Μόνοι τους πάνω στους καταπέλτες των πλοίων απέναντι σε εφοπλιστές, κυβέρνηση, δυνάμεις καταστολής, αφιονισμένα ΜΜΕ και αστικοποιημένο συνδικαλισμό βρέθηκαν από τα ξημερώματα της Πέμπτης οι απεργοί ναυτεργάτες της ΠΕΝΕΝ και οι αλληλέγγυοι/ες που στήριξαν τον αγώνα τους. Μια μάχη άνιση που έφτασε μέχρι εκεί που μπορούσε να πάει. Ωστόσο, οι λίγες ώρες της αναμέτρησης ήταν αρκετές για να αναδειχθεί η λύσσα με την οποία κυβέρνηση και κεφάλαιο ετοιμάζονται να σαρώσουν τα εργατικά δικαιώματα.
Το ταξικό σωματείο της ΠΕΝΕΝ επέλεξε να κρατήσει ψηλά τη σημαία του μαχητικού αγώνα ενάντια στον οδοστρωτήρα του νομοσχεδίου Χατζηδάκη-Μητσοτάκη. Αρνήθηκε να αναδιπλωθεί, ακολουθώντας τη ΓΣΕΕ, και να καταργήσει την απόφασή της για απεργία στις 3 Ιούνη. Γι’ αυτή της τη στάση αντιμετώπισε τη μήνιν των εφοπλιστών, που ήδη από την προηγούμενη ημέρα ζήτησαν και έλαβαν διαβεβαιώσεις από το ΥΕΝ, ότι το δόγμα «νόμος και τάξη» θα εφαρμοστεί πάση θυσία — κραδαίνοντας και την απόφαση της πάντα πρόθυμης δικαστικής εξουσίας που με ρυθμούς «γραμμής παραγωγής» κρίνει παράνομες τις εργατικές διεκδικήσεις.
Πάνω στους καταπέλτες και με τις ειδικές δυνάμεις του Λιμενικού σε απόσταση αναπνοής, τους ναυτεργάτες κύκλωσε ένα παλιρροιακό κύμα κοινωνικού αυτοματισμού. Χιλιάδες επιβάτες με το εισιτήριο στο χέρι, το οποίο προμηθεύονταν ακόμα και την ίδια εκείνη ώρα, εγκλωβισμένοι στο λιμάνι από την ΕΛΑΣ, που πραγματοποιούσε «έρευνα για βόμβα» στον Ηλεκτρικό, πρώτη ύλη για τις υστερικές κραυγές των συστημικών ΜΜΕ.
Οι ναυτεργάτες της ΠΕΝΕΝ πήγαν μέχρι εκεί που μπορούσαν, όμως έδειξαν έναν δρόμο, μια δυνατότητα για έναν άλλον βηματισμό του εργατικού κινήματος. Έναν δρόμο στον οποίο, αν έμεναν συνεπείς όλες οι δυνάμεις που μιλούν στο όνομα του ταξικού αγώνα (αντί να λοιδορούν την απεργία), θα ήταν αλλιώς τα πράγματα.