Κώστας Δικαίος
Η άγρια καταστολή από την πλευρά της χούντας της Μιανμάρ δεν έχει καταφέρει να καταστείλει τις διαδηλώσεις και τις πράξεις αντίστασης, έστω και αν το κέντρο βάρους έχει φύγει από τις πόλεις και έχει μεταφερθεί στην επαρχία, λαμβάνοντας ολοένα και συχνότερα τη μορφή ένοπλου αντάρτικου, με ενεργό ρόλο διάφορων εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.
Τέσσερεις μήνες μετά το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου, η χούντα δεν έχει καταφέρει να καταστείλει την εξέγερση. Παρά την αιματηρή καταστολή –849 νεκροί διαδηλωτές και 4.500 συλλήψεις– από τον Τατμαντάου –έτσι ονομάζεται ο στρατός της χώρας– και παρά τις απαγορεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η χούντα έχει χάσει τη μάχη της «νομιμοποίησής» της στο εσωτερικό, αφού δεν έχει καταφέρει να επιβάλει την «τάξη», ενώ οι απεργίες και οι διαδηλώσεις συνεχίζονται. Όσο για το εξωτερικό, οι δυτικοί ιμπεριαλιστές καλούν τους στρατιωτικούς σε «αυτοσυγκράτηση» (χωρίς όμως να επιβάλουν εμπάργκο), ενώ Κίνα και Ρωσία ζητούν να «προστατευθεί η πολιτική και κοινωνική σταθερότητα» —
θεωρώντας ότι οι κυρώσεις θα οδηγήσουν σε αποσταθεροποίηση και εμφύλιο.
Μόλις τον Ιούνιο, η ASEAN –χώρες της ΝΑ Ασίας– ήρθε σε επαφή με τη χούντα σε μια προσπάθεια να υπάρξει συμφωνία, πράγμα που προκάλεσε την οργή των διαδηλωτών γιατί έμμεσα αναγνωρίζεται η νομιμότητά της. Η δύναμη των εξεγερμένων βρίσκεται στο εύρος των κινητοποιήσεων οι οποίες έχουν αγκαλιάσει την πλειοψηφία της αποκαλούμενης «Γενιάς Ζ» (νεολαία που βρίσκεται ακόμα στις εκπαιδευτικές δομές), τους εργαζόμενους στα σχολεία και τα νοσοκομεία (βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, περιθάλποντας τραυματίες από τις διαδηλώσεις). Την ίδια στιγμή, ο τραπεζικός τομέας έχει παγώσει, οι σιδηροδρομικές μεταφορές, τα εργοστάσια –συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ελέγχει ο στρατός– και η παραγωγή και διύλιση πετρελαίου έχουν διαταραχθεί.
Οι γυναίκες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της αντίστασης και δίνουν τον ρυθμό σε ένα κίνημα ανυπακοής που παραλύει τη λειτουργία του κράτους. Είναι μια απάντηση στους αξιωματικούς που ανέτρεψαν μια γυναίκα πολιτικό –η Αουνγκ Σαν Σου Κι εκλέχθηκε τον περασμένο Νοέμβριο με την Εθνική Λίγκα για τη Δημοκρατία NLD κόμμα που η χούντα θα απαγορέψει με την κατηγορία οτι έκανε νοθεία στις εκλογές–μεταξύ άλλων και για να διαιωνίσουν ένα πατριαρχικό σύστημα που καταπιέζει τις γυναίκες. Όμως, σε αυτό το κίνημα οι γυναίκες έχουν καταρρίψει τα έμφυλα στερεότυπα, σε μια χώρα που κατά παράδοση τα ρούχα που φοριούνται στο κάτω μέρος του σώματος των φύλων δεν πρέπει να πλένονται μαζί, καθώς το «γυναικείο πνεύμα» θα μπορούσε να μολύνει εκείνο των ανδρών. Έτσι, με εξεγερσιακή φαντασία, οι ζώνες των διαδηλώσεων έχουν αποκλειστεί από τους συμμετέχοντες, που κρεμούν σε σειρές τις φούστες των γυναικών, γνωρίζοντας ότι πολλοί από τις δυνάμεις καταστολής θα διστάσουν να περάσουν από κάτω…
Καθώς ο στρατός άρχισε να παραδίδει μέρος της εξουσίας του την τελευταία δεκαετία, η Μιανμάρ βίωσε μια από τις βαθύτερες και πιο ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές στον κόσμο. Μια χώρα που διοικούνταν με σιδερένια γροθιά από τους στρατηγούς ουσιαστικά από το 1962 –το πρώτο πραξικόπημα– γνώρισε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις διεθνείς συζητήσεις για την έμφυλη ισότητα και τα ατομικά πολιτικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα. Έτσι εξηγείται γιατί εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές και φοιτητές μποϋκοτάρουν την επαναλειτουργία των σχολείων και γιατί 150 χιλιάδες –το ένα τρίτο του συνόλου– εκπαιδευτικοί αρνήθηκαν να πάνε στο σχολείο παρά την απειλή για απόλυση και σύλληψη από τη χούντα. Γιατί, πάρα την απαγόρευση, στο ίντερνετ οι νέοι έχουν βρει άλλους τρόπους επικοινωνίας, δημιουργώντας δικές τους εφημερίδες σε φυλλάδια Α4, τα οποία μοιράζουν στις διαδηλώσεις.
Οι εθνοτικές ομάδες –και τα ένοπλα τμήματά τους– που υπάρχουν σε μεγάλο αριθμό στη Βιρμανία αποτελούν έναν ακόμα πόλο αντίστασης. Πολλές έχουν απειλήσει τον στρατό ακόμα και με ένοπλη εξέγερση, αν επιτεθεί στους διαδηλωτές στις περιοχές τους.
Στην πολιτεία Καρέν, στα ανατολικά της χώρας, η Εθνική Ένωση έχει ήδη ξαναπάρει τα όπλα και έχει δεσμευτεί να προστατέψει οποιοδήποτε μέλος του στρατού στραφεί υπέρ των διαδηλωτών. Ο συντονισμός των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας γίνεται από το Κίνημα Πολιτικής Ανυπακοής (CDM), το οποίο περιλαμβάνει νέους, τα συνδικάτα και τοπικές λαϊκές επιτροπές. Η NLD, όμως, δίνει το πολιτικό στίγμα με τη σύσταση μιας κυβέρνησης που απαιτεί να αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ. Τα όριά της είναι εντός των πλαισίων του συστήματος εξουσίας της χώρας. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τη στάση της Σου Κι –η οποία από τους Δυτικούς είχε βραβευθεί και με Νόμπελ Ειρήνης– στις σφαγές των μουσουλμάνων Ροχίνγκια το 2014, όταν δεν στάθηκε ικανή (ή δεν θέλησε…) να σταματήσει τον στρατό και αρνήθηκε να τις χαρακτηρίσει γενοκτονία.
Η διεθνής αλληλεγγύη είναι ο μόνος τρόπος για να δικαιωθούν και να πετύχουν οι εξεγερμένοι
Ο στρατός, πάντως, έχει μεγάλη οικονομική ισχύ, κατέχοντας μεγάλο μερίδιο σε μια σειρά κλάδων — τράπεζες, εξορύξεις, καπνά, τουρισμό, βιομηχανία ξύλου και πολύτιμων λίθων και κυρίως ενέργεια. Γι’ αυτό και παραμένει συμπαγής, σε αντίθεση με την αστυνομία, όπου υπάρχουν εκατοντάδες αυτομολήσεις. Εκτός από το γάντζωμα στην εξουσία, επομένως, είναι και η οικονομική του διαπλοκή που τον κάνει να θέλει να διατηρήσει τον έλεγχο με τη βία και τον εκφοβισμό. Παράλληλα, αξιοποιεί το διαίρει και βασίλευε στις εθνοτικές ομάδες και τη στήριξη των βουδιστικών ιερατείων.
Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές φαίνονται να πιέζουν περισσότερο το καθεστώς και ο λόγος είναι ότι θέλουν να το αποσπάσουν από την Κίνα και τη Ρωσία και όχι να στηρίξουν τους διαδηλωτές ούτε ότι τους ενδιαφέρει η Δημοκρατία. Η Κίνα έχει κάνει σημαντικές επενδύσεις στη χώρα και οι επιχειρήσεις της δέχτηκαν επιθέσεις από τους διαδηλωτές, επειδή η ηγεσίας της αρνήθηκε να καταδικάσει το πραξικόπημα. Ωστόσο και οι δυτικοί ιμπεριαλιστές διατηρούν σημαντικές σχέσεις με τις άρχουσες τάξεις της χώρας. Η αμερικανική Chevron και η γαλλική Total εκμεταλλεύονται το φυσικό αέριο μαζί με τον στρατό. Η Ιταλία προμηθεύει τα ελαφρά όπλα που σκοτώνουν τους διαδηλωτές, το Ισραήλ πουλάει drones, ενώ αμερικάνικες εταιρίες προσφέρουν software για
παρακολούθηση.