προμελέτης, για το οποίο χρόνια τώρα οι κυβερνώντες, οι πρώην και οι νυν, καλλιεργούσαν το έδαφος. Αυτό το έγκλημα δεν ήταν άλλο από τη συστηματική απαξίωση, το ξεπούλημα των δημόσιων συγκοινωνιών, τη βάναυση ιδιωτικοποίηση ενός δημόσιου αγαθού όπως θα έπρεπε να είναι οι μαζικές μεταφορές. Έγκλημα διαρκείας, ανάλογο με αυτά που συμβαίνουν σε άλλες περιοχές της δημόσιας σφαίρας (βλ. υγεία, εκπαίδευση), ενώ η ηλικία των περισσότερων θυμάτων το καθιστά ακόμα πιο φρικτό.
Πριν από αρκετές δεκαετίες πρωτάκουσα το τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου από Το μεγάλο μας τσίρκο: «Ορέστη απ’ το Βόλο, Μαρία απ’ τη Σπάρτη, γυρεύω το γιο μου… την κόρη μου θέλω». Η αλήθεια είναι ότι τότε μου φάνηκε κάπως μελοδραματικό, ότι προκαλούσε μια εύκολη συγκίνηση. Σήμερα, όμως, οι στίχοι του Ιάκωβου Καμπανέλλη ηχούν επίμονα στα αυτιά μου, τραγουδισμένοι σπαρακτικά από τη Βίκυ Μοσχολιού, και μοιάζουν να μιλούν για την Ιφιγένεια, την Αναστασία, τη Χρύσα, τον Γιώργο, τον Νίκο και τόσους άλλους. Νεκροί με ονοματεπώνυμο, νέοι άνθρωποι, πολλοί από τους οποίους επέστρεφαν στη Θεσσαλονίκη, αφού είχαν γιορτάσει τις Απόκριες και τα Κούλουμα σε πόλεις και χωριά. Και το πένθος γίνεται ακόμα πιο βαρύ, επειδή ξέρουμε ότι τους έκλεψαν τη ζωή, τους στέρησαν την ομορφιά της ζωής. Όχι επειδή δεν πρόλαβαν να πάρουν πτυχίο και να γίνουν «άνθρωποι χρήσιμοι στην κοινωνία», αλλά γιατί δεν πρόλαβαν να ερωτευτούν, να πονέσουν, να αποτύχουν και να προσπαθήσουν ξανά.
«Θα φτιάξουμε τον σιδηρόδρομο που μας αξίζει», ακούμε από κυβερνητικά χείλη, από ανθρώπους που οι ίδιοι ή οι προκάτοχοί τους δεν ξεστόμισαν ούτε ένα κιχ διαμαρτυρίας, όταν ο σιδηρόδρομος ξηλώθηκε σε ολόκληρη την Πελοπόννησο (σήμερα λειτουργεί μόνο ο Προαστιακός μέχρι το Κιάτο) ή όταν δεν προβλέφθηκαν ράγες στη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου. Τα τρένα της Πελοποννήσου και όλης της Δυτικής Ελλάδας έπρεπε να θυσιαστούν, ώστε να ευνοηθούν οι εργολάβοι που κατασκεύαζαν δρόμους και η αυτοκινητοβιομηχανία. Έτσι, σήμερα, η (πάντα σχετική) οδική ασφάλεια αγοράζεται φέτα-φέτα από τον ίδιο τον λαό μέσα από τα εξωφρενικά υψηλά διόδια.
Πώς η οργή και το πένθος θα πάρουν ισχυρή και συνειδητή πολιτική έκφραση;
«Δεν ξεχνώ», λέγαμε για τη διχοτομημένη Κύπρο. Και τώρα λέμε ξανά «δεν θα ξεχάσουμε». Όμως η Ιστορία δείχνει ότι πολλές φορές ξεχνάμε. Τα καινούργια δυνατά χαστούκια, όπως η τρομακτική ακρίβεια, μας κάνουν να ξεχνάμε τα παλιά. Και το ερώτημα που τίθεται είναι, αν αυτές οι λαοθάλασσες της 8ης του Μάρτη θα πλάσουν ένα καινούργιο «εμείς» και δεν θα περιοριστούν σε μια εκλογική καταδίκη της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όσο και αν αυτή είναι επιθυμητή και αναγκαία. Προς το παρόν, ο Κυριάκος και η παρέα του δέχτηκαν ένα δυνατό χαστούκι, όμως ένα ανάλογο χαστούκι θα έπρεπε να δεχτούν και τα καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης, που επιχειρούν να ξεπλύνουν τους «από πάνω» μεταφέροντας τις ευθύνες στους «από κάτω». Ακόμα και στα ανθρωποφάγα μνημόνια, που οδήγησαν στη δραματική συρρίκνωση των σιδηροδρομικών υπαλλήλων απέφυγε να αναφερθεί ο νέος υπουργός Μεταφορών Γ. Γεραπετρίτης στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου, μιλώντας αόριστα για «περιοριστικούς ρυθμούς πρόσληψης» (για τις προσλήψεις ανδρών για την πανεπιστημιακή αστυνομία τέτοιοι «περιοριστικοί ρυθμοί» προφανώς δεν ισχύουν)! Είχε μάλιστα το θράσος να μιλήσει και για τα 200 μπλοκάκια που προσλήφθηκαν («σταθμάρχες, κλειδούχοι, ειδικοί»).
Να πληρώσουν οι ένοχοι. Όμως ένοχοι δεν είναι μόνο όσοι φόρεσαν στολή σιδηροδρομικού υπαλλήλου. Είναι οι κυβερνήσεις που εξευτέλιζαν, που βίαζαν ένα δημόσιο αγαθό συστηματικά και κατ’ εξακολούθηση, παραδίδοντάς το στα ιδιωτικά συμφέροντα. Έτσι όπως παρέδωσαν τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, όπως αναίσχυντα παραδίδουν σήμερα την υγεία. Αυτή τη συνειδητή αντιλαϊκή και απάνθρωπη επιλογή θα πρέπει να καταδικάσουμε — και όχι μόνο στις κάλπες. Έτσι που η οργή και το πένθος να πάρουν ισχυρή και συνειδητή πολιτική έκφραση. Έτσι, που κάθε πρώτη του Μάρτη, απλώς να τυλίγουμε μια κόκκινη κλωστή στο μπράτσο των μικρών παιδιών (για να μην τα κάψει ο ήλιος του Μάρτη) και να μην θρηνούμε τον Ορέστη από τον Βόλο, τη Μαρία από τη Σπάρτη.