Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ κατήγγειλε τις αντιλαϊκές και αντεργατικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, προσανατολίστηκε σε μια λογική τεχνητής πόλωσης στοχεύοντας στη νίκη των εντυπώσεων στα δελτία των ειδήσεων των οκτώ και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Αυτή η επιλογή επιβεβαιώθηκε και στην υποβολή πρότασης μομφής κατά του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα.
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Πολιτική κρίση, ψέµα, τρόµος, βία
Η ηγεµονία τους έχει πλέον ραγίσει για τα καλά. Δεν πείθουν, δεν εµπνέουν, δεν συνεγείρουν. Εξαπατούν και κυρίως τροµοκρατούν. Το κοινοβούλιό τους το ευτελίζουν οι ίδιοι. Μοιραία το σπρώχνουν µαζί µε το κράτος τους στο µουσείο της ιστορίας… Υποτίθεται ότι σ’ αυτό λαµβάνονται ιστορικές αποφάσεις για «την τύχη του έθνους». Στην πραγµατικότητα το αστικό κοινοβούλιο έχει εκφυλιστεί σε θέατρο του παραλόγου, σε εικονική πραγµατικότητα, όπου δήθεν λαµβάνονται αποφάσεις. Στην πραγµατικότητα οι αποφάσεις λαµβάνονται στα άδυτα των Βρυξελλών και του Μαξίµου. Η στρατηγική τους είναι προσανατολισµένη στο φαίνεσθαι και όχι στο είναι, στον εξανδραποδισµό του πολίτη και όχι στην απελευθέρωσή του. Είναι τέτοια η παρακµή τους, που δεν µπορούν να λειτουργήσουν δίχως αυτοχειριασµούς. Σε κάθε κρίσιµη αναµέτρηση της Βουλής θυσιάζουν στον Μολώχ των αγορών 2, 3, 20 δικούς τους επειδή δεν πειθάρχησαν «τοις κείνων ρήµασι». Στο κοινοβούλιο επιτελείται απλώς «µίµησις πράξεως σπουδαίας και τελείας». Μίµηση, διότι απουσιάζει η πραγµατική δηµοκρατία…
Στον παραπαίοντα βηµατισµό τους αναγκαία όσο ποτέ δεκανίκια έχουν τις δηµοσκοπήσεις και την τηλεόραση. Οι πρώτες παρατείνονται πλεον ως την παραµονή των εκλογών, για να εισπνέει την τελευταία στιγµή ο πολίτης την µπόχα τους. Ο κόσµος τους γυρίζει την πλάτη, 10% απαντά στις ερωτήσεις τους, αλλά αυτοί προσαρµόζουν τις «µετρήσεις» κατά το δοκούν και το συµφέρον των κυρίων τους. Η τηλεόραση, απ’ την άλλη, έχει αναδειχτεί σε µέγα εκµαυλιστή των συνειδήσεων. Ο κατ’ οίκον εγκλεισµός των θυµάτων της κρίσης αυξάνει το κοινό της. Αδιάπτωτος ορυµαγδός των συστηµικών απόψεων µε επίκεντρο την αποτροπή των αγώνων, το «σεβασµό των νόµων», την απολυτοποίηση των εκλογών. Αγνοούν την ύπαρξη της αντισυστηµικής πολιτικής. Την έχουν εξορίσει απ’ τα κανάλια τους. Ρίχνουν πέπλο σιωπής στις κραυγαλέες αδικίες και αυθαιρεσίες εις βάρος της.
Όσο ένα καθεστώς παρακµάζει, τόσο προσφεύγει στη βία και στο φόβο, για ν’ αντιµετωπίσει την κρίση αντιπροσώπευσης της πολιτικής του – µε το φόβο του χειρότερου και του απόλυτα καταστροφικού. Πλεονέκτηµα της τροµολαγείας είναι ότι δεν αναγνωρίζει όρια. Όσα κι αν πάθει ο λαός, πάντα αυτή τροµοκρατεί µε το χειρότερο… Εξάλλου όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος. Η κεφαλαιοκρατία µετέρχεται βία και στο κοινοβούλιο και έξω απ’ αυτό: πράξεις νοµοθετικού περιεχοµένου, αποκεφαλισµός δικαιωµάτων, επιστρατεύσεις απεργών, απαγόρευση συγκεντρώσεων, συλλήψεις, δακρυγόνα και κλοµπ για τους άφρονες που διεκδικούν ελευθερίες και µια καλύτερη κοινωνία. Τα ΜΑΤ είναι το µακρύ χέρι µιας παρακµιακής εξουσίας. Η δύναµη της αδυναµίας της…
Δομική κρίση του πολιτικού συστήματος
Όπωςαπέδειξε η ψήφιση του πολυνοµοσχεδίου και τα διατρέξαντα, η κρίση µεσουρανεί πλέον. Αναπτύσσεται σε τρία επίπεδα αλληλένδετα: στην τρέχουσα καθηµερινότητα, στη δοµική κρίση του πολιτικού συστήµατος και στην οικονοµική κρίση που τροφοδοτεί τις δύο πρώτες και δέχεται την αντεπίδρασή τους.
Οι αθλιότητες που έλαβαν χώρα κατά την ψήφιση του πολυνοµοσχεδίου αποτελούν την επιτοµή της πολιτικής κρίσης.
Αθλιότητα πρώτη: Η συµπερίληψη σ’ ένα νοµοσχέδιο µε δύο άρθρα εκατοντάδων ρυθµίσεων αποφασιστικών για την καθηµερινότητά µας, ώστε να εξαναγκαστούν οι βουλευτές να το ψηφίσουν συνολικά. Ακολουθεί επιπλέον ο εκβιασµός των βουλευτών να το ψηφίσουν επ’ απειλή διαγραφής. Τελευταίο θύµα ο βουλευτής Ν. Κακλαµάνης.
∆εν έλειψε ούτε αυτή τη φορά ένα τραγελαφικό σκηνικό. Βουλευτές της πλειοψηφίας, αγανακτισµένοι µε ορισµένες διατάξεις ενός νοµοσχεδίου, δηλώνουν σε υψηλούς τόνους ότι αν αυτές δεν ανακληθούν θα το καταψηφίσουν. Πρόκειται για στηµένη σκηνογραφία. Η κυβέρνηση στην αρχή αντιδρά, τελικά όµως συγκατανεύει µε επουσιώδεις ή και ανύπαρκτες βελτιώσεις. Οι στόχοι είναι πολλαπλοί: το νοµοσχέδιο φαίνεται ότι βελτιώθηκε σηµαντικά, η κυβέρνηση φαίνεται ότι λαµβάνει υπόψη τις απόψεις των βουλευτών, ενώ και οι τελευταίοι επιχειρούν να εξιλεωθούν στα µάτια των ψηφοφόρων τους.
Η συστηµατική υποβάθµιση του κοινοβουλίου απ’ τον πρωθυπουργό εκδηλώθηκε για πολλοστή φορά. Ο Σαµαράς φιλοτιµήθηκε να παρευρεθεί στη Βουλή απλώς για να συντάξει ιδιοχείρως τη δήλωση διαγραφής του Ν. Κακλαµάνη.
Τέλος αρνητικά αντιµετωπίστηκε το ενδεχόµενο συζήτησης και διεξαγωγής ψηφοφορίας για την πρόταση µοµφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά του Γ. Στουρνάρα µε την επίκληση νοµικών κωλυµάτων και τη σύγκληση του Εκοφίν.
∆εύτερη αθλιότητα συνιστούν όσα διαπράχτηκαν στο χώρο του ΠΑΣΟΚ. Η αρνητική ψήφος του Γ. Παπανδρέου και το «παρών» του Απ. Κακλαµάνη έκαναν έξαλλο τον Ευάγγ. Βενιζέλο, που τους απείλησε µε διαγραφή, τους έβρισε µε σκαιότητα εις επήκοον άλλων βουλευτών και επέσειε το ενδεχόµενο αποκαλύψεων των «εκκρεµοτήτων» του Γ. Παπανδρέου, τις οποίες όµως εντιµότατα αποκρύπτει απ’ τον ελληνικό λαό. Άσχηµη εικόνα παρουσίασε και η µονίµως αµφιρρέπουσα µεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ ∆ΗΜΑΡ. Καταψήφισε µεν το νοµοσχέδιο, απουσίαζαν όµως δύο βουλευτές, για να µην ψηφίσουν αρνητικά. Ψήφισε θετικά υπέρ της πρότασης µοµφής κατά του Στουρνάρα, αρνητικά όµως για την πρόταση µοµφής κατά του προεδρείου της Βουλής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ κατήγγειλε τις αντιλαϊκές και αντεργατικές ρυθµίσεις του νοµοσχεδίου, προσανατολίστηκε κυρίως σε µια λογική τεχνητής πόλωσης στοχεύοντας στη νίκη των εντυπώσεων στα δελτία των ειδήσεων των οκτώ και στα πρωτοσέλιδα των εφηµερίδων.
Αυτή η επιλογή επιβεβαιώθηκε στην πρόταση µοµφής κατά του Στουρνάρα, που υπέκρυπτε πιθανόν υποβολιµαία πρόθεση να καταψηφιστεί και από δυσαρεστηµένους κυβερνητικούς βουλευτές, αλλά και στην πρόταση µοµφής κατά του προέδρου της Βουλής, που δεν εξυπηρετούσε καµιά πολιτική αναγκαιότητα πέραν αυτής της πόλωσης.
Η κυβέρνηση σήκωσε ευχαρίστως το γάντι της πόλωσης που πέταξε ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί έχει συµφέρον απ’ τον αποπροσανατολισµό του κόσµου από τα πραγµατικά ζέοντα προβλήµατα και την επικέντρωση της προσοχής στο ποιος απ’ τους δύο µονοµάχους βγήκε κερδισµένος απ’ τις αντεγκλήσεις για τις προτάσεις µοµφής.
Αυτές οι εκφυλιστικές συµπεριφορές, που εκδηλώνονται σ’ όλους τους αρµούς του πολιτικού συστήµατος, δεν είναι τυχαίες και περιστασιακές. Είναι απότοκες της πολιτικής κρίσης που οξύνεται και από πολιτικές αιτίες, αλλά καθοριστικά απ’ τη σοβούσα οικονοµική κρίση. Βασικές πλευρές – αιτίες της πολιτικής κρίσης είναι:
Πρώτον, ο τακτικισµός που προσδιορίζει τη στρατηγική της Ν∆ κατά του ΣΥΡΙΖΑ απορρέει απ’ την κρίση πολιτικής και των δύο, που σε βασικά ζητήµατα στρατηγικής συµπίπτει. Απορρέει απ’ τη σύγκλισή τους στο καθοριστικό ζήτηµα της ευρωζώνης και της ΕΕ, την οµολογία πίστης στην καπιταλιστική οικονοµία, στη δηµοσιονοµική ισορροπία και το πρωτογενές πλεόνασµα. Εξ ου και η τεχνητή πόλωση για το διαφορετικό µείγµα διαχείρισης που υιοθετούν, για τη διόγκωση των δευτερευουσών διαφορών τους, και ο τακτικισµός για να βρεθεί ο αντίπαλος σε µειονεκτική θέση και να χάσει στο πεδίο των εντυπώσεων. Η σύγκλιση στη στρατηγική της διαχείρισης προκαλεί τη δραµατοποίηση της όποιας διαφορετικότητας Ν∆ και ΣΥΡΙΖΑ.
∆εύτερον, ο νέος ιδιότυπος δικοµµατισµός απέχει παρασάγγας απ’ το να εξασφαλίσει την ηγεµονία ή έστω µια επαρκή πλειοψηφία στην κοινωνία. Οι δύο µονοµάχοι µένουν προσκολληµένοι περίπου στο 20% ο καθένας, µε ελαφρά πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ. Για τη Ν∆ µε την εξοντωτική αντιλαϊκή πολιτική αυτό το βάλτωµα είναι αναµενόµενο. Και θα ήταν µεγαλύτερο, αν δεν αντιρροπούσε την πτωτική τάση µε την τροµολαγνεία για τον «επικίνδυνο» ΣΥΡΙΖΑ και µ’ έναν επικοινωνιακό ορυµαγδό φανταστικών «επιτυχιών». Για τον ΣΥΡΙΖΑ, η ανάσχεση της επιρροής του σε χαµηλά – µέτρια επίπεδα προκαλεί σχετική έκπληξη µε δεδοµένη την παραδοσιακή τάση του εκλογικού σώµατος να στρέφεται και µάλιστα µαζικά προς τον αντιπολιτευόµενο πόλο (όπως το 2009 µε το 45% στο ΠΑΣΟΚ), ιδιαίτερα µετά την παταγώδη αποτυχία του κυβερνώντος πόλου. Η αποτελµάτωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ανεξήγητο µυστήριο. Σχετίζεται κυρίως µε τη µετατόπισή του από έναν λεκτικό (κυρίως) ριζοσπαστισµό του 2012 σ’ έναν ολοκληρούµενο συστηµισµό του 2013-14, ενόψει της ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας. Το ρεύµα που συγκροτήθηκε περί τον ΣΥΡΙΖΑ µε ατελή αριστερή συνείδηση προσέβλεπε σ’ αυτόν ως κυβερνητική δύναµη ανατροπής ενός διεφθαρµένου αντιλαϊκού καθεστώτος. Η προϊούσα ενσωµάτωση του ΣΥΡΙΖΑ απογοητεύει σηµαντικό τµήµα µιας ευρύτερης λαϊκής µάζας µε θολή ριζοσπαστική διάθεση. Έτσι, αυτή η µάζα µπορεί ν’ αναζητήσει σ’ άλλες κατευθύνσεις την εκπλήρωση αυτού του ριζοσπαστισµού – ανανεωτισµού, από τη Χρυσή Αυγή, το ΚΚΕ και το επίσης θολό Ποτάµι ως την αντικαπιταλιστική Αριστερά. Παράλληλα, η µετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ από δύναµη µε αντισυστηµικό λόγο σε δύναµη κυβερνητικής εναλλαγής υποβαθµίζει το εργατικό – λαϊκό κίνηµα σε επικουρικό παράγοντα και ανάγει σε πρωτεύον ζήτηµα την κοινοβουλευτική επικράτηση. Αλλά η υποβάθµιση του κινήµατος, απ’ τη µια, παρατείνει την πολιτική ζωή της κυβερνώσας συντήρησης, απ’ την άλλη, και δεν αναπτύσσει την αναγκαία για την ανάδειξη ακόµη και µιας ρεφορµιστικής κυβέρνησης κοινωνική ένταση και αγωνιστικότητα. Ταυτόχρονα, στερείται την αναγκαία κινηµατική στήριξη για την εφαρµογή έστω ενός µίνιµουµ προγράµµατος µεταρρυθµίσεων. Η αντίληψη που διατυπώνεται απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και δυνάµεις πέραν του ΣΥΡΙΖΑ ότι η κυβέρνηση µπορεί ν’ αποτελέσει µια «διαλεκτική στιγµή» φόρτισης ενός στάσιµου κινήµατος είναι τουλάχιστον αυταπάτη, γιατί αυθαίρετα αντιστρέφει την αντικειµενική σχέση όρου (ισχυρό κίνηµα) – αποτελέσµατος (ενίσχυση κυβέρνησης).
Τρίτον, η αδυναµία της άρχουσας πολιτικής (συντηρητικής και ρεφορµιστικής) να υπηρετήσει τα λαϊκά συµφέροντα καθορίζεται δοµικά πλέον (µε την έννοια του βάθους, της διάρκειας, της θεσµοποίησης) απ’ την εντεινόµενη διαδικασία ολοκλήρωσης της ΕΕ.
Η εκχώρηση εθνικής πολιτικής κυριαρχίας δεν οφείλεται απλώς ούτε εντείνεται µόνον απ’ τη συγκυρία (Μνηµόνια – κρίση), οπότε µε τη λήξη τους, όπως ισχυρίζονται οι συστηµικοί, ή µε την κατάργησή τους, όπως ισχυρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, θα αποκατασταθεί, υποτίθεται, η εθνική πολιτική ανεξαρτησία. Ο ετεροκαθορισµός παγιώνεται ήδη µε την υπαρκτή οικονοµική διακυβέρνηση και θα εντείνεται στην πορεία οµοσπονδιοποίησης της ΕΕ. Με την οικονοµική διακυβέρνηση η χώρα µετατρέπεται σε µια µορφή ειδικής οικονοµικής ζώνης µε άτεγκτη (νεοφιλελεύθερη) δηµοσιονοµική πειθαρχία, αποπληρωµή του χρέους, καθεστώς επιτήρησης µέχρι την εξόφληση του 75% του χρέους, βέτο ουσιαστικά της ΕΕ στον εθνικό προϋπολογισµό µε εξαµηνιαία επιθεώρηση, δυνατότητα αναποµπής και ποινών, πρωτογενή πλεονάσµατα 4,5% και άνω για καταβολή των ετήσιων τόκων (8-10 δισ.), εκχώρηση – εκποίηση του δηµόσιου τοµέα και του εθνικού πλούτου (βλ. τελευταία ρύθµιση για τις τράπεζες), συντριβή οικονοµική και θεσµική της εργατικής τάξης και των µικροµεσαίων στρωµάτων πόλης και χωριού. ∆εν πρόκειται για καθεστώς αποικιοκρατίας ή νεοαποικιοκρατίας. Η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι συνειδητά επιλέγουν την υπεράσπιση των συµφερόντων τους µε την εµπλοκή τους στην ολοκληρούµενη ΕΕ και όχι µε κάποια µορφή αντιπαράθεσης σ’ αυτήν. Ακόµη, δεν πρόκειται για καθεστώς νεοαποικιοκρατίας, γιατί η χώρα διατηρεί θεσµικά την ανεξαρτησία της και η άρχουσα τάξη τη σχετική αυτοτέλειά της στον καθορισµό δευτερευουσών πολιτικών και όχι των κατευθυντήριων. Εννοείται (για όποιον δεν αυταπατάται και δεν εξαπατά) ότι σ’ αυτό το πλαίσιο και η νεοφιλελεύθερη και ρεφορµιστική πολιτική (και τα µείγµατά τους) θα τελεί σε διαρκή πολιτική κρίση – αδυναµία (µε οξύνσεις και υφέσεις) ουσιαστικής ικανοποίησης των εργατικών λαϊκών αναγκών, ακόµη και σε περίοδο σχετικής ανάκαµψης.
Αστική αναµόρφωση του συστήµατος
∆οµική αδυναµία του πολιτικού συστήµατος µετά την κατάρρευση του δικοµµατισµού (εξαέρωση ΠΑΣΟΚ – αποδυνάµωση Ν∆) αποτελεί η ανασυγκρότησή του στις εξής κατευθύνσεις: ενίσχυση του βασικού συντηρητικού πόλου, συγκρότηση αξιόπιστου για το σύστηµα «προοδευτικού» πόλου, εξασφάλιση ενδιαµέσων συµµαχικών δυνάµεων για σύναψη κυβερνητικών συµµαχιών µε τον ένα ή τον άλλο πόλο. Το φιλόδοξο σχέδιο της άρχουσας τάξης για την πάγια, κατά µεγάλο διάστηµα, αναµόρφωση του πολιτικού συστήµατος δεν έχει ακόµη ευοδωθεί. Η Ν∆ παραµένει σε ιστορικά χαµηλά κι ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις δηλώσεις νοµιµοφροσύνης της ηγεσίας του στην ΕΕ, δεν εµπνέει ακόµη εµπιστοσύνη, κυρίως λόγω της ρητορικής της αριστερής πτέρυγας.
Στον «ενδιάµεσο» χώρο, προς τα δεξιά παραµένει µετέωρο το θέµα της διαχείρισης της Χρυσής Αυγής, ενώ οι ΑΝΕΛ παρά τις πιέσεις διατηρούν δυνάµεις (µε απώλειες) και αντιµνηµονιακή πολιτική.
Απ’ την άλλη, ο χώρος της λεγόµενης Κεντροαριστεράς παραµένει κατακερµατισµένος χωρίς παγιωµένη πολιτική εµβέλεια. Η ανεπάρκεια και δυσλειτουργικότητα του πολιτικού συστήµατος τροφοδοτεί και εντείνει την πολιτική κρίση. Συγκεκριµένα: Το πείραµα της τριµερούς κυβέρνησης απέτυχε µε την αποσκίρτηση της ∆ΗΜΑΡ. Παρά τη δορυφοροποίηση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, διατηρούνται οι εντάσεις µεταξύ της Ν∆ και του παλαιού ιδίως ΠΑΣΟΚ. Εξάλλου, η επιχείρηση ενσωµάτωσης της βάσης της Χρυσής Αυγής και συνακόλουθα της ακροδεξιάς ατζέντας οξύνει την αντίθεση της ηγετικής πτέρυγας µε την κεντροδεξιά τάση της Ν∆ (Καραµανλικοί). Για τον ΣΥΡΙΖΑ, το σύστηµα προαπαιτεί την ενοποίησή του στην αστική πολιτική, που συναντά όµως αντιδράσεις (αν και µεγαλοποιούνται). Αλλά και το ζήτηµα των συµµαχιών του δηµιουργεί εντάσεις. Η εισροή στελεχών του ΠΑΣΟΚ που υποστήριξαν το Μνηµόνιο (Οδ. Βουδούρης), ακόµη και κυβερνητικών στελεχών (Λ. Κατσέλη), δηµιουργεί σοβαρά προβλήµατα στο εσωτερικό του.
Εξάλλου, η διαφαινόµενη συγκυβέρνηση µε τη ∆ΗΜΑΡ (που ο ΣΥΡΙΖΑ τη βαφτίζει «αριστερή σοσιαλδηµοκρατία»!) και το εθνικιστικό ΑΝΕΛ ήδη οξύνει τις αντιθέσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και προεξοφλεί είτε τη σύντοµη διάλυση µιας τέτοιας συγκυβέρνησης είτε την υιοθέτηση µιας καθαρά αστικής πολιτικής. Η αστική πολιτική κρίση ασφαλώς δεν θ’ αποτελέσει παρελθόν, αν δεν υπερνικηθεί η οικονοµική κρίση που την τρέφει. Αλλά αντίστροφα, για να αµβλυνθεί η δοµική και παρατεταµένη καπιταλιστική κρίση και ιδίως οι κοινωνικές αντιδράσεις, σε διεθνικό και εθνικό επίπεδο επιχειρείται η αντιδραστική ανασυγκρότηση, οικονοµική αλλά και πολιτική, του καπιταλιστικού συστήµατος.
Όχι σταγονίδια, ολόκληρη …δεξαμενή!
Η αποκάλυψη της διασύνδεσης Χρυσής Αυγής και ΝΔ απ’ τη μαγνητοσκοπημένη συζήτηση Μπαλτάκου – Κασιδιάρη αλλά και οι τοποθετήσεις των κομμάτων του πολιτικού συστήματος συγκροτούν την επιτομή της πολιτικής κρίσης. Πλήττεται καίρια η ΝΔ. Αποδεικνύεται ότι η διείσδυση της Χρυσής Αυγής στους κατασταλτικούς μηχανισμούς και στο ανώτερο επίπεδο της κυβέρνησης δεν είχε τη μορφή σταγονιδίων αλλά δεξαμενής… Ουσιαστικά δεν πρόκειται για αποκάλυψη αλλά για επιβεβαίωση. Ήταν γνωστό το άτυπο συνεχές ΝΔ – ΧΑ για το μεταναστευτικό, την ασφάλεια, τα εθνικά ζητήματα, τον αποκλεισμό απ’ τις στρατιωτικές σχολές μη Ελλήνων το γένος κ.ά. Ούτε είχαν διαψευστεί οι δηλώσεις Μπαλτάκου για κυβερνητική σύμπραξη ΝΔ – ΧΑ. Εξάλλου η πιο τεκμηριωμένη απόδειξη της ακροδεξιάς σύγκλισης είναι ο περιορισμός των διώξεων στην ηγεσία της ΧΑ και όχι η κάθαρση του κρατικού μηχανισμού και της ΝΔ απ’ τους ακροδεξιούς θύλακες. Η Χρυσή Αυγή έχασε το φωτοστέφανο του «αντισυστημικού» κόμματος. Αποδείχθηκε ότι πέρα από τη διείσδυσή της στο βαθύ κράτος είχε συγκροτήσει και με την κυβέρνηση άτυπη συνεργασία. Θέμα δημιουργείται και με το ΠΑΣΟΚ, αφού ο Μπαλτάκος δεν ήταν απλώς στέλεχος της ΝΔ αλλά γραμματέας της συγκυβέρνησης. Η στάση του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ και στο θέμα αυτό υπηρετεί το στενό κομματικό τους συμφέρον. Ο ΣΥΡΙΖΑ αρκείται στην παραίτηση των Δένδια, Αθανασίου. Επιδιώκει ένα μέτριο πλήγμα κατά της κυβέρνησης, που θα τον ωφελήσει ψηφοθηρικά. Αποφεύγει την πρόκληση κυβερνητικής κρίσης, που θα δυσαρεστήσει τις Βρυξέλλες και την άρχουσα τάξη. Το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση έχει ευθύνη και πρέπει γι’ αυτή να καταδικαστεί πολιτικά, αλλά επιμένει πρωταρχικά στο να μην απενοχοποιηθεί η Χρυσή Αυγή και να θεωρηθεί θύμα σκευωρίας της κυβέρνησης. Αυτή η στάση απορρέει απ’ το φόβο του ΚΚΕ ότι η αναταραχή και κυρίως η κυβερνητική κρίση ή και η ανατροπή της κυβέρνησης με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ θα προδώσει σ’ αυτόν σημαντική ώθηση.
Το πολιτικό σύστημα κλυδωνίζεται από έντονη κρίση αντιπροσώπευσης. Η άρχουσα τάξη πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους: σε μια ακροδεξιά πολιτική με κύριο φορέα τη ΝΔ και αμφίπλευρη διεύρυνση, προς τη Δεξιά (ΑΝΕΛ, Χρυσή Αυγή, νεοφιλελεύθεροι) αλλά και προς την Κεντροαριστερά (ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι), ενώ η άλλη επιλογή είναι η συγκρότηση μιας συστημικής Αριστεράς – Κεντροαριστεράς, με κύριο φορέα τον ΣΥΡΙΖΑ και συμμάχους τη ΔΗΜΑΡ, τους ΑΝΕΛ και δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ.
Με τη μια ή την άλλη πολιτική, η άρχουσα τάξη στοχεύει στην υπέρβαση της πολιτικής κρίσης και στην πολιτική σταθεροποίηση του συστήματος. Ωστόσο η πολιτική κρίση δεν αίρεται ούτε με μια νεοφιλελεύθερη φασίζουσα διαχείριση ούτε με μια ρεφορμιστική, κεντροαριστερή. Η οικονομική και πολιτική κρίση δεν θ’ αντιμετωπιστεί απ’ την αλλαγή διαχείρισης και διαχειριστή.
Στο θολό και παρακμιακό τοπίο της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης με την όποια διαχείριση μοναδική απάντηση υπέρ του λαού αποτελεί η αντικαπιταλιστική ανασυγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς. Η αλλαγή δεν θα είναι κοινοβουλευτικός περίπατος ούτε έργο κάποιας αριστερής κυβέρνησης.
Και μετά την ανάδειξη αριστερής κυβέρνησης το κράτος παραμένει υπό τον έλεγχο των μονοπωλίων. Η υπόθεση Μπαλτάκου το επιβεβαιώνει. Όχι μόνο στο βαθύ κράτος αλλά και στο μηχανισμό της κυβέρνησης αναπτύσσονται θύλακες παρακρατικοί. Η μάχη θα κριθεί στο πεδίο του κινήματος και των οργάνων του, εχθρικών προς το κράτος, που θα απαιτούν και θα επιβάλλουν λύσεις προς όφελος του λαού.