Έφη Καραχάλιου
Η ευχάριστη έκπληξη των φετινών Νυχτών Πρεμιέρας είναι μια κυνική ματιά στην σχέση σκηνοθέτη-ηθοποιού που συνοδεύεται από αξιόλογες ερμηνείες.
Ο σκηνοθέτης Lawrence Michael Levine είναι σχετικά άγνωστος στο ελληνικό κοινό, καθώς έχει μια αξιέπαινη πορεία στο εναλλακτικό(indie) αμερικάνικο σινεμά. Η τέταρτη ταινία του με τίτλο Black Bear αποτελεί το δημιουργικό άνοιγμά του προς ένα μαζικότερο κοινό διατηρώντας την κυνική οπτική, το μαύρο χιούμορ και τον αιχμηρό διάλογο που τον διακρίνουν. Στο πρόσωπο της Aubrey Plaza χτίζει ένα ψυχολογικό και σεξουαλικό θρίλερ που παράλληλα σχολιάζει τον μικρόκοσμο πίσω και μπροστά από τις κάμερες.
Η Άλισον (Aubrey Plaza) είναι μια πρώην ηθοποιός που στράφηκε τα τελευταία χρόνια στην σκηνοθεσία και έτσι αναζητά έμπνευση για μια νέα ταινία. Το εξωχικό ενός νεαρού ζευγαριού, του μουσικού Γκέιμπ και της χορεύτριας Μπλερ (Christopher Abbott και Sarah Gadon), αποτελεί τον κατάλληλο χώρο για να βρει ηρεμία και να βρει τον εαυτό της. H αρχικά αμήχανη συνάντησή της με το ζευγάρι γίνεται όλο και πιο περίπλοκη και ανταγωνιστική, καθώς οι δυο γυναίκες διεκδικούν τον άντρα. Η σχέση των δυο συζύγων είναι γεμάτη προβλήματα και επιβαρύνεται από τον ερχομό του παιδιού τους, οπότε η ύπαρξη της αμήχανης και αινιγματικής Άλισον δημιουργεί ένα δυναμικό τρίο αλληλεπιδράσεων που διατρέχει το πρώτο μέρος της ταινίας. Τα στερεότυπα της νευρωτικής, ζηλιάρας εγκύου και του ανώριμου, χειριστικού συζύγου δίνουν χώρο σε εξαντλητικές λογομαχίες και αναίτιους καβγάδες, με τον χαρακτήρα τηςΆλισον πότε να παρατηρεί και πότε να φλερτάρει. Ο ξεπερασμένος, σεξιστικός τρόπος σκέψης του Γκέιμπ συγκρούεται ουσιαστικά με την απεγνωσμένη προσπάθεια της Μπλερ να τον αλλάξει, ενώ το υποτιμά τόσο ως σύζυγο όσο και ως καλλιτέχνη. Το στήσιμο του πρώτου μέρους μοιάζει με παλιά αμερικάνικη ταινία του indie σινεμά(π.χ. John Cassavetes), στο οποίο ουσιαστικά αποτίει φόρο τιμής ο Lawrence Michael Levine. Είναι απολαυστικοί οι διάλογοι μεταξύ των τριών καθώς πέρα από τον φεμινισμό αναπτύσσονται και οι δημιουργικές μέθοδοι αλλά και το κίνητρο της βαθύτερης επαφής τους με την τέχνη: του χορού για την Μπλερ της μουσικής για τον Γκέιμπ και του κινηματογράφου για την Άλισον.
Στo δεύτερο μέρος αποκαλύπτεται σταδιακά μια καινούργια πλοκή που προσδίδει μια meta στροφή στην αρχική ιδέα: οι χαρακτήρες των Μπλερ, Γκέιμπ και Άλισον αναλαμβάνουν διαφορετικούς ρόλους στην καλλιτεχνική δημιουργία μιας ταινίας ομότιτλης με αυτής που παρακολουθεί ο θεατής. Το πιο αργό, παθητικό και σεξουαλικό φορτίο του πρώτου μέρους εναλλάσσεται με την φρενίτιδα στο set της ταινίας που γυρίζεται στο ίδιο εξοχικό. Αντί για τους τρεις πρωταγωνιστές, παρατηρούμε όλο το συνεργείο καθώς προετοιμάζεται για τις τελευταίες σκηνές πριν τελειώσει η παραγωγή. Οι μικροί ρόλοι των ενδυματολόγων, μακιγιέζ, ηχοληπτών και cameramen είναι η κωμική αποφόρτιση μπροστά στην ξανά ανταγωνιστική σχέση μεταξύ ηθοποιών για τον σκηνοθέτη. Ένα ψυχολογικό παιχνίδι σε μορφή σκηνοθετικής «μεθόδου» προκειμένου να υπάρξει καλύτερη απόδοση μιας σκηνής γίνεται η αφορμή για μια δραματική στροφή. Αν η έλλειψη καλλιτεχνικής έμπνευσης και αναγνώρισης ήταν το μοτίβο για το πρώτο μέρος, εδώ γίνεται έντονη η ματαιοδοξία, η εξάρτηση δημιουργού-μούσας και η ανάγκη για έκθεση που διακρίνει έναν καλλιτέχνη. Στην τελική, αυτό που αναζητά η Άλισον είναι μια ισχυρή ανδρική φιγούρα που θα την κάνει να νιώσει ασφάλεια και θα την καθοδηγήσει στην χωρίς νόημα ζωή της, αυτό δηλαδή που συμβολίζει μυθολογικά η αρκούδα.
Το φιλόδοξο πλάνο του Lawrence Michael Levine πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό χάρη στην υποδειγματική ερμηνεία της Aubrey Plaza που δεν παραμένει στην αμήχανη, ειρωνική περσόνα που έχει χτίσει ως celebrity. Δοκιμασμένη τόσο σε επιτυχημένες κωμικές (Parks and Recreation) όσο και δραματικές,sci-fi σειρές (Legion) έχει ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων που επιβεβαιώνονται στο δεύτερο μέρος. Ο εύθραυστος χαρακτήρας της βουλιάζει στο αλκοόλ και την απόγνωση, αναζητά επιβεβαίωση και αντιμετωπίζει τους εσωτερικούς της δαίμονες. Η μεταμοντέρνα ματιά της ταινίας και το πολύμορφο ψηφιδωτό από χαρακτήρες που την απαρτίζουν, ουσιαστικά εκφράζει την δημιουργική αγωνία του ίδιου του σκηνοθέτη, ο οποίος αφήνει ένα «σολιψισμικό», αρκετά εγωκεντρικό και αυτοαναφορικό, αποτύπωμα στην ταινία. Δεν είναι τυχαίο ότι η σύζυγός του σκηνοθέτη, η ίδια επίσης ηθοποιός και σκηνοθέτης, πρωταγωνιστούσε σε αρκετές από τις προηγούμενες ταινίες του. Το τοπίο του εξωχικού και της λίμνης ευνοούν την φωτογραφία της ταινίας ενώ εξίσου σημαντικές είναι οι επιλογές στον ήχο. Το σύνολο αν και σε αρκετά σημεία αινιγματικό και θολό, εντούτοις διατηρεί ένα ρυθμό και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή.