Ανάλυση: Βασίλης Μηνακάκης, Μπάμπης Συριόπουλος
Στόχος η χούντα, οι ΗΠΑ, το σύστημα
Τηρουμένων των αναλογιών, το ζήτημα με την εξέγερση του Νοέμβρη του 1973 τίθεται όπως με την Εθνική Αντίσταση: Αδιαμφισβήτητο το μεγαλείο της, προφανής η ευρύτερη συσπείρωση που πέτυχε και το βαθύ αποτύπωμα που άφησε, αλλά εξίσου προφανές και το γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο συνδέθηκε στο πλαίσιό της το εθνικοαπελευθερωτικό με το κοινωνικοταξικό στοιχείο ήταν ετεροβαρής υπέρ του πρώτου.
Το πρωί της 14ης Νοεμβρίου 1973, οι συνελεύσεις των συλλόγων αναφέρονταν στο θέμα των φοιτητικών εκλογών. Ο υπουργός Παιδείας της χούντας Παναγιώτης Σιφναίος είχε προηγουμένως ανακοινώσει ότι θα διεξάγονταν μετά τις 15 Φλεβάρη 1974, καθώς το καθεστώς είχε σκοπό να οργανώσει βουλευτικές «εκλογές» στις 10 του ίδιου μήνα. Σύμφωνα δε με τον Σιφναίο, οι φοιτητικές εκλογές θα διεξάγονταν από εφορευτικές επιτροπές «αριστούχων» σπουδαστών (να ένας ακόμη οπαδός της αριστείας!).
Οι στόχοι, τα αιτήματα και τα συνθήματα που χρωμάτισαν τελικά την εξέγερση του Νοέμβρη του ‘73 ξεπέρασαν τη συγκεκριμένη αφορμή. Συνολικοποιήθηκαν επιδιώκοντας την ανατροπή του χουντικού καθεστώτος και την «παράλληλη εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας», όπως έγραφε η ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής Κατάληψης του Πολυτεχνείου. Στην ίδια ανακοίνωση, η λαϊκή κυριαρχία «συνδέεται αναπόσπαστα με την εθνική ανεξαρτησία από τα ξένα συμφέροντα που χρόνια στήριζαν την τυραννία στη χώρα μας». Με αυτήν ακριβώς τη διατύπωση στοχοποιούνταν οι ΗΠΑ για τη στήριξή τους στο καθεστώς της επταετίας.
Πολύ πιο ξεκάθαρα από την ανακοίνωση αυτή, τα συνθήματα στην πύλη της Πατησίων –«ΕΞΩ αι ΗΠΑ», «ΕΞΩ το ΝΑΤΟ», «ALLIENDE»– και αυτά που φωνάζονταν από τους εξεγερμένους φοιτητές και εργάτες, αντιπάλευαν συνολικά το μετεμφυλιακό καθεστώς της ανάπτυξης με εξορίες, φυλακές και δολοφονίες αγωνιστών, αστυνομοκρατία, «βία και νοθεία», παρακράτος και διαρκή επιτροπεία από το παλάτι και τις μυστικές υπηρεσίας των ΗΠΑ. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν ένας κρίκος στην αλυσίδα του παγκόσμιου επαναστατικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, το οποίο κλόνιζε εκείνα τα χρόνια τον καπιταλισμό από τη Χιλή μέχρι το Βιετνάμ και την Ινδονησία.
Kάποιος τα έγραψε στην πύλη με μπογιά…
Τα συνθήματα στην πύλη του Πολυτεχνείου τις ημέρες της εξέγερσης δεν αφήνουν αμφιβολία ότι η αντιαμερικανική-αντιιμπεριαλιστική αιχμή υπήρξε βασικό στοιχείο του νεολαιίστικου ξεσηκωμού. Μια αιχμή που συνδεόταν με τα «στενά» φοιτητικά αιτήματα, τους έδινε άλλη προοπτική και δύναμη, διαπλεκόταν με τον στόχο για ανατροπή της Χούντας και έφερνε σε επαφή τους φοιτητές με τη λαϊκή πλειοψηφία. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι χωρίς αυτήν την πλευρά το Πολυτεχνείο δεν θα ήταν αυτό που ήταν ούτε θα άφηνε τις παρακαταθήκες που άφησε. Για όλα αυτά δεν υπάρχει δεύτερη κουβέντα. Εκείνο που χωρά, όμως, συζήτηση είναι ο χαρακτήρας και τα όρια αυτού του αντιιμπεριαλισμού — δηλαδή τα στοιχεία που ερμηνεύουν την κατοπινή εξέλιξή του και εν μέρει τη γενικότερη εξέλιξη της πολιτικοποίησης που ξεπήδησε τον Νοέμβρη. Τηρουμένων των αναλογιών, το ζήτημα τίθεται όπως με την Εθνική Αντίσταση: Αδιαμφισβήτητο το μεγαλείο της, προφανής η ευρύτερη συσπείρωση που πέτυχε και το βαθύ αποτύπωμα που άφησε, αλλά εξίσου προφανές και το γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο συνδέθηκε στο πλαίσιό της το εθνικοαπελευθερωτικό με το κοινωνικοταξικό στοιχείο ήταν ετεροβαρής υπέρ του πρώτου. Κι αυτός, πέρα από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και τη στάση της ΕΣΣΔ, ήταν καταλυτικός παράγοντας για την ήττα της.
Η εμπειρία της Αντίστασης είναι πολύτιμη για να φωτιστεί και ο αντιιμπεριαλισμός του 1960-70. Το φούντωμά του ήταν λογικό σε μια εποχή ωμών επεμβάσεων από το Βιετνάμ έως την Αλγερία κι αλλού, μια εποχή όπου οι ΗΠΑ και η CIA οργάνωναν πραξικοπήματα και στήριζαν χούντες, όπου η διπλωματία των κανονιοφόρων και των βομβαρδιστικών είχε δεσπόζουσα ή και κυρίαρχη θέση στη διεθνή πρακτική των ηγεμονικών καπιταλιστικών χωρών, όπου ακόμη τα πραγματικά ερπυστριοφόρα άνοιγαν συνήθως δρόμο στα οικονομικά ερπυστριοφόρα, τις πολυεθνικές.
Λογικό, λοιπόν, το φούντωμά του. Ο χαρακτήρας του, όμως; Εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, ο ιμπεριαλισμός δεν νοούνταν όπως εύστοχα είχε αναλύσει ο Λένιν –ως νεότατο στάδιο του καπιταλισμού– αλλά με προλενινιστικούς και εντέλει αντιλενινιστικούς όρους. Νοούνταν ως αυτοκρατορική και επεκτατική πολιτική, ως συνώνυμο επεμβάσεων και πολέμων, ως ίδιον των 5-6 ισχυρότερων καπιταλιστικών χωρών και μόνο. Από αυτή την προσέγγιση απέρρεε μια αντιιμπεριαλιστική γραμμή που περιοριζόταν απλώς στην αντιμετώπιση-απόκρουση των επεμβάσεων των ΗΠΑ ή άλλων δυνάμεων. Φυσικά, αυτές οι επεμβάσεις έπρεπε να αντιπαλευτούν μαχητικά: δεν νοείται αριστερή ή αντικαπιταλιστική δύναμη που δεν θα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή ενός τέτοιου αγώνα. Αποδείχτηκε, όμως, ότι από μόνος του ο αντιιμπεριαλισμός αυτός έχει όρια.
Υπήρχαν, βέβαια, και ορισμένοι που έστω στα λόγια –γιατί και σε αυτούς η πράξη απείχε πολύ– αναδείκνυαν την κατά Λένιν οικονομική πλευρά του ιμπεριαλισμού, την κυριαρχία των μονοπωλίων. Τυπικό παράδειγμα το ΚΚΕ, αν και δεν ήταν το μόνο. Άλλα ρεύματα προσέγγιζαν τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ ηγεμονικών-υποδεέστερων καπιταλιστικών χωρών με τα θεωρητικά σχήματα της «άνισης ανταλλαγής» (Σ. Αμίν, Α. Εμμανουήλ) ή της «μητρόπολης-περιφέρειας». Παρά τις υπαρκτές διαφορές τους, αυτές οι προσεγγίσεις έχουν ένα κοινό στοιχείο (που εν πολλοίς καθόρισε τη δυναμική τους): υπεραναδεικνύουν ή και αυτονομούν τον ρόλο των μονοπωλίων, της «ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης» και της άνισης ανταλλαγής, υποτιμώντας ή και παρακάμπτοντας –στην πολιτική πράξη ακόμη περισσότερο από ό,τι στα θεωρητικά κείμενα ή στα κομματικά προγράμματα– τη βασική εκμεταλλευτική σχέση, τους θεμελιακούς νόμους κίνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας, δημιούργημα των οποίων είναι τα μονοπώλια ή η άνιση ανταλλαγή.
Απόρροια αυτών των προσεγγίσεων ήταν το σχήμα περί κυρίαρχης και βασικής αντίθεσης που κυριάρχησε στο κομμουνιστικό κίνημα τις δεκαετίες εκείνες, όχι ως απόκλιση αλλά ως έκφραση των κατευθύνσεων της Μόσχας. Ως προς αυτό, βέβαια, υπάρχει ένα ερώτημα: Προηγήθηκε η δημιουργία του σχήματος και ακολούθησε η γραμμή που του αντιστοιχούσε ή έγινε το αντίστροφο (και συχνό φαινόμενο) — δηλαδή πρώτα επελέγη η γραμμή και στη συνέχεια κατασκευάστηκε το θεωρητικό σχήμα για να περιβληθεί με «επιστημονική» επίφαση η ήδη διαμορφωμένη και αποφασισμένη κατεύθυνση και το περιεχόμενο τακτικής και στρατηγικής;
Όπως και να έγινε –αν και πιο πιθανό είναι το δεύτερο– η γραμμή που είχε επιλεγεί αυτονομούσε την πάλη κατά των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού από την πάλη για την επαναστατική επίλυση της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας. Έτσι, η επίλυση της «κυρίαρχης» αντίθεσης ανάμεσα στον λαό και στα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό τοποθετούνταν στη στρατηγική, ήταν υπόθεση του πρώτου σταδίου της «ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας» και δεν απαιτούσε επανάσταση. Έτσι, επίσης, η τακτική μετατρεπόταν σε διαχείριση της τρέχουσας καθημερινότητας, απονευρωνόταν, επέτρεπε την τακτική ουράς στην Ένωση Κέντρου, το «άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων» με το ΠΑΣΟΚ ή τις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα, ενώ παράλληλα το πέρασμα από το πρώτο στο δεύτερο στάδιο της «ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας» ρευστοποιούνταν, δεν προϋπέθετε με σαφήνεια επανάσταση και ο κομμουνισμός αποδιωχνόταν στο νεφελώδες υπερπέραν. Με λίγα λόγια, η πλήρης άρνηση του Λένιν στο… όνομά του. Τι κι αν αυτός έγραψε τον Ιμπεριαλισμό για να εστιάσει στη θεμελιώδη αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας και να τεκμηριώσει ακριβώς την ανάγκη της επανάστασης κι όχι κάποιου ενδιάμεσου (αντιμονοπωλιακού ή αντιιμπεριαλιστικού) σταδίου ή μιας ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας; Αυτό είχε μικρή σημασία για τους περισπούδαστους… λενινιστές της εποχής εκείνης — και φαίνεται πως εξακολουθεί να έχει και για πολλούς από τους παραδοσιακούς ή νεόκοπους και μεταμοντέρνους αντιιμπεριαλιστές του σήμερα. Κι αν εκείνοι είχαν μια δικαιολογία, οι σημερινοί, ζώντας στον σύγχρονο καπιταλισμό, δεν έχουν καμία.
Και κάτι τελευταίο – όχι φυσικά σε σημασία. Ο αντιιμπεριαλισμός της εποχής εκείνης πήγαζε από μιαν αντίληψη για τη σχέση ηγεμονικών και υποδεέστερων καπιταλιστικών δυνάμεων: Θεωρούσε πως η σχέση αυτή είναι μονοδιάστατη, πως οι δεύτερες είναι υποτελείς, εξαρτημένες, μπανανίες. Συνεπώς, ο αντιιμπεριαλισμός ήταν συνώνυμο της εθνικής ανεξαρτησίας, της αντίστασης στην ξενοδουλεία. Ασφαλώς, για να θυμηθούμε πάλι τον Λένιν που μιλούσε για ανισόμετρη οικονομική-πολιτική ανάπτυξη, οι σχέσεις δύο καπιταλιστικών χωρών –ειδικά μιας ισχυρής και μιας υποδεέεστερης– δεν είναι ούτε πρόκειται να είναι ισότιμες, βασίζονται στον συσχετισμό δύναμης αλλά και στο δίπολο συνεργασία-ανταγωνισμός. Έτσι, η σχέση του ελληνικού καπιταλισμού με τον αμερικανικό ή με την ΕΕ δεν ήταν ούτε είναι απλώς σχέση εξάρτησης ή υποτέλειας: Ήταν μια συμμαχία στην οποία οι «εταίροι» έμπαιναν και μπαίνουν ανισότιμα και από την οποία προσδοκούν –και θα έχουν– ανισότιμα οφέλη.
Υπό αυτήν την έννοια, ο αντιιμπεριαλισμός –τουλάχιστον για όσους θέλουν να μιλούν στο όνομα του Λένιν – προϋποθέτει την αντίθεση στο εγχώριο κεφάλαιο και στις εντός κι εκτός των συνόρων δράσεις του και παράλληλα δεν μπορεί παρά να είναι άρρηκτα συνδεδεμένος –αν όχι ταυτισμένος– με τον αντικαπιταλισμό.
Η ταξική πάλη και οι ξένοι «προστάτες»
▸ Εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα θα ήταν ανάπηρα χωρίς αντιιμπεριαλισμό
Η ελληνική αστική τάξη παραδοσιακά έχει συνδέσει την τύχη της με υπερεθνικούς προστάτες. Ο Βενιζέλος ξεκίνησε «επανάσταση» για να συμμετέχει η χώρα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με την πλευρά της Αντάντ. Στη συνέχεια έστειλε εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία με αντάλλαγμα την άδεια της Αντάντ για την ελληνική εκστρατεία στη Μικρασία με τα γνωστά αποτελέσματα. Τη δεκαετία του 1940 στηρίχτηκε διαδοχικά στη ναζιστική Γερμανία (κατοχικές κυβερνήσεις, Χωροφυλακή, Τάγματα Ασφαλείας και δωσιλογισμός), στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της λυσσαλέας πάλης ενάντια στον εσωτερικό εχθρό της, τον ελληνικό λαό. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ, ο ρόλος των ΗΠΑ και της CIA στον εμφύλιο και μετέπειτα έκανε την «αμερικανοκρατία» αναπόσπαστη πλευρά του μετεμφυλιακού καθεστώτος, των διώξεων, των συνομωσιών του 1965 με τελική κατάληξη το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
Η ελληνική εθνικοφροσύνη, ακραία έκφραση αυτής της αστικής πολιτικής και στην κατοχή (οργανώσεις ΠΑΟ, Χ, ΡΑΝ και άλλα εθνικιστικά μορφώματα) και μετέπειτα (ο «εθνικός κορμός» της ΕΡΕ, ο ΙΔΕΑ, το παρακράτος) συνδύαζαν τον άκρατο αντικομμουνισμό, την επιθετικότητα απέναντι στις γειτονικές χώρες (Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Αλβανία και Τουρκία) με την πρόσδεση σε κάποια μεγάλη ιμπεριαλιστική δύναμη, ακόμα και με τους φασίστες κατακτητές.
Το αναγεννημένο μετά το σοκ της ήττας του εμφυλίου εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα καθώς και το κίνημα για δημοκρατία, είχαν ως ουσιαστική τους πλευρά την πάλη ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό που θωράκιζε τη βάρβαρη και αυταρχική αστική κυριαρχία της μεταπολεμικής Ελλάδας. Άλλωστε, η ταξική πάλη από την πλευρά της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων θα ήταν ανάπηρη χωρίς την εξωτερική της πλευρά, χωρίς την αντιιμπεριαλιστική πάλη.
Διεθνισμός στην εποχή του σύγχρονου καπιταλισμού
Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός της εποχής μας ενσωματώνει τα ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά του παρελθόντος, μεταλλάσσοντάς τα. Ελάχιστες είναι πια οι γωνιές του πλανήτη εκτός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η καταλήστευση και ενίοτε εξόντωση των λαών των αποικιών από τις αποικιοκρατικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχει δώσει τη θέση της στην διεθνοποίηση του κεφαλαίου, στην κυριαρχία των Πολυεθνικών Πολυκλαδικών Μονοπωλίων, των υπερεθνικών οργανισμών τύπου ΔΝΤ και ΕΕ και των επιτρόπων τους που διασφαλίζουν την, μέχρι δεκάρας, αποπληρωμή του δημόσιου χρέους από τους λαούς. Οι αστικές τάξεις και τα εθνικά τους κράτη είναι οργανικά ενταγμένες σ’ αυτό το διεθνές πλέγμα, παρά τους ανταγωνισμούς, τα αντίπαλα μπλοκ και τις στρατιωτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ τους.
Η σημερινή ελληνική αστική τάξη έχει προσδέσει στρατηγικά τα συμφέροντά της στο ευρωνατοϊκό πλαίσιο συνεχίζοντας το παραδοσιακό «Ανήκομεν εις τη Δύσιν» του «εθνάρχη» Καραμανλή. Η εκμετάλλευση των εργαζομένων της χώρας, ντόπιων και μεταναστών, καθώς και οι αντιπαραθέσεις με τις αστικές τάξεις των γειτονικών χωρών εξυπηρετούνται με αυτή την ένταξη, όσο ανισότιμη κι αν είναι. Το σύγχρονο εθνικιστικό, ακροδεξιό και φασιστικό ρεύμα δεν έχει καθόλου αμφισβητήσει την ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, ούτε τη συμμαχία με το Ισραήλ.
Η πάλη για τα εργατικά δικαιώματα και τη δημοκρατία ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος του είναι αδύνατη χωρίς την πάλη ενάντια στην επιτροπεία της ΕΕ. Η διεθνιστική αλληλεγγύη με τους λαούς της Τουρκίας, της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας, ενάντια στην ελληνική αστική τάξη, περνάει αναγκαστικά μέσα από την πάλη για την αποδέσμευση από ΕΕ και ΝΑΤΟ. Αλλιώς είναι ανολοκλήρωτη ή και υποκριτική.