Ανάλυση: Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Τεκτονικές ήταν οι αλλαγές στο πολιτικό-κομματικό σύστημα που επέφεραν οι κοινωνικές συγκρούσεις το 2010-2015. Από τότε γίνεται προσπάθεια ανασυγκρότησής του, με κέντρο τον αναμορφωμένο ΣΥΡΙΖΑ και στόχο τη διαμόρφωση ενός νέου διπολισμού, ο οποίος όμως είναι πιο αδύνατος από το παρελθόν και αναπτύσσεται σε σαθρό κοινωνικό και οικονομικό έδαφος.
Από το 2009, όταν η χώρα μας εισήλθε στον αστερισμό των μνημονίων αρχίζει περίοδος αντιδραστικών τομών στην οικονομία, κοινωνία, στο κράτος και το κομματικό σύστημα. Ιδιαίτερα το τελευταίο ως ο πιο ευαίσθητος δέκτης των απαιτήσεων της καπιταλιστικής οικονομίας, αφού απ’ αυτό σχηματίζεται η κυβέρνηση, τελεί σε διαρκή κίνηση και ανασυγκρότηση, με διακριτές τομές. Αρχής γενομένης απ’ τη μεγάλη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ υπό τον Γ. Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ μετασχηματίζεται σε κόμμα σκληρής νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, ενώ είχε κερδίσει τις εκλογές με κεϊνσιανό πρόγραμμα. Οι αντιδράσεις στα μνημόνια οδηγούν το 2011 στην κυβέρνηση του τεχνοκράτη Παπαδήμου με συνεργασία -ω του θαύματος- των οξύτατα αντιπαρατιθέμενων ΠΑΣΟΚ-ΝΔ («φως-σκοτάδι»), αλλά και του ακροδεξιού ΛΑΟΣ. Στις διπλές εκλογές του 2012 πραγματοποιήθηκαν τεκτονικές αλλαγές λόγω των λαϊκών αντιδράσεων στις μνημονιακές πολιτικές. Το ΠΑΣΟΚ καταβαραθρώθηκε, βλέποντας τα ποσοστά του να κατρακυλάνε στο 13,6%. Απώλειες είχε και η ΝΔ, αλλά έμεινε στην πρώτη θέση. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ ισχυρή ήταν η παρουσία «ενδιάμεσων» κομμάτων, της ΔΗΜΑΡ που είχε αποχωρήσει απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ, της Ένωσης Κεντρώων, των ΑΝΕΛ, του Ποταμιού και της πρωτοεμφανιζόμενης Χρυσής Αυγής, ενώ σημαντική πτώση σημείωσε το ΚΚΕ λόγω ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ. Σχηματίστηκε κυβέρνηση εκ νέου ΝΔ-ΠΑΣΟΚ με συμμετοχή και της ΔΗΜΑΡ (δεξιά σοσιαλδημοκρατία).
Στις διπλές εκλογές του 2015, νικητής αναδείχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Στην πρώτη αναμέτρηση κατέβηκε με το Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης (δειλός, αναχρονιστικός κεϊνσιανισμός), στη δεύτερη έχοντας ήδη συμφωνήσει για το 3ο μνημόνιο, πρόβαλε το παραπειστικό «Παράλληλο Πρόγραμμα», ενώ συνεργάστηκε σε κυβερνητικό επίπεδο με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ…
Με διαφορετικό λόγο αλλά κοινή ουσία
O αστικός δικομματισμός είναι πολιτικός θεσμός που καθιερώθηκε για να εξασφαλίζει τον προσεταιρισμό της πλειοψηφίας των συντηρητικών και πιο προοδευτικών μαζών από δύο αντίστοιχα κόμματα και την πολιτική-κυβερνητική εναλλαγή, χωρίς να διακυβεύεται το σύστημα. Σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις τα δύο κόμματα συγκροτούν μεγάλο συνασπισμό και συγκυβερνούν (Σοσιαλδημοκράτες -Χριστιανοδημοκράτες στη Γερμανία, ΠΑΣΟΚ-ΝΔ στη μνημονιακή Ελλάδα στις κυβερνήσεις Παπαδήμου, Σαμαρά). Στη χώρα μας ο δικομματισμός συντηρητικού-προοδευτικού κόμματος καθιερώθηκε συνειδητά και οργανωμένα απ΄τη δεκαετία του ’60 μεταξύ της νεοπαγούς Ένωσης Κέντρου και της ΕΡΕ, κυρίως ως άμυνα του συστήματος κατά της ανόδου της Αριστεράς, όταν η ΕΔΑ στις εκλογές του 1958 συγκέντρωσε, και μάλιστα σε περίοδο μετεμφυλιακού αυταρχισμού, το 24,4% των ψήφων. Ο δικομματισμός διατηρήθηκε ως σύστημα διακυβέρνησης και εναλλαγής στη μεταπολίτευση ως το 1989 περίπου, όταν το ΠΑΣΟΚ αυτοπροβαλλόταν ως δύναμη αλλαγής.
Τα σοβαρά πολιτικά ζητήματα στα οποία συναινούν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι πολλά: από τις φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο μέχρι τον επιθετικό άξονα με ΗΠΑ-Ισραήλ.
Στη μνημονιακή περίοδο, από το 2009 ως σήμερα, ο δικομματισμός αναπαράγεται διατηρώντας παραδοσιακά στοιχεία, αλλά δημιουργώντας και νέα. Στην αρχή, το βάρος της αντιλαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής επωμίζεται το ΠΑΣΟΚ, αφού η ΝΔ εμφανίζεται ως αντιμνημονιακή δύναμη. Το 2011-12 όμως η ΝΔ προσχωρεί σ’ αυτήν την πολιτική και συμμετέχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου μαζί με το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ, ενώ απ’ το 2012 ως και τον Δεκέμβρη του 2014 συγκυβερνούν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. Στην περίοδο αυτή ο δικομματισμός ενισχύεται πολιτικά και κοινοβουλευτικά με την πρόσληψη και τρίτου κόμματος, ενός ακροδεξιού (ΛΑΟΣ) και ενός δεξιού σοσιαλδημοκρατικού (ΔΗΜΑΡ). Μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, ο παλιός δικομματισμός κατέρρευσε (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) και δημιουργήθηκε νέος απ’ τις εκλογές του 2015 ως σήμερα μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ.
Ο νέος δικομματισμός λόγω της απογοήτευσης των μαζών απ΄τα μνημονιακά κόμματα -περιλαμβανομένου και του ΣΥΡΙΖΑ που υπέγραψε το 3ο μνημόνιο παρά το επιβλητικό «Όχι» του δημοψηφίσματος- δεν υπερβαίνει πλέον το 60-65% των ψήφων, ενώ στις εκλογές του Σεπτέμβρη 2015 η αποχή και το λευκό πλησίασαν το 50%. Ιδιοτυπία του νέου δικομματισμού αποτελεί το γεγονός ότι ενώ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ συγκλίνουν στην ταξική και μνημονιακή διακυβέρνηση, αναπτύσσουν μια πόλωση σε δευτερεύοντα θέματα και σε ρητορικο-ιδεολογικό επίπεδο κυρίως. Αυτή η αντίθεση, αν και δευτερεύουσα, όταν υπεροξύνεται, προτάσσει το κομματικό συμφέρον έναντι του ταξικού, αφού παρεμποδίζει την απαιτούμενη συναίνεση για την επιτυχή διακυβέρνηση, που θα εύχονταν η οικονομική ολιγαρχία και οι ευρωνατοϊκοί πάτρονες. Επιπλέον, ο πόλεμος αλληλοεξόντωσης ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ ακόμα και με προσφυγή σε μια χειραγωγούμενη δικαιοσύνη, σε παρατεταμένες προεκλογικές περιόδους, όπως η τρέχουσα, ανησυχεί το σύστημα, εγχώριο και διεθνές, που θέλει ισχυρό δικομματισμό και απεύχεται την αποδυνάμωση του ενός ή του άλλου πόλου, όπως συνέβη με την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ,το 2012-15.
Η πτώση της δημοφιλίας του ΣΥΡΙΖΑ λόγω της σκληρής πολιτικής που εφαρμόζει, η εξάντληση των «μικροδώρων» που κατανέμει στους ακραία φτωχούς, απομυζώντας με την υπερφορολόγηση τους λιγότερο φτωχούς, το τέλος της όποιας ανάκαμψης σημειώθηκε στην παγκόσμια οικονομία τα προηγούμενα χρόνια και οι χαμηλές πτήσεις της ελληνικής οικονομίας, αναγκάζουν τους δανειστές να σφίξουν τα λουριά στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, περιορίζοντας, για παράδειγμα, κατά πολύ τους πραγματικά ωφελούμενους από τη ρύθμιση των κόκκινων δανείων.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, για να αποτρέψει την κατάρρευση της επιρροής της και να διατηρήσει τις όποιες ελπίδες της για νέα κυβερνητική τετραετία, προβάλλει ως νέα στρατηγική το «ευρύ μέτωπο των προοδευτικών δυνάμεων» ενάντια στη νεοφιλελεύθερη δεξιά και ακροδεξιά, ευελπιστώντας με τη γνωστή δημαγωγία της να δρέψει εντυπώσεις από ένα ευρύτερο προοδευτικό κοινό, που είναι ευάλωτο σε τέτοια συνθήματα.
Αλλά τι αποδεικνύει το «όραμα» του Τσίπρα για προοδευτικό μέτωπο στην Ελλάδα και την Ευρώπη;
Ο ΣΥΡΙΖΑ διακηρύσσει ότι είναι αριστερό κόμμα και όχι σοσιαλδημοκρατικό. Με τους Σοσιαλδημοκράτες όμως και τους Πράσινους, που έχουν υιοθετήσει τις πολιτικές της λιτότητας και του αυταρχισμού και τις ματοβαμμένες επιθέσεις του ΝΑΤΟ, ισχυρίζεται ότι θα αποτελέσει το «θετικό αντιπαράδειγμα» στη νεοφιλελεύθερη και ακροδεξιά πολιτική, την οποία όμως υιοθετούν ή ανέχονται οι σύμμαχοί του, αλλά και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ακριβώς, επειδή και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υιοθετήσει την αντιδραστική διαχείριση, δεν δικαιούται να αυτοορίζεται ως προοδευτική δύναμη. Όσο κι αν κατηγορεί τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ για την αντιλαϊκή πολιτική της λιτότητας και του αυταρχισμού, την ίδια πολιτική εφαρμόζει και ο ίδιος.
ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, σαν καλοί συνεταίροι, παραδέχονται και διακηρύσσουν ότι η ελληνική οικονομία δεν αντέχει να καταβάλει σε εργαζόμενους και συνταξιούχους τις αποδοχές, που παράνομα, όπως αναγνώρισαν τα δικαστήρια,περικόπηκαν. Ενώ η φορολογία είναι θηλιά στο λαιμό των λαϊκών και μικρομεσαίων στρωμάτων, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ έχουν ως κορωνίδα του προγράμματός τους την «φιλοαναπτυξιακή», όπως τη χαρακτηρίζουν, περικοπή της φορολογίας των επιχειρηματικών ομίλων . Από το 29% στο 20% υπόσχεται να μειώσει τη φορολογία τους ο Μητσοτάκης, απ’ το 29% στο 25% εντός τετραετίας ο πιο φειδωλός Τσίπρας.
Επιπλέον, είναι προοδευτικό το μέτωπο που συγκροτεί ο Τσίπρας με το ΝΑΤΟ, τους ακροδεξιούς Τραμπ και Νετανιάχου, επαιρόμενος ως καλός στρατιώτης Ράιαν, για την αναβάθμιση της χώρας στα Βαλκάνια, την Αν. Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, αποσπώντας και τα εύσημα της ακροδεξιάς ΝΔ;
Ή όρθωνε μέτωπο κατά της ακροδεξιάς ο Τσίπρας, όταν συγκυβερνούσε επί τέσσερα συναπτά έτη με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, όταν και μετά το ρήγμα με τους ΑΝΕΛ, περιμαζεύει Κουντουρά και Κόκκαλη, αλλά και στελέχη της επάρατης νεοφιλελεύθερης ΝΔ (Παπακώστα, Παπαγγελόπουλο);
Μπορεί ο Τσίπρας να παριστάνει τον πολέμιο κατά της ακροδεξιάς και του φασισμού, όταν αφήνει ατιμώρητη την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής, αφού με αστεία προσχήματα η δίκη της δεν έχει τελειωμό, όταν με τα κολαστήρια τύπου Μόριας χύνει νερό στον μύλο της εγκληματικής οργάνωσης;
Το «προοδευτικό μέτωπο» στην Ελλάδα προωθείται ως εγχείρημα συμμαχίας του ΣΥΡΙΖΑ κύρια με το ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ). Είναι απορίας άξιο πως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κατακεραυνώνει το ΠΑΣΟΚ ως το κατ’ εξοχήν κόμμα της διαπλοκής και διαφθοράς και απ’ την άλλη θεωρεί το κόμμα αυτό προνομιακό σύμμαχο. Σε μια προοπτική χρόνου το ΚΙΝΑΛ ή θα συνάψει μια δορυφορική συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ ή βαθμιαία θα φυλλοροήσει και το δυναμικό του, στο μεγαλύτερο μέρος του, θα ενταχθεί ή θα υποστηρίξει τον ισχυρότερο ΣΥΡΙΖΑ ως αντίπαλο δέος της συντήρησης. Η ίδια περίπου διαδικασία πραγματοποιήθηκε στη μεταπολιτευτική Ελλάδα μεταξύ Ένωσης Κέντρου και ΠΑΣΟΚ. Βέβαια, οι ιστορικές συνθήκες σήμερα είναι διαφορετικές. Το ΚΙΝΑΛ διατηρεί δυνάμεις, ανθίσταται στον «εναγκαλισμό» του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος υιοθετεί τακτική «περικύκλωσης» προσελκύοντας διάσπαρτες δυνάμεις της κεντροαριστεράς (Γέφυρα) ή στελέχη του ΚΙΝΑΛ με το δέλεαρ της υπουργοποίησης.
Ιδεολογικοπολιτική ανασυγκρότηση της ΝΔ
Προσπάθεια λείανσης του νεοφιλελευθερισμού, αγκάλιασμα του εθνικισμού
Στον άλλο πόλο του δικομματισμού η ΝΔ ετοιμάζεται για την ανάληψη της διακυβέρνησης. Ανασυγκροτείται κυρίως σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο. Προς τα δεξιά της εμφανίζονται μικρές οργανώσεις, με πιο προβαλλόμενη την Ελληνική Λύση του Κ. Βελόπουλου. Μικρή άνοδο ή στασιμότητα εμφανίζει και η Χρυσή Αυγή, εκμεταλλευόμενη τη συμφωνία των Πρεσπών. Πίεση η ΝΔ δέχεται ακόμη και απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού στελέχη του, όπως ο Βερναρδάκης, καλούν σε συστράτευση στο «προοδευτικό μέτωπο» και στελέχη της προοδευτικής κεντροδεξιάς. Η ΝΔ ρίχνει γέφυρες συγκυβέρνησης προς το ΚΙΝΑΛ, με το οποίο έχει συνεργαστεί σε δύο μνημονιακές κυβερνήσεις. Στην παρούσα ιστορική συγκυρία η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ, που φοβάται την απορρόφηση απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται να προτιμά τη συνεργασία με τη ΝΔ. Αλλά και μ’αυτή την επιλογή μπορεί να έχει απώλειες.
Στο ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο η ΝΔ προσπαθεί να λειάνει τις οξύτητες του νεοφιλελευθερισμού της με «ολίγον» κεϊνσιανισμό. Δίνει υποσχέσεις για φοροελαφρύνσεις των λαϊκών και, κυρίως, των μεσαίων στρωμάτων, επαγγέλλεται γενναία περικοπή του επαχθούς ΕΝΦΙΑ, οικογενεικά επιδόματα, νέες θέσεις εργασίας, χάρη στην προσέλκυση επενδύσεων, που θα εξασφαλίσει με την έμφαση στην αναπτυξιακή πολιτική. Βέβαια, δύσκολα μπορεί να συγκαλύψει την «πινοτσετική» λογική της στην ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού και στην εύνοια προς το μεγάλο κεφάλαιο, του οποίου τη φορολόγηση θα μειώσει κατά εννέα ολόκληρες μονάδες. Στροφή πραγματοποιεί και προς την εθνικιστική ρητορική , καταγγέλλοντας σφοδρά τη συμφωνία των Πρεσπών, για να εκμεταλλευτεί την ευαισθησία των κατοίκων κυρίως της Βόρειας Ελλάδας. Με μισόλογα όμως παραδέχεται ότι θα σεβαστεί τη Διεθνή Συμφωνία, αποτρέποντας απλώς υπερβάσεις εκ μέρους των βορείων γειτόνων.
Αντικαπιταλιστική σφήνα στον κίβδηλο διπολισμό
Η οξυμένη, ιδιαίτερα για τις ανάγκες της προεκλογικής σύγκρουσης, διαμάχη των δύο πόλων του δικομματισμού είναι κίβδηλη. Και οι δύο πόλοι είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένοι με τον νεοφιλελευθερισμό της «ελευθερίας της αγοράς» (της ασυδοσίας, δηλαδή, του κεφαλαίου), τη φτωχοποίηση των λαών της Ευρώπης που η διαδοχή κρίσεων και χαμηλής ανάπτυξης εγγυάται τη μακρόχρονη διάρκειά της με όλα τα «άνθη του κακού». Όπως και με τον ευρωατλαντισμό και το ΝΑΤΟ και τους κινδύνους που αντιπροσωπεύουν για την ειρηνική συνύπαρξη των λαών. Η καθεστωτική κεντροδεξιά και κεντροαριστερά, ενίοτε και η σύγκλισή τους, αδυνατούν να ανασχέσουν τις δυνάμεις του ακροδεξιού εθνικιστικού λαϊκισμού, που εκμεταλλεύεται την αδυναμία τους για πραγματικά φιλολαϊκές λύσεις. Το «προοδευτικό μέτωπο» που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ δεν προωθεί καμιά εναλλακτική αριστερή πολιτική. Αποτελεί τον ένα πόλο του αστικού δικομματισμού που περιλαμβάνει ένα σοσιαλφιλελεύθερο και έναν εθνικιστικό ακροδεξιό πόλο με κοινή κοίτη τη νεοφιλελεύθερη πολιτική.
Πραγματική απάντηση στα ψευτοδιλήμματα του μικρότερου και του μεγαλύτερου κακού, της μικρής και προσωρινής ωφέλειας αντί της ουσιαστικής και διαρκούς αποτελεί, σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο, η αντικαπιταλιστική κομμουνιστική πολιτική, που αποδεικνύει ότι μόνο η εργατική λαϊκή αντεπίθεση αποτελεί πραγματική φιλολαϊκή προοπτική ενάντια στην όποια εκδοχή της νεοφιλελεύθερης κεντροαριστερής ή κεντροδεξιάς διαχείρισης, αλλά και στην άνοδο της φασιστικής δεξιάς, που εμφανίζεται ως εναλλακτική λύση, ενώ αποτελεί την πιο αποτρόπαια μορφή της ίδιας πολιτικής.
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά με πάλη και ενότητα μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην ήττα της αστικής πολιτικής.