ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΤΟΣ
Η «κεντροαριστερά» ανάμεσα σε ατάκες των Γκιωνάκη-Βουτσά και τους «εγκληματίες κομμουνιστές» της Εύας Καϊλή
Το λες κι αυτό εξέλιξη: Εάν η πολιτική χρήση του όρου «σκληρό ροκ» παραπέμπει στον Κ. Λαλιώτη και στο ΠΑΣΟΚ της χαραυγής του 21ου αιώνα, η «κεντροαριστερή» ιλαροτραγωδία της τρέχουσας περιόδου εξειδικεύει τα πράγματα. Οι άνθρωποι μοιάζουν να εμπνέονται από το γνωστό σλόγκαν του πανκ-ροκ: «Δεν ξέρω τι θέλω, ξέρω πώς θα το πάρω…».
Ανάλογες -με εκείνες των «πανκάδων»- δόσεις αγνωστικισμού και αποφασιστικότητας χαρακτηρίζουν τις περιβόητες διεργασίες για το νέο (;) φορέα της «κεντροαριστεράς». Δεν ξέρουν ποια δομή θα έχει, δεν αποφασίζουν πώς ακριβώς τον θέλουν- ομοσπονδία, συνομοσπονδία ή κάτι άλλο. Δεν διαμορφώνουν πρόγραμμα- αντ’ αυτού τα μνημόνια, προφανώς. Δεν προσποιούνται καν ότι ασχολούνται με την ιδεολογική του ταυτότητα, ότι αναζητούν διακριτές αποχρώσεις για τον παγιωμένο («σοσιαλ»)νεοφιλελευθερισμό τους. Επιθυμούν όμως διακαώς την αρχηγία στο …απροσδιόριστο.
Η εν λόγω διαδικασία θυμίζει το καραμανλικό φιάσκο των πρώιμων σίξτις, το …Μον Παρνές της Πάρνηθας: το 1963 εξακριβώθηκε ότι διέθετε περισσότερους υπαλλήλους παρά πελάτες. Έστω και καθ’ υπερβολή, θα λέγαμε ότι οι επίδοξοι αρχηγοί της «νέας κεντροαριστεράς» τείνουν να γίνουν περισσότεροι από τους οπαδούς της.
«Άσε μου το πηδάλιο», αξίωνε ο Γκιωνάκης, περίπου ένα έτος έπειτα από την εξακρίβωση του «θαύματος» στο Μον Παρνές, στην κινηματογραφική κωμωδία «Κόσμος και κοσμάκης». Ε, φαντάζει ακόμη πιο αδύναμη η σημερινή «επιχειρηματολογία» εκάστου εκ των μνηστήρων της «κεντροαριστερής» αρχηγίας, αν ληφθεί υπόψη πως ο Γκιωνάκης είχε -τουλάχιστον- την ευχέρεια να επικαλεστεί κάποια προϊόντα της προσωπικής του καπατσοσύνης, για να πείσει τη μνηστή του να του αφήσει το πηδάλιο.
Το όλο πράγμα θα προσφερόταν για μετρημένη, «χαλαρή» ανάλυση και για μπόλικη θυμηδία, αν δεν το έστρεφε προς το εξοργιστικό η Εύα Καϊλή με το διαβόητο άρθρο της. «Εγκληματίες κομμουνιστές» λοιπόν και λοιπές «διακηρύξεις» που θα μπορούσαν να κάνουν τη «Χρυσή Αυγή» να απορήσει για την απήχηση που βρίσκουν οι ιδέες της στο πολιτικό mainstream, το «συνταγματικό τόξο».
Θα μπορούσε, άραγε, κάποιος να αγνοήσει τις «διακηρύξεις» της Καϊλή, σταθμίζοντας το πολιτικό διαμέτρημα και τον βαθμό συγκρότησης μιας πολιτικού, η οποία, όπως υπενθύμισε ο Νίκος Μπογιόπουλος, ως εκφωνήτρια του Mega «βάφτιζε» τον Άη Στράτη «Άη Στρατή»; Θα μπορούσε να τις θεωρήσει «ως μη γενόμενες» ή ως «ήσσονος σημασίας», με τη σκέψη ότι η Καϊλή πιθανόν να επιθυμεί να κρατήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας «μεταγραφής» της στην καθαρόαιμη κεντροδεξιά, καθώς, εκτός από το «άσε μου το πηδάλιο» του Γκιωνάκη, στην πολιτική «φοριέται» και «το θέμα είναι να τρουπώσω» του Βουτσά;
Θα ήταν άκρως επιπόλαια, κατά την άποψή μας, μια τέτοια παράκαμψη. Όχι μόνο διότι η Εύα Καϊλή εκλέχτηκε ευρωβουλευτής, αλλά κυρίως για δυο άλλους λόγους: Όσα τερατώδη διατύπωσε στο άρθρο της, αφενός δεν αποδοκιμάστηκαν από τους συστεγαζόμενούς της στο ΠΑΣΟΚ- ΔΗΣΥ (ούτε καν με ευγενικές διαφοροποιήσεις) και αφετέρου είναι απολύτως συμβατά προς τη στάση, την οποία τήρηση το «κεντροαριστερό» τσούρμο στην υπόθεση της διάσκεψης στην Εσθονία. Στο κάτω-κάτω, ακόμη κι αν πρόκειται για πολιτικό κλείσιμο του -πανέμορφου, κατά τ’ άλλα- ματιού της στη ΝΔ, εντός της οποίας τόσο …αρμονικά συνυπάρχουν ο μητσοτακικός μονεταρισμός και τα σκληρά ακροδεξιά «διαζώματα», το πράγμα μόνο ασήμαντο δεν είναι. Διότι ασφαλώς και έχει σημασία το τι μπορείς να λες όταν βρίσκεσαι σε έναν πολιτικό χώρο, χωρίς να γίνεσαι αυτομάτως ξένο σώμα. Όποιες κι αν είναι οι προσωπικές σου επιλογές, είτε «αλληθωρίζεις» προς άλλο κόμμα είτε όχι.
Δεν πρόκειται λοιπόν για απλή προσωπική κατάπτωσή της, αλλά για μια ακόμη ένδειξη της ρότας της «σύγχρονης» σοσιαλδημοκρατίας. Είχαμε τον Ανδρέα Λοβέρδο που ολημερίς κι ολονυχτίς αφόριζε το «τερατούργημα της μεταπολίτευσης» (ευκόλως αντιληπτό γίνεται το τι «δικαιώνει» αυτός ο αφορισμός), τώρα αποκτήσαμε και την ιδεολογική-ιστορική «κομμουνιστοφαγία» της Εύας, της οποίας τα συγκεκριμένα λόγια ίσως να δίσταζε να τα εκστομίσει ακόμη κι ο Μ. Βορίδης, σε δημόσια ομιλία του. Ας μην αναζητήσουμε εν προκειμένω της επίδραση της «αναθεωρητικής» ιστοριογραφίας.
Προέχει η παράμετρος «πολιτική ανάταξη» της ίδιας της σοσιαλδημοκρατίας.
Η τήρηση αποστάσεων από τον -ωμό, τουλάχιστον- αντικομμουνισμό ή ακόμη και η κατά περιόδους ευδιάκριτη επιδίωξη διαμόρφωσης συναγωνιστικών σχέσεων με την Αριστερά (είτε για ψηφοθηρικούς είτε και για άλλους λόγους), παραπέμπει σε μια σοσιαλδημοκρατία της εποχής των κοινωνικών συμβολαίων και των κεϋνσιανών, κατά βάση, «συνταγών». Έχει όμως παρέλθει προ πολλού η εποχή αυτή. Σήμερα, όπως αναλυτικά εξηγεί ο Γερμανός κοινωνιολόγος-πανεπιστημιακός Βόλφγκανγκ Στρεκ στο βιβλίο του «Κερδίζοντας Χρόνο», βιώνουμε τη λυσσαλέα προσπάθεια του καπιταλισμού να απαλλαγεί πλήρως από τα δυο «βαρίδια» που του φόρτωσε η πρώιμη μεταπολεμική περίοδος και τα οποία χαλιναγωγούσαν «τις δυνάμεις της αγοράς»: τα κοινωνικά συμβόλαια και τις δημοκρατικές «αγκυλώσεις»…
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο αντικομμουνισμός παύει να είναι ταμπού και των «κεντροαριστερών», ακόμη και στη χώρα, της οποίας οι ιστορικές ιδιαιτερότητες -διώξεις, εκτελέσεις, Μακρόνησος, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων- τον ανέδειξαν σε συνώνυμο της έννοιας «ανωμαλία», αλλά και σε σήμα κατατεθέν ενός συστήματος που στηρίχτηκε στις καλές υπηρεσίες των δωσίλογων.
Ελάχιστα χρήσιμο είναι, λοιπόν, να υπενθυμίζει κανείς στην Εύα Καϊλή ότι εντάχθηκε στο κόμμα που οικειοποιήθηκε την παράδοση του ΕΑΜ, γέμισε με αφίσες του Άρη Βελουχιώτη τα γραφεία των οργανώσεών του και έκανε βουλευτή τον Μάρκο Βαφειάδη. Ας θυμηθούμε καλύτερα ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της περιόδου Σημίτη κι εντεύθεν. Το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν μόνο το κυβερνητικό κόμμα των Τσουκάτου-Μαντέλη, της Siemens και της Goldman Sachs, των «απασχολήσιμων» και της επέκτασης της «μαύρης εργασίας», της αρπαγής στο Χρηματιστήριο και του νεοπλουτισμού στα χρυσοποίκιλτα σαλόνια των Ολυμπιακών Αγώνων, της ολέθριας ένταξης στην ΟΝΕ και της «εκσυγχρονιστικής» εκδοχής του καθεστωτικού εθνικισμού («ισχυρή Ελλάδα»).
Το ΠΑΣΟΚ έγινε, επίσης, το κόμμα που έδωσε βουλευτικά έδρανα στο …μισό υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη 1990-93. Που καμάρωνε επειδή «διείσδυσε στον ιδεολογικό και κοινωνικό χώρο της κεντροδεξιάς». Που λανσάρισε τον «κοινωνικό αυτοματισμό» ως ευκταίο φαινόμενο (δηλώσεις Δ. Ρέππα σε περίοδο αγροτικών κινητοποιήσεων). Που δια στόματος Γιάννου Παπαντωνίου (συνέντευξη στον Economist) εξέφραζε θαυμασμό για το πώς η Θάτσερ συνέτριψε τους ανθρακωρύχους, 15 χρόνια νωρίτερα. Που, για χάρη των μνημονίων, συγκυβέρνησε με τον Γ. Καρατζαφέρη αρχικά, με τους Σαμαρά, Άδωνι και Βορίδη στη συνέχεια. Που «έβγαλε» αποφθέγματα του τύπου «στη μεταπολιτευτική Ελλάδα η αξία της ζωής είναι μόνο εάν είσαι αριστερός, εάν δεν είσαι αριστερός σε πεθαίνουν σε δυο μέρες» (Α. Λοβέρδος, για τη Marfin). Που, που, που…
Έκανε ασφαλώς ένα άλμα η Εύα Καϊλή, αλλά δεν θα λέγαμε πως διήνυσε και αβυσσαλέα απόσταση μέχρι να φθάσει στους «εγκληματίες κομμουνιστές» που σκότωσαν τον παππού της. Α, συγγνώμη, τελικά δεν ήταν ο παππούς που σκοτώθηκε στα χρόνια του εμφύλιου, αλλά -όπως η ίδια «διόρθωσε»- ο πρώτος άνδρας της γιαγιάς της, το …1943! «Μύλος», αλλά δεν βαριέστε… Αλλάζουνε τα πρόσωπα μα παραμένει η φρίκη, στην κατοχή σκοτώνανε αθώους οι μπολσεβίκοι…