της Ντίνας Ρέππα
Από τα μέσα του καλοκαιριού η κυβέρνηση και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ανακοινώνει ότι φέτος κινδυνεύει η έναρξη της σχολικής χρονιάς από τις ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, δημοσιοποιώντας αριθμό 24.000 κενών σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη! Τα τελευταία χρόνια έχουν συνταξιοδοτηθεί πάνω από 20.000 εκπαιδευτικοί, ενώ οι διορισμοί μονίμων δεν ξεπερνούν τις λίγες εκατοντάδες και στις δυο εκπαιδευτικές βαθμίδες.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν ατύχημα. Η εκπαίδευση, όπως και όλη η κοινωνία, κονιορτοποιείται από τις συμπληγάδες πέτρες της διεύρυνσης της ελαστικής, επισφαλούς εργασίας. Η δημόσια εκπαίδευση «αναπνέει» τα τελευταία χρόνια κυρίως με προσλήψεις ΕΣΠΑ και με αναπληρωτές τακτικού προϋπολογισμού που έρχονται να καλύψουν τις χιλιάδες πάγιες ανάγκες του δημόσιου σχολείου σε εκπαιδευτικό προσωπικό. Στην πραγματικότητα το 1/6 περίπου των αναγκών αυτών καλύπτεται με εργαζόμενους μιας χρήσης. Το ίδιο το υπουργείο που διαπιστώνει τα κενά ανακοινώνει την πρόσληψη 14.500 αναπληρωτών μέσα από προγράμματα ΕΣΠΑ και 5.000 από τον τακτικό προϋπολογισμό. Το αξιοσημείωτο είναι ότι χωρίς κανέναν ενδοιασμό δηλώνει επί της ουσίας πως δεν υπάρχει πρόβλεψη για την κάλυψη 4.000 κενών, που αντιστοιχούν βέβαια σε περίπου 80.000 μαθητές! Αλλά ακόμα και ο ρυθμός αυτών των προσλήψεων είναι δεδομένο ότι δεν θα καλύψει τις ανάγκες από την αρχή της χρονιάς.
Το δημόσιο σχολείο βρέθηκε και πέρυσι απέναντι στα ίδια αδιέξοδα. Τότε οι επιλογές της κυβέρνησης οδήγησαν χιλιάδες σχολικές μονάδες να λειτουργούν ως τον Οκτώβριο με μειωμένο ωράριο, προκάλεσαν χιλιάδες χαμένες ώρες μαθημάτων, εκατοντάδες ολοήμερα δημοτικά-νηπιαγωγεία που δεν λειτουργούσαν ως το Νοέμβριο, ειδικά σχολεία με εκ περιτροπής λειτουργία. Ταυτόχρονα, χιλιάδες εκπαιδευτικοί υποχρεώθηκαν σε μετατάξεις και μετακινήσεις εκτός της περιοχής της οργανικής τους θέσης, ενώ η λειτουργία των σχολικών μονάδων ομαλοποιήθηκε σχετικά μετά τον Δεκέμβριο, όταν είχε διανυθεί ήδη το 1/3 της σχολικής χρονιάς! Η κυβέρνηση θα αποπειραθεί και φέτος, με πρόσχημα τα κενά, να καταφέρει ένα ακόμα χτύπημα στα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών. Οι συμπτύξεις τμημάτων, οι συγχωνεύσεις-καταργήσεις σχολείων, η πλήρης απαξίωση διδακτικών αντικειμένων, η απορρύθμιση του ολοήμερου σχολείου και η μετατροπή του σε εκ περιτροπής φύλαξη, το χτύπημα των υποστηρικτικών δομών όπως τα τμήματα ένταξης και τα ειδικά σχολεία είναι ορισμένα μόνο από τα προφανή μέτρα που έχει στην επιθετική φαρέτρα της η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα της πολιτικής μηδενικών διορισμών. Όλα αυτά φυσικά συνοδεύονται υποχρεωτικά από χτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, όπως η αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών, οι υποχρεωτικές μετακινήσεις, οι δεύτερες αναθέσεις μαθημάτων.
Όσο και να διαρρηγνύει τα ιμάτιά της η πολιτική ηγεσία του υπουργείου, σε μια προσπάθεια επικοινωνιακής εσωτερικής αντιπολίτευσης, το πρόβλημα είναι η πολιτική του μαύρου μετώπου κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ-κεφαλαίου για ανταγωνιστική-επιχειρηματική εκπαίδευση, με συρρίκνωση του δημόσιου σχολείου και μετάλλαξή του, ώστε να προσαρμοστεί πλήρως στις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς την εποχή της κρίσης και για το ξεπέρασμά της. Μέσα από το μηδενισμό των διορισμών, εξασφαλίζεται η πλήρης ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και στην εκπαίδευση, αφού η θέση του μόνιμου αντικαθίσταται από τον μερικά απασχολούμενο ωρομίσθιο-αναπληρωτή με βαθιά αρνητική επίδραση στην εκπαιδευτική διαδικασία. Το σχολείο της αγοράς που ετοιμάζουν δεν έχει ανάγκη από παιδαγωγούς με μόνιμη και σταθερή σχέση εργασίας με συνέχεια και συνοχή στο εκπαιδευτικό τους έργο, αλλά μπορεί να καλύψει τις «ανάγκες του» από προσωρινούς επισκέπτες-καθηγητές που θα προσφέρουν «κατάρτιση» αντί για γνώση, δεξιότητες αντί για ολοκληρωμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας, αποσπασματική πληροφορία αντί για παιδεία.
Την ίδια στιγμή, η πραγματικότητα των δεκάδων χιλιάδων ελαστικά εργαζομένων στην εκπαίδευση έχει όλα τα χαρακτηριστικά της βάρβαρης πολιτικής τους. Περιπλανώμενοι εκπαιδευτικοί στη διά βίου αναπλήρωση, με μισθούς από 670 ευρώ, με ολιγόμηνες συμβάσεις που λήγουν υποχρεωτικά κάθε Ιούνιο, πολλές φορές χωρίς ταμείο ανεργίας και χωρίς να γνωρίζουν αν, πού και πότε θα εργαστούν την επόμενη χρονιά!
Απέναντι σε αυτά τα δεδομένα, ο κυβερνητικός συνδικαλισμός χειρίζεται απλώς επικοινωνιακά την απόγνωση χιλιάδων αδιόριστων εκπαιδευτικών. Το ενδιαφέρον του θα εξανεμιστεί αμέσως μετά τις εκλογές για τα υπηρεσιακά συμβούλια, τον Νοέμβριο του 2014.
Αντίθετα, η μαχόμενη εκπαίδευση και η αντικαπιταλιστική πτέρυγα οφείλει και μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά με ένα συνεκτικό πλαίσιο στόχων που θα έχει στην προμετωπίδα του τα σύγχρονα μορφωτικά δικαιώματα και τις ανάγκες της εργαζόμενης πλειοψηφίας, θα απαιτεί διορισμό τώρα όλων όσων έχουν έστω και μια ώρα σύμβασης στην εκπαίδευση με ταυτόχρονη κατάργηση της επισφαλούς εργασίας όλων των μορφών, θα φτιάχνει μέτωπο με τους μαθητές και τους γονείς, θα προχωρά στην οργάνωση της πάλης με όλο το εργατικό κίνημα.