Αιμιλία Καραλή
Η χρονιά που μας πέρασε πιθανόν να μείνει στην ιστορία σαν χρονιά με τις πιο ωμές επιθέσεις στην αξιοπρέπεια των ανθρώπων, στις ελευθερίες τους, στη ζωή τους. Ίσως μείνει και γιατί το πείσμα για μια δίκαιη κοινωνία δεν κάμφθηκε, γιατί εξακολουθούν να υπάρχουν θύλακες ανυπακοής.
Τα κάλαντα, ως ευχετικά τραγούδια, έχουν ιστορία χιλιάδων χρόνων στον τόπο μας. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστά ως Πυανόψια (πύανα είναι τα κουκιά) και Πανόψια (γιατί φαίνονται όλοι οι καρποί). Με την περιφορά της ειρεσιώνης (ή ικετηρίας, δηλαδή ικεσίας, παράκλησης), ένα κλαδί ελιάς στολισμένο με κόκκινα και λευκά μάλλινα κορδελάκια, αρτύματα από μέλι, κρασί και λάδι οι άνθρωποι ευχαριστούσαν τον Απόλλωνα για την καλή σοδειά του καλοκαιριού. Τον παρακαλούσαν ταυτόχρονα να τους δώσει μια παρόμοια την επόμενη χρονιά.
Η παράδοση συνεχίστηκε και κατά τα ρωμαϊκά χρόνια -από τα λατινικά η λέξη κάλαντα, που σήμαινε τις πρώτες μέρες κάθε μήνα-, ταυτίστηκε με τα ειδωλολατρικά έθιμα και γι’ αυτό καταδικάστηκε από την στ΄ οικουμενική σύνοδο το 680 μ.Χ. . Οι «άγιοι πατέρες» ζητούσαν από τους πιστούς να διώχνουν τους «μηναγύρτες», (ως απογόνους των πιστών της θεάς Κυβέλης –ή της Ρέας–) που τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα γυρνούσαν τα σπίτια ζητώντας κάποια βοήθεια. Τους ταύτιζαν με τους ζητιάνους, τους κλέφτες και τους απατεώνες.
Παρά τις αποφάσεις των «Πατέρων» το έθιμο συνεχίστηκε και εξελίχθηκε αξιοποιώντας τις παραγωγικές ιδιαιτερότητες του τόπου. Γι’ αυτό και παρά την κοινή τους βάση τα τραγούδια εστιάζουν άλλοτε στη γεωργία, άλλοτε στην κτηνοτροφία, άλλοτε στη ναυτοσύνη. Με τα κάλαντα παιδιά και ενήλικες εύχονταν την υγεία, την ομορφιά και την επιθυμητή –ανάλογα με την ασχολία– προκοπή των ενοίκων του σπιτιού, αλλά ζητούσαν ως ανταμοιβή κάποια προσφορά γλυκισμάτων, καρπών ή και χρημάτων. Αν οι καλαντιστές δεν ικανοποιούνταν ή έβρισκαν κλειστή την πόρτα, είχαν εφεδρεία τραγούδια απειλητικά ή και υβριστικά που προοιωνίζονταν την κακοτυχία.
Οι αλλαγές στην κοινωνική δομή και οι πολιτισμικές ανατροπές μετέτρεψαν στην πλειονότητα των περιπτώσεων, κυρίως στα αστικά κέντρα, το έθιμο σε συνήθεια, τη χαρά των τραγουδιών σε πληκτική επανάληψη που προσβλέπει σε οικονομικό αντίκρισμα. Οι μουσικές ευχές δεν ανοίγουν πια τις πόρτες είτε γιατί οι σπιτονοικοκύρηδες δεν έχουν να δώσουν κάτι το «αξιοπρεπές» είτε γιατί δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην πληθώρα της προσφοράς. Και μάλλον θα πολλαπλασιάζονται οι «αρές» των αυτοσχέδιων χορωδιών απογοητευμένων από την ακαρπία των προσπαθειών τους.
Το έθιμο όμως το πήραν και το εξέλιξαν και οι «άρχοντες» του τόπου. Μόνο που το διέστρεψαν τελείως. Τα δικά τους κάλαντα αρχίζουν και τελειώνουν με φόβητρα και απειλές, με περιφρόνηση και κυνισμό για τους πολίτες του τόπου. Δεν εύχονται καμιά καλοκαρπία, υγεία, ομορφιά, χαρά. Το δικό τους «καλαμάρι» έγραψε τόσα πολλά για τη μοίρα μας. Μας μοίρασε θυμό, οργή, βία, δάκρυα, αίμα, φτώχια, πυρκαγιές, πλημμύρες, χαλάσματα και θάνατο που προκάλεσαν τα φιρμάνια των πράξεων ή της απραξίας τους. Το καλαμάρι τους πια στόμωσε και ξεράθηκε, δεν μπορεί να γράψει κάτι άλλο, παρά μόνο να χαράζει ξανά και ξανά τα ίδια και τα ίδια.
Τα δικά τους κάλαντα αρχίζουν και τελειώνουν με φόβητρα και απειλές, με περιφρόνηση και κυνισμό για τους πολίτες του τόπου
Έτσι και το χαρτί που πάνω του σύρθηκε η γραφίδα του καλαμαριού τους. Δεν μιλάει πια γιατί δεν έχει τίποτα άλλο να πει. Ίσως και να ντράπηκε γιατί χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για να διατυπωθούν με τον πιο ωμό τρόπο λόγια βάναυσα και νόμοι σκληροί που έκαναν τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους. Ίσως γιατί δεν έχει άλλη έκταση για να χωρέσουν τα προνόμια για τους λίγους που αφαιρούν τα δικαιώματα των πολλών.
Η χρονιά που μας πέρασε πιθανόν να μείνει στην ιστορία σαν χρονιά με τις πιο ωμές επιθέσεις στην αξιοπρέπεια των ανθρώπων, στις ελευθερίες τους, στη ζωή τους. Ίσως μείνει και γιατί το πείσμα για μια δίκαιη κοινωνία δεν κάμφθηκε, γιατί εξακολουθούν να υπάρχουν θύλακες ανυπακοής σε ό,τι προδιαγράφουν οι εξουσίες για τη ζωή μας. Και τα επόμενα κάλαντα μπορεί να δηλώνουν άλλα με τον στίχο τους: Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλει…