Χρίστος Κρανάκης
Διάσκεψη στο θέρετρο
Ιδιαίτερα αναιμική, ακόμα και άσκοπη για πολλούς, αναμένεται η 27η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (COP27), που διεξάγεται στο θέρετρο Σαρμ ελ-Σεΐχ της Αιγύπτου, μακριά από το πολύβουο και ρυπασμένο Κάιρο, από τις 6 έως τις 18 Νοεμβρίου 2022. Οι αξιωματούχοι καλούνται να βρουν λύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, με βάση τον στόχο της Συνόδου του Παρισιού για περιορισμό της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας (ιδανικά) στον 1,5 βαθμό Κελσίου. Λίγο πριν την διάσκεψη βέβαια, έρευνα του ίδιου του ΟΗΕ έκρινε το στόχο ανέφικτο, αναδεικνύοντας πως οι επικοινωνιακές «φιέστες» των υψηλά ιστάμενων χτυπάνε σαν «κύματα» στον «βράχο» της κλιματικής αλλαγής. Βέβαια, αυτό φαίνεται να το έχουν καταλάβει μέχρι και οι ίδιοι, με την σκόπιμη υποτίμηση της φετινής COP να είναι έκδηλη ακόμα και από όσους συμμετέχουν. Ενδεικτικά, ο Ρίσι Σούνακ, νέος πρωθυπουργός της Βρετανίας, αρχικά δήλωσε πως δεν θα παρευρεθεί στις εκδηλώσεις εξαιτίας «εσωτερικών πιέσεων» αλλάζοντας τελικά γνώμη, όλως τυχαίως, μόλις ο προκάτοχός του, Μπόρις Τζόνσον, ανακοίνωσε ότι θα παραστεί.
Ακόμα όμως και η επιλογή της τοποθεσίας από μόνη της, παραπέμπει περισσότερο σε ένα επικοινωνιακό σόου με απώτερο σκοπό την εξυπηρέτηση γεωπολιτικών συμφερόντων, παρά σε μια ουσιαστική προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος. Οι λόγοι, φυσικά, έγκεινται τόσο στο πολιτικό «ξέπλυμα» που έλαβε χώρα αναφορικά με το δικτατορικό καθεστώς της Αιγύπτου, όσο και στο «περιβαλλοντικό» καθώς η Αίγυπτος όχι απλά δεν φημίζεται για τις οικολογικές της πρωτοβουλίες αλλά για το ακριβώς αντίθετο. Μάλιστα, η επιλογή της Αιγύπτου σαν χώρα διεξαγωγής της διάσκεψης ήταν ένας από τους λόγους που η Γκρέτα Τούνμπεργκ αρνήθηκε να συμμετάσχει.
Η επικείμενη αποτυχία άλλης μιας αστικής πρωτοβουλίας για την προστασία του κλίματος, έρχεται να προστεθεί στη τεράστια λίστα ευθυνών του κεφαλαίου και του διεθνούς πολιτικού συστήματος. Παρά τις βαρύγδουπες υποσχέσεις από την συνδιάσκεψη του Ρίο Ντε Τζανέιρο το 1992 μέχρι αυτή του Παρισιού το 2015, το πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου ούτε μπόρεσε ούτε ήθελε να ανακόψει την κλιματική καταστροφή.
Η ανακοίνωση του ΟΗΕ, μόλις δύο εβδομάδες πριν την έναρξη της COP, θα έπρεπε να κτυπήσει «συναγερμό» στην παγκόσμια κοινότητα. Τα πράγματα ξεκάθαρα… Οι υποσχέσεις των προηγούμενων COP για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου είναι «θλιβερά ανεπαρκείς». «Οδεύουμε προς μια παγκόσμια καταστροφή» τόνισε χωρίς περιστροφές ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες. Η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη το 2100, αντί για 1,5 βαθμό Κελσίου που θεωρείται σχετικά διαχειρίσιμη, αναμένεται να φτάσει στους 2,4 έως 2,8 βαθμούς, φέρνοντας νέα ακόμα πιο επικίνδυνα δεδομένα στο φαινόμενο υπερθέρμανσης του πλανήτη. Προκειμένου, ο στόχος να επιτευχθεί και να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου, θα πρέπει μέσα σε οκτώ χρόνια η ανθρωπότητα να μειώσει σχεδόν στο μισό (45%) τις συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, που παράγει έως τώρα και ταυτόχρονα να προχωρήσουν επενδύσεις ύψους έως και έξι τρισ. δολαρίων. Φυσικά, κάτι τέτοιο απέχει παρασάγγας από τα όσα αναμένεται να συζητηθούν στην Αίγυπτο και από όσα μπορεί/θέλει να δώσει ο σύγχρονος καπιταλισμός για τη σωτηρία του πλανήτη.
Πλάι στη βεβαιότητα της μη διαχειρίσιμης υπερθέρμανσης του πλανήτη, μια επιπρόσθετη σειρά ενδιαφερόντων -και συνάμα άκρως ανησυχητικών- στοιχείων έρχεται να συμπληρώσει το παζλ. Αρχικά, η υπέρβαση αρκετών «κρίσιμων ορίων» («tipping points») της περιβαλλοντικής ανθεκτικότητας είναι ανησυχητική. Ενδεικτικά, το λιώσιμο και η αποκόλληση τεράστιων κομματιών πάγου μόνο στην Γροιλανδία (έχουν λιώσει κοντά στους 110 τόνους), αναμένεται να αυξήσει τη στάθμη της θάλασσας κατά τουλάχιστον 27 εκατοστά μέχρι το 2100. Ο Αμαζόνιος για πρώτη φορά το 2021, απελευθέρωσε μεγαλύτερες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα από αυτές που δέσμευσε και από «αποθήκη» αερίων μετατράπηκε σε πεδίο εκπομπών. Ταυτόχρονα, ολοένα και περισσότερα «tipping points» αναμένεται να ξεπεραστούν τα επόμενα χρόνια, ανάμεσα τους οριστικές καταστροφές στα δάση της Βόρειας Ευρώπης και λιώσιμο του 1/10 των ορεινών πάγων.
Ακόμα, απειλητικά είναι τα δεδομένα για τη βιοποικιλότητα του πλανήτη, θέμα που συχνά υποβαθμίζεται ακόμα και στις πλέον σημαίνουσες συνδιασκέψεις για το κλίμα. Ήδη από το 2018, σχεδόν τα μισά από τα φυτά και τα ζώα σε 35 περιοχές με την υψηλότερη βιοποικιλότητα έχουν εξαφανιστεί, ενώ μέχρι το 2100 εικάζεται ότι θα έχει καταστραφεί περίπου το 1/4 των βιοτόπων.
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα φαινόμενα που βλέπουμε γύρω μας, από τα ρεκόρ θερμοκρασιών και τις ξηρασίες στην Ευρώπη μέχρι τις πλημμύρες που «κατάπιαν» το 1/3 του Πακιστάν, συνηγορούν πως η ανθρωπότητα δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στην πρόληψη της κλιματικής κρίσης, αλλά ταυτόχρονα στη διαχείριση-αντιμετώπιση των συνεπειών που έρχονται και αναμένονται καταστροφικές για τον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Για το ποιος ευθύνεται για τα παραπάνω ακούγονται πολλά. Από ότι το συνολικό ανθρακικό αποτύπωμα του πλανήτη θα μειωθεί αποκλειστικά μέσω των αλλαγών στην καθημερινότητα του μέσου ανθρώπου (χωρίς φυσικά να πρέπει να υποτιμηθεί η ανάγκη υιοθέτησης οικολογικών συνηθειών), μέχρι πως για «όλα φταίει η Κίνα» επειδή αρνείται να μειώσει τις εκμπομπές της πριν το 2050… Η πραγματικότητα πάντως είναι και εδώ αμείλικτη.
Από τις συνολικές εκπομπές CO2 του πλανήτη, οι εφοδιαστικές αλυσίδες των πολυεθνικών εταιρειών φέρονται να ευθύνονται για το 20%, με χαρακτηριστικότερο το γεγονός πως οι εκπομπές που παράγουν τα προϊόντα της Coca-Cola μέχρι να κατασκευαστούν, ισοδυναμούν με τις εκπομπές ολόκληρης της Κίνας στον τομέα των τροφίμων. Ακόμα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση διαπιστώνεται πως οι 25 μεγαλύτερες εταιρείες με βάση τη χρηματιστηριακή τους αξία (σύνολο εσόδων 3,2 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2020) αντιπροσώπευσαν το 5% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για το 2019. Σαν να μην έφταναν αυτά, οι μεγάλες πολυεθνικές δεν αρκούνται μόνο στο να καταστρέφουν το κλίμα αλλά είτε προσπαθούν να εμφανιστούν ως «ευαισθητοποιημένες» μέσω της τεχνικής «Green Washing» (όπως χαρακτηριστικά ο πάροχος ενέργειας Chevron) είτε ακόμα προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο πως η κλιματική κρίση είναι ψέμα μέσω της χρηματοδότησης think tank και «ακαδημαϊκών» που μάχονται τα περιβαλλοντικά κινήματα (βλ. Koch Industries κ.α.).
Φυσικά, πιστός σύμμαχος των παραπάνω και ισότιμος φταίχτης είναι οι κυβερνήσεις των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών, που παρά τα «μεγάλα λόγια» πράττουν ελάχιστα. Ενδεικτικά, οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που σχετίζονται με την ενέργεια ανέκαμψαν μετά την πανδημία στο υψηλότερο επίπεδο στην ιστορία το 2021, στους 36,6 δισ. τόνους, και η ετήσια αύξηση των συγκεντρώσεων μεθανίου στην ατμόσφαιρα εκτοξεύτηκε, ενώ για το 2022 προβλέπεται μικρότερη αύξηση κατά 1 % που και αυτή θα οφείλεται στην αυξημένη αξιοποίηση ΑΠΕ. Ακόμα, από την περσινή COP26 στη Γλασκόβη μέχρι σήμερα όλες οι υποσχέσεις τινάχτηκαν στον «αέρα». Από τις 119 χώρες που είχαν δεσμευτεί για περικοπή των εκπομπών μεθανίου κατά 30% από τα επίπεδα του 2020 ως το 2030, μόλις 15 έχουν παρουσιάσει καταστρωμένο σχέδιο για την επίτευξη του στόχου. Ας υπογραμμιστεί πως το μεθάνιο διαφεύγει σε μεγάλες ποσότητες από το φυσικό αέριο. Η δέσμευση που πρωτοσυζητήθηκε το 2009 για τη μεταφορά 100 δισ. δολαρίων ετησίως από το 2020 στις πιο ευάλωτες στην περιβαλλοντική κρίση χώρες, πλέον δεν βρίσκεται καν στην ατζέντα της συζήτησης. Το ISSB (International Sustainability Standards Board), οργανισμός που ανακοινώθηκε στην COP26 και δημιουργήθηκε για να θέσει πρότυπα για την αναφορά περιβαλλοντικών δεδομένων από χώρες σε όλο τον κόσμο, ακόμα δεν έχει συγκροτηθεί λόγω έντονων διαφωνιών και δεν αναμένεται να συγκροτηθεί άμεσα. Τέλος, το μπλοκάρισμα της δημόσιας χρηματοδότησης σε έργα εξόρυξης ορυκτών καυσίμων που δεν συμμορφώνονται στις οικολογικές απαιτήσεις –ειδικά ελέω πολέμου– πλέον θεωρείται «ανέκδοτο».
Όπως η COP26 έτσι και η φετινή COP27 αναμένεται να περάσει στην ιστορία ως ένα φευγαλέο στιγμιότυπο, χωρίς ουσία. Δεν αποτελεί μια «χαμένη ευκαιρία», όπως λογικά θα δηλώσουν πρωτοκλασάτα στελέχη του ΟΗΕ μετά το τέλος της. Αντίθετα, αποτελεί συνέχεια της συνειδητής πολιτικής επιλογής κεφαλαίου και κυβερνήσεων, που παρότι αμφότεροι ήταν ενήμεροι για τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης ήδη από τις αρχές του ΄70 , από τότε μέχρι σήμερα αρνούνται να προβούν σε αποφασιστικές κινήσεις για να μην χάσουν πλούτο και εξουσία και επιλέγουν –στην καλύτερη– τις επικοινωνιακές «φιέστες» και –στην χειρότερη– να συσκοτίσουν τον κόσμο αναφορικά με τον πραγματικό κίνδυνο.
Απάτες και κέρδη από την «πράσινη μετάβαση»
Γιάννης Ελαφρός
Το κεφάλαιο είδε και την κλιματική κρίση ως ευκαιρία. Αυτό που δημιούργησε το πρόβλημα εμφανίζεται ως «σωτήρας» με την «πράσινη μετάβαση». Στην ουσία διαμορφώνει νέα πεδία κερδοφορίας, εργαλεία βίαιης αναδιάρθρωσης και μέσα επικράτησης στον ανταγωνισμό με άλλα αστικά κέντρα. Σε κάθε περίπτωση τα βάρη πέφτουν στους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Ας δούμε ορισμένα από τα άπειρα παραδείγματα.
Η απογείωση των τιμών της ενέργειας και του ηλεκτρικού ρεύματος οφείλεται και στην ευρωπαϊκή πολιτική της «πράσινης μετάβασης». Η αναγκαία προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έγινε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με τρόπο που οδηγεί στην πλήρη εισβολή του ιδιωτικού κεφαλαίου στην ενέργεια, στην ανάπτυξη της αντίστοιχης αγοράς, με προσανατολισμό και των τεχνολογικών εφαρμογών στο μοντέλο της ιδιωτικής παραγωγής. Έτσι, στην Ελλάδα απαγορεύτηκε για πολλά χρόνια στη ΔΕΗ να αναπτύσσει ΑΠΕ, ώστε να δοθεί χώρος αποκλειστικά σε πολυεθνικές, ντόπια μονοπώλια, αλλά και… αεριτζήδες (κυριολεκτικά) των ανεμογεννητριών και της αρπαχτής.
Στη συνέχεια η ΕΕ και η ελληνική κυβέρνηση θεσμοθέτησαν το φυσικό αέριο (εξορυκτικό και εισαγόμενο προϊόν) ως «καύσιμο μετάβασης» προς την από-ανθρακοποίηση, αν και το ορυκτό (φυσικό) αέριο είναι επίσης μείγμα υδρογονανθράκων. Το μυστικό ήταν πως μπορούσε να γίνει πραγματικό «καύσιμο» μετάβασης προς την πλήρη ιδιωτικοποίηση, καθώς στην Ελλάδα κι αλλού το εισήγαγαν και το αξιοποίησαν κυρίως οι ιδιωτικοί όμιλοι. Εδώ κι ενάμιση χρόνο που το φυσικό αέριο είναι πανάκριβο η κερδοφορία τους έχει απογειωθεί, ενώ τα νοικοκυριά και το δημόσιο ταμείο πληρώνουν υπέρογκους λογαριασμούς.
Ένας από τους μηχανισμούς που οδηγεί σε εξωφρενικές τιμές ρεύματος είναι αυτός που ορίζει πως στις δημοπρασίες θα αγοράζεται όλο το ρεύμα με βάση την υψηλότερη τιμή προσφοράς(!), όπως διαμορφώνεται ανάλογα με την τεχνολογία και άλλους παράγοντες. Αυτό καθιερώθηκε αρχικά από την ΕΕ για να στηρίξει τους ιδιώτες (κατά βάση) παραγωγούς ΑΠΕ, καθώς ειδικά στα πρώτα χρόνια εισόδου τους οι ανανεώσιμες πηγές ήταν πολύ πιο ακριβές από τις άλλες μορφές. Σήμερα βέβαια από την κερδοσκοπική αυτή διάταξη επωφελούνται όσοι εμπορεύονται ρεύμα από φυσικό αέριο που είναι μακράν το ακριβότερο.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δουλεύουν καλά τα «πράσινα πλυντήρια», δηλαδή η προσπάθεια «καθαρισμού» μιας ρυπογόνας εταιρείας μέσω πράσινων επενδύσεων, συνήθως κερδοφόρων. Έτσι, βλέπουμε τις εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου να αναπτύσσουν και τομέα ΑΠΕ. Πρόσφατη αποκάλυψη αφορά την εταιρεία Drax, που παράγει το 12% του ηλεκτρικού ρεύματος της Βρετανίας και έχει λάβει επιδότηση περίπου 6 δισ. στερλινών λόγω χρήσης πέλετ, που θεωρείται ΑΠΕ. Σύμφωνα με έρευνα του BBC η Drax παίρνει το πέλετ, υλοτομώντας παρθένα δάση στον Καναδά, έχοντας βεβαίως αγοράσει σχετικά δικαιώματα…