Βασίλης Τσιράκης
Στις αμερικανικές ταινίες γουέστερν, εκτός από τους καλούς και τους κακούς, υπάρχει και ο σερίφης. Στο ελληνικό γουέστερν με τον επιτυχημένο τίτλο Αγέλη προβάτων όχι μόνο δεν υπάρχουν καλοί και κακοί αλλά ούτε και σερίφης. Στη διαμάχη μεταξύ τοκογλύφου και οφειλετών δεν εμφανίζεται ποτέ η αστυνομία, ενώ κανείς δεν επικαλείται τις αρχές, τα δικαστήρια κ.λπ. Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Δημήτρης Κανελλόπουλος επιλέγοντας το σινεμά «καθρέφτη» μας δείχνει μια κοινωνία ζούγκλα, όπου τα ζητήματα λύνονται αδιαμεσολάβητα, χωρίς καμιά τρίτη παρέμβαση, ίσως γιατί κανένας πια δεν έχει εμπιστοσύνη στο διεφθαρμένο κράτος — είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και ο αμέτοχος στη διαμάχη ιδιοκτήτης του καφέ-μπαρ έχει φυλαγμένο ένα γαλλικό κλειδί ως όπλο πίσω από τον πάγκο.
Η ταινία, ως πιστός καθρέφτης της σημερινής μεταμνημονιακής Ελλάδας και όλων των παρενεργειών της, περιγράφει με ωμό ρεαλισμό και πειστικότητα τις καταστάσεις, αλλά μένει εκεί. Δεν διαθλά, δεν υπονοεί, δεν προβληματίζει και δεν αφήνει κανένα ανοιχτό παράθυρο. Με αυτή την έννοια, δεν εμβαθύνει –χωρίς απαραίτητα να διδάσκει– στις αιτίες των κακώς κειμένων.
Από την άλλη, η πλήρης απουσία της πολιτικής, έστω και ως σχόλιο σε κάποιο διάλογο μεταξύ των οφειλετών, όταν συνασπίζονται ενάντια στον τοκογλύφο, έχει ως αποτέλεσμα κάθε απόπειρα δημιουργίας συλλογικότητας –έστω και ειδικού σκοπού– να μην μπορεί να σταθεί παρά ως άθροισμα ατομικοτήτων, να είναι επίπλαστη και στο τέλος να διασπάται στα εξ ων συνετέθη —ενώ η μόνη υπόνοια αλληλεγγύης εμφανίζεται μεταξύ των μπράβων και όχι των νοικοκυραίων.
Όσον αφορά το σκηνικό, ο Δημήτρης Κανελλόπουλος επιλέγει το έρημο και παρηκμασμένο τοπίο της ελληνικής επαρχίας και όχι το σκοτεινό αστικό τοπίο μιας πολυσύχναστης μεγαλούπολης. Με τη δεύτερη επιλογή η ταινία θα είχε τον χαρακτήρα ενός φιλμ νουάρ και όχι ενός γουέστερν, οπότε θα απαιτούσε άλλου είδους σκηνοθεσία και διαφορετικούς χαρακτήρες, χωρίς όμως απαραίτητα να αλλάζει κάτι επί της ουσίας, όσον αφορά στο κεντρικό νόημά της. Έτσι, εδώ οι πρωταγωνιστές είναι όλοι νοικοκυραίοι-οικογενειάρχες και όχι άνθρωποι του υποκόσμου, ευυπόληπτοι κάτοικοι της μικρής κλειστής κοινωνίας, όπου κυριαρχεί η μαγκιά, ο τσαμπουκάς, ο σεξισμός και η πατριαρχία, ενώ τίποτα δεν μένει κρυφό.
Η ταινία είναι καθρέφτης της μεταμνημονιακής Ελλάδας και όλων των παρενεργειών της
Το σενάριο χτίζει την ιστορία σιγά-σιγά και χωρίς φλυαρίες, ενσωματώνοντας διαλόγους νατουραλιστικούς, πειστικούς που –πλην ελαχίστων περιπτώσεων– πείθουν και τον πιο απαιτητικό θεατή. Η σκηνοθεσία, λιτή και στιβαρή, υπηρετεί ευλαβικά τη δραματουργία, επιλέγοντας πότε αργά και πότε γρήγορα πλάνα, πότε κοντινά και πότε πανοραμίκ, όπου χρειάζεται την ακίνητη κάμερα και όπου χρειάζεται τράβελινγκ ή ακόμα και περιστροφή των 360 μοιρών, αποφεύγοντας επιτηδεύσεις και φιοριτούρες που παραφορτώνουν την ταινία με περιττά καλολογικά στοιχεία (βλέπε τη βραβευμένη Ο Ράφτης 2022).
Αδυναμία της σκηνοθεσίας το ότι επιχειρεί να καθοδηγήσει τον θεατή, στερώντας του τον χώρο «συμμετοχής» στην ανάγνωση της ταινίας, προδίδοντας έτσι την εξέλιξη, με αποτέλεσμα να χάνονται τα στοιχεία της ανατροπής και της έκπληξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιμονή της κάμερας πάνω στο φουλάρι που ξέχασε η ερωμένη του πρωταγωνιστή στο πίσω κάθισμα του αγροτικού.