του Θάνου Ανδρίτσου
«Ο θρυλικός στρατηγός Γκιάπ πέθανε σε ηλικία 102 ετών». Έτσι περιέγραψε το περιοδικό Time το θάνατο του «Κόκκινου Ναπολέοντα» την περασμένη βδομάδα. Το ίδιο περιοδικό, μεσούσης της πολεμικής αναμέτρησης του Βιετνάμ με τις ΗΠΑ – για την ακρίβεια μόλις λίγες μέρες μετά την πρωτοχρονιάτικη επίθεση του Τετ – τον χαρακτήριζε έναν «επικίνδυνο και πανούργο εχθρό».
Είναι ο σεβασμός στο νεκρό και την αξία του, είναι και τα δεκάδες χρόνια που έχουν περάσει και οι έχθρες που καταλάγιασαν που κάνουν δημοσιεύματα σαν κι αυτά να μην μας προκαλούν εντύπωση. Όπως και να χει, είναι περίεργα τα παιχνίδια της μνήμης.
Η International Herald Tribune του αφιέρωσε ένα αναλυτικό αφιέρωμα, αναδεικνύοντας τις διαχρονικές αρετές του και τη σημασία των επιτευγμάτων του, ενώ χαρισματικό τον αποκάλεσαν και οι Times της Νέας Υόρκης. Όλα τα δημοσιεύματα αναφέρονται στα στοιχεία του χαρακτήρα του, αυτός είναι άλλωστε ο τρόπος που αντιλαμβάνονται την ιστορία. Έτσι ο στρατηγός περιγράφεται σαν ένας πανέξυπνος στρατιωτικός που κατόρθωσε να κατατροπώσει τις πολύ ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, θυσιάζοντας όμως στο βωμό της νίκης εκατομμύρια Βιετναμέζους.
Σε κάποια άρθρα, εμφανίζονται δυτικοί στρατιωτικοί να παραδέχονται την εντύπωση που τους έκανε, η μικρή σημασία που έδινε στη ζωή των πολεμιστών. Για τα εκατομμύρια των ξυπόλυτων Βιετναμέζων που χάθηκαν φταίει η σκληρότητα του Γκιαπ και όχι τα πυροβόλα, τα ελικόπτερα και οι βόμβες ναπάλμ των κατακτητών.
Ακόμα και αν δεν κρύβουν πλέον το θαυμασμό τους για τις ηρωικές νίκες των μαχητών του Χο Τσι Μινχ, φαίνεται πως ακόμα αδυνατούν να καταλάβουν το βαθύτερο νόημά τους. Λογικό, πώς μπορεί ένας αμερικάνος μισθοφόρος που πολεμά στην άλλη γωνιά του κόσμου, να κατανοήσει την αυτοθυσία – ή και τη σκληρότητα- του αγωνιστή της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας;
Ο στρατηγός Γκιάπ δε γεννήθηκε πανέξυπνος στρατηγός. Ήταν ένα από τα λαμπρότερα μυαλά μιας γενιάς που θα άλλαζε ολόκληρο τον κόσμο. Χωρίς στρατιωτική μόρφωση, με οικονομικές, νομικές και πολιτικές σπουδές και εργασιακή εμπειρία καθηγητή και δημοσιογράφου, αφιερώνεται στον αγώνα για την απελευθέρωση από τον αποικιοκρατικό ζυγό των Γάλλων, ήδη από τη δεκαετία του ’30. Το όνειρο του έγινε πραγματικότητα σχεδόν μισό αιώνα μετά, όταν οι τελευταίοι αμερικάνοι στρατιώτες επιβιβάζονταν στα ελικόπτερα και αποχωρούσαν από τη χερσόνησο της Ινδοκίνας.
Έπρεπε να προηγηθούν: Διώξεις και συλλήψεις τα πρώτα χρόνια ενάντια στους Γάλλους. Η συνάντηση με τον Χο Τσι Μινχ και η δημιουργία του Βιέτ Μινχ, της Ένωσης για την Ανεξαρτησία του Βιετνάμ, από τη γιαπωνέζικη κατοχή, το 1941. Η σύλληψη και δολοφονία της γυναίκας του. Η ανάδειξή του στην ηγεσία του απελευθερωτικού στρατού. Ο οχτάχρονος πόλεμος με τους Γάλλους που θα λήξει με τον εξευτελισμό των αποικιοκρατών στην ιστορική μάχη του Ντιε Μπιεν Φου. Ο σχεδόν δεκαετής πόλεμος με τους Αμερικάνους και τους Νοτιοβιετναμέζους συμμάχους τους που θα αποβεί και πάλι νικηφόρος φέρνοντας την απελευθέρωση και ενοποίηση της χώρας.
Αυτό που αναζητούσαν ο Γκιαπ και ο Μινχ, ήταν ο τρόπος που θα γίνονταν η πρώτη χώρα που θα νικούσε δυνάμεις και στρατούς από κράτη πολύ πιο αναπτυγμένα, με απείρως ισχυρότερες πολεμικές μηχανές, με τεράστιους πόρους και εμπειρία. Γι’ αυτό ήταν αναγκαίος ο «λαϊκός πόλεμος» δηλαδή όπως έλεγε σε μια συνέντευξη, «ένας πόλεμος από τον λαό για τον λαό. ΓΙΑ τον λαό επειδή οι στόχοι του πολέμου είναι οι στόχοι του λαού – όπως ανεξαρτησία … Και ΑΠΟ τον λαό – αυτό σημαίνει όχι μόνο ο στρατός αλλά όλοι οι άνθρωποι». Έτσι, μετέτρεψαν κάθε χωριό, κάθε ποτάμι, κάθε ορυζώνα της χώρας σε ένα πολυπλόκαμο πολεμικό δίκτυο, με σύσσωμο τον οργανωμένο λαό να επιτίθεται και να αιφνιδιάζει τους εχθρούς, να τους πετυχαίνει πλήγματα και να βρίσκει τρόφιμα και πολεμοφόδια.
Έτσι οι ιμπεριαλιστές, συνεχίζει «δεν αντιμετώπιζαν απλά έναν στρατό αλλά έναν ολόκληρο λαό. Το μάθημα είναι ότι όσο σπουδαίες και να είναι οι στρατιωτικές και οικονομικές δυνατότητες του αντιπάλου σου, ποτέ δεν θα είναι αρκετά σπουδαίες ώστε να νικήσουν έναν λαό ενωμένο στην πάλη για τα βασικά του δικαιώματα».
Αυτό είναι το αιώνια φωτεινό μάθημα του Γκιάπ και του Βιετνάμ. Οι ανθρώπινες θυσίες ήταν αμέτρητες και δυσβάσταχτες. Όμως, δεν ήταν επιλογή ενός σκληρού επιτελείου των ανταρτών. Αν δεν πάλευαν μέχρι τέλους για την ιμπεριαλιστική κυριαρχία τους οι δυτικοί, αν «δεν έκαιγε καλύβια η βροχούλα», τότε ο κάθε Φο Μι Τσιν, θα έπαιρνε για βόλτα το κορίτσι του.
Ο Γκιάπ δεν έφυγε στα ταραγμένα χρόνια του 60. Έζησε μέχρι σήμερα, βιώνοντας τις ελπίδες και τις διαψεύσεις, ζώντας σε μια ελεύθερη χώρα, αλλά εντός μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής κυριαρχίας. Τα Βιετνάμ έγιναν ένα, δύο, τρία αλλά δεν αρκούσαν για να βγάλουν το βραχνά της καταπίεσης. Όμως, ο κόσμος είναι διαφορετικός, ακόμα και αν σήμερα γυρίζει στις πιο σκοτεινές στιγμές. Η μονιμότητα της καπιταλιστικής εξουσίας, δεν αρκεί για να μηδενιστεί η παρακαταθήκη, αλλά και η πραγματική συμβολή, των αγώνων του παρελθόντος. Μόνο κυνικοί λογιστές και όχι επαναστάτες, μετρούν τη σημασία των ηρωικών θυσιών του χθες, σε ένα κοντόθωρο τεφτέρι του σήμερα.
Το Βιετνάμ άνοιξε ένα δρόμο που ακολούθησαν πολλοί. Έδειξε ότι ο ιμπεριαλισμός δεν είναι ανίκητος. Δέχτηκε πλήγματα και αναδιατάχθηκε και σήμερα είναι πιο επιθετικός, ίσως και πιο ισχυρός. Είναι υπόθεση του παρόντος και του μέλλοντος να μην τον θεωρήσουμε και πάλι ανίκητο. Αυτό θα κρατήσουμε από τον στρατηγό που έφυγε, αλλά πάνω απ’ όλα από αυτούς που πραγματικά γράφουν την ιστορία, τα εκατομμύρια των φτωχών εργατών και αγροτών.
———————————-
Η ΜΝΗΜΗ ΠΕΔΙΟ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ
Εμείς πότε θα ζήσουμε;
Δε θα μπορούσαμε να μη συμφωνήσουμε με την καίρια επισήμανση της Μ. Τζιαντζή στο φύλο της προηγούμενης Κυριακής: «Ο βασιλιάς Αλέξανδρος ζει, ο Λαμπράκης ζει, ο Τεμπονέρας ζει, ο Γκιαπ ζει… να δούμε πότε και πώς θα ζήσουμε κι εμείς».
Πόσες φορές δεν κουρνιάζουμε σε παρελθούσες δόξες – ίσως όχι του έθνους αλλά του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος- για να προφυλαχθούμε από τις σημερινές μας αδυναμίες; Πόσες φορές δεν προβληματιζόμαστε μήπως μετά από μια κραυγή για το ΕΑΜ και τον Άρη γυρνάμε σε μια καθημερινότητα χωρίς όπλα, άλογα και μπερέδες αλλά με ολόδικες μας Βάρκιζες; Και πόσες φορές δε φοβόμαστε μήπως γίναμε γεροντολόγοι και επετειακοί εορταστές δικών μας θαυμαστών προγόνων χωρίς να κρατήσουμε την κρίσιμη κληρονομιά τους…
Έρχονται όμως μετά οι κυβερνητικοί και μιντιακοί ταγματασφαλίτες και κάνουν το Μεταξά ήρωα στα σχολικά βιβλία, και σε καταδικάζουν αν πεις μια κουβέντα για τον Μελιγαλά και τη νίκη επί των συνεργατών των Ναζί. Και σου λένε ότι «το να είναι κανείς ναζιστής είναι μια άποψη και αυτό» και σου θυμίζουν ότι η μάχη της μνήμης είναι ταξική πάλη. Γιατί, μπορεί να λένε ότι ο Γκιάπ ήταν θρυλικός, αλλά όταν τα πράγματα σκουραίνουν θέλουν να κάνουν τον Άρη να μοιάζει με προδότη.
Υπάρχει η ρήση του Λένιν, που θυμηθήκαμε αυτή τη βδομάδα, όχι μόνο με το θάνατο του Γκιάπ αλλά και την επέτειο της δολοφονίας του Τσε. «Όσο ζούσαν οι μεγάλοι επαναστάτες, οι τάξεις των καταπιεστών τους καταδίωκαν συνεχώς και αντιμετώπιζαν τη διδασκαλία τους με την πιο άγρια μανία… Ύστερα από το θάνατο τους γίνονται προσπάθειες να τους μετατρέψουν σε άβλαβα εικονίσματα, σα να λέμε, να τους αγιοποιήσουν, να δώσουν κάποια δόξα στο όνομα τους για “παρηγοριά” των καταπιεζόμενων τάξεων και για την αποβλάκωση τους… στομώνοντας την επαναστατική της αιχμή, εκχυδαΐζοντας την».
Όμως δεν είναι πάντα αυτή η περίπτωση. Σήμερα στην Ελλάδα βιώνουμε ξανά την προσπάθεια αντιστροφής της ιστορίας. Γι’ αυτό θυμόμαστε ξανά την έκτη θέση για τη φιλοσοφία της ιστορίας του Μπένγιαμιν:
«Το χάρισμα για να αναζωπυρώνει τη σπίθα της ελπίδας στο παρελθόν έχει εκείνος μόνο ο ιστορικός, που έχει την πεποίθηση, ότι και οι νεκροί ακόμα δεν θα είναι ασφαλείς από τον εχθρό, στην περίπτωση που θα νικήσει. Και δεν έχει πάψει αυτός ο εχθρός να νικά»