Πάνος Κοσμάς
▸ Η αρχή της ταξικής ανεξαρτησίας ισχύει για κάθε πολεμική αναμέτρηση
Αν, όπως έχει εύστοχα ειπωθεί, «οικολογία χωρίς ταξική πάλη, είναι κηπουρική», τότε, κατ’ αναλογία, λόγος περί πολέμου χωρίς ταξική πάλη είναι είτε φιλοσοφίζοντα πασιφιστικά φληναφήματα, στην καλύτερη περίπτωση, είτε ωμή κρατική προπαγάνδα, στη χειρότερη. Σε κάθε περίπτωση, η Αριστερά είναι «καταστατικά» υποχρεωμένη να συζητά για τα ζητήματα του πολέμου και της ειρήνης όχι απλώς από τη σκοπιά της ταξικής πάλης, των άμεσων και ιστορικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, αλλά ειδικότερα από τη σκοπιά της πάλης για την εξουσία. Κι όμως, αυτή η θεμελιώδης παραδοχή δεν είναι καθόλου δεδομένη και αυτονόητη. Αυτός είναι ο λόγος που στα ταραγμένα νερά του πολέμου η Αριστερά, στην πλειονότητά της, ναυαγεί.
Η Β’ Διεθνής μάς προσέφερε το πλέον μνημειώδες παράδειγμα «ναυαγίου» της Αριστεράς στα ταραγμένα νερά του πολέμου. Η προδοτική στάση της Β’ Διεθνούς στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η ρεφορμιστική αντίληψη εκφρασμένη στο ζήτημα του πολέμου, που εν ολίγοις ισχυριζόταν ότι «κατ’ εξαίρεση» υπάρχουν ζητήματα όπου δεν ισχύουν τα προτάγματα της ταξικής πάλης, δηλαδή η ταξική ανεξαρτησία και ο ταξικός ανταγωνισμός. Αυτά –υποτίθεται– ισχύουν στον καιρό της ειρήνης και εμπνέουν τους αγώνες της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος για το εισόδημα, τις συνθήκες ζωής και τα δικαιώματα, αλλά αίρονται, τίθενται σε παρένθεση στον καιρό του πολέμου — στον πόλεμο, «υπερασπιζόμαστε την πατρίδα».
Ας μας προβληματίσουν λίγο οι μακρινές αντανακλάσεις αυτής της λογικής στο σήμερα. στην Αριστερά υπάρχει συμφωνία στους βασικούς στόχους πάλης για το εισόδημα, το «κοινωνικό κράτος», τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, αλλά μόλις φτάσουμε στο ζήτημα των «εθνικών» και του πολέμου (αλλά ενίοτε και στο προσφυγικό, αφού έχει κι αυτό «εθνική διάσταση»), η συμφωνία αυτή καταρρέει.
Βεβαίως δεν είναι όλοι οι πόλεμοι ίδιοι και δεν αρμόζει σε κάθε πόλεμο η ίδια στάση από την πλευρά της Αριστεράς: εδώ έγκειται η σημασία της συγκεκριμένης ανάλυσης του χαρακτήρα κάθε συγκεκριμένου πολέμου. Ωστόσο, πριν από αυτό, υπάρχει μία αρχή που ισχύει σε κάθε πόλεμο: η αρχή της ταξικής ανεξαρτησίας. Ακόμη και όταν η Αριστερά πρέπει να καλέσει για συμμετοχή σε έναν δίκαιο πόλεμο, ακόμη και τότε, δεν πρέπει να τον διεξάγει υπό τις σημαίες και πολύ περισσότερο την καθοδήγηση ή τη διοίκηση της αστικής τάξης.
Δεν πρέπει να θεωρεί ότι οι ταξικές διακυβεύσεις αναστέλλονται ή μπαίνουν σε παρένθεση για να «διευθετηθούν» μετά τον πόλεμο. Αντίθετα, πρέπει να έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι ο –κυριολεκτικός– εξοπλισμός της εργατικής τάξης και του κόσμου της Αριστεράς θέτει αναπόφευκτα, ή έστω μπορεί να θέσει, μέσα στον πόλεμο και διά του πολέμου, το ζήτημα της εξουσίας.
Σε αντίθεση με πολλά ρεύματα της Αριστεράς, η αστική τάξη είχε πάντα πλήρη συνείδηση αυτού του γεγονότος. Η Βάρκιζα στέκει εκεί, σαν μνημείο πολιτικού εγκλήματος από μια Αριστερά που κατέθεσε τα όπλα ενώ μπορούσε να πάρει την εξουσία, επειδή πίστευε ότι ο αγώνας ενάντια στην Κατοχή ήταν «εθνικός» και ο στόχος της απελευθέρωσης θα λυνόταν με «εθνικά» μέσα. Την ίδια στιγμή, η αστική τάξη έβλεπε καθαρά: γνώριζε ότι το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ εκπροσωπούσε τον ένα πόλο του εμφυλίου πολέμου και όχι τον ένα πυλώνα της «εθνικής ενότητας».
Τριάντα χρόνια περίπου μετά, με το πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο, την τουρκική εισβολή και την επιστράτευση στην Ελλάδα, η χούντα, με πρόσφατη την εξέγερση του Πολυτεχνείου, είδε σωστά στους «μαλλιάδες» επίστρατους τον κίνδυνο του ένοπλου λαού για το καθεστώς. Η επιστράτευση κατέρρευσε και ευτυχώς (η ελληνική Μεταπολίτευση δεν θα υπήρχε χωρίς αυτή την κατάρρευση), πράγμα που απέδειξε, για μία ακόμη φορά, έστω και έμμεσα και «εν δυνάμει», πως όταν ο λαός εξοπλίζεται μαζικά στον πόλεμο, η αστική τάξη φοβάται –και δικαίως- ότι αυτό μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την αμφισβήτηση της εξουσίας της.
Η αστική τάξη γνωρίζει εκ πείρας ότι η ταξική πάλη δεν τίθεται σε παρένθεση στη διάρκεια του πολέμου, αντίθετα, τότε μπορεί να προσλάβει ένοπλη μορφή
Η αστική τάξη γνωρίζει εκ πείρας ότι η ταξική πάλη δεν τίθεται σε παρένθεση στη διάρκεια του πολέμου, αντίθετα τότε μπορεί να προσλάβει ένοπλη μορφή. Αυτό το ένστικτο της διατήρησης της εξουσίας της στους ταραγμένους καιρούς του πολέμου την κάνει ικανή για τις μεγαλύτερες «εθνικές» προδοσίες και τα μεγαλύτερα εγκλήματα: Δεν είναι μόνο το «διάσημο» παράδειγμα της γαλλικής αστικής τάξης που συμμάχησε με τους Πρώσους εισβολείς ενάντια στην Παρισινή Κομμούνα˙ ούτε μόνο ότι, στα καθ’ ημάς, οι Ράλληδες και οι ταγματασφαλίτες συμμάχησαν και έγιναν όργανα ξένων δυνάμεων (των ναζί πρώτα, της Βρετανίας ύστερα). Στον Έλληνα ύπατο αρμοστή της Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη οφείλουμε την πιο απερίφραστη, ωμή και ταξικά… διεστραμμένη διατύπωση αυτής της «αρχής», όταν το καλοκαίρι του 1922, αναφερόμενος στον ελληνικό πληθυσμό της Σμύρνης που προσπαθούσε να φύγει με κάθε μέσον προς την Ελλάδα, είπε: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξη ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα»!
Οι δυνάμεις της ελληνικής «πατριωτικής αντιμπεριαλιστικής» Αριστεράς, που στον πόλεμο της Ουκρανίας θεωρούν τον ρωσικό ιμπεριαλισμό τη «σωστή πλευρά της Ιστορίας», επειδή η Ουκρανία είναι «τσιράκι» του δυτικού ιμπεριαλισμού, αλλά στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό θεωρούν «σωστή πλευρά της Ιστορίας» την Ελλάδα πυλώνα του ΝΑΤΟ και «προθυμότερα των προθύμων» της… «λάθος πλευράς της Ιστορίας» στον πόλεμο της Ουκρανίας, αυτές οι δυνάμεις δεν είναι απλώς φορείς της αδυναμίας να διακρίνουν τον δίκαιο από τον άδικο πόλεμο (στην προκείμενη περίπτωση, πως ούτε στον πόλεμο της Ουκρανίας ούτε στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό υπάρχει «σωστή πλευρά της Ιστορίας»), αλλά κάτι πολύ χειρότερο: εκπροσωπούν την παράδοση της Βάρκιζας, αυτή που ακόμη και στους δίκαιους πολέμους αδυνατεί να διακρίνει τον ταξικό ανταγωνισμό μέσα στον πόλεμο και υποτάσσεται στο «διευθυντικό δικαίωμα» της αστικής τάξης στον «εθνικό αγώνα».
Η ελληνική Αριστερά, και μάλιστα η αντικαπιταλιστική, δεν θα αναγεννηθεί από το «πολιτικό DNA» της Β’ Διεθνούς και της Βάρκιζας!