του Άρη Χατζηστεφάνου
Το παραδοσιακό πολιτικό σκηνικό όχι απλώς βρίσκεται σε κρίση, αλλά πληθαίνουν τα σημάδια αποσύνθεσης,
με «θύματα» τα δύο πάλαι ποτέ μεγάλα κόμματα και τους υποψηφίους τους. Το μείζον πρόβλημα
της γαλλικής ολιγαρχίας είναι πώς θα επιβάλει τα μέτρα που προωθούσε συστηματικά ο Ολάντ,
όταν το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας είναι εναντίον τους – ό,τι κι αν ψηφίσει στην κάλπη.
Σε έναν αργό και επώδυνο αποχαιρετισμό για την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία μετατρέπονται οι προεδρικές εκλογές, καθώς συμπαρασύρουν όλες τις πολιτικές βεβαιότητες των τελευταίων δεκαετιών. Το πολιτικό σύστημα μοιάζει να διαλύεται και καλείται να αναπροσαρμοστεί σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, όπου η αστική τάξη αδυνατεί να πετύχει τους ρυθμούς ανάπτυξης τους οποίους επιθυμεί, ενώ η κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με διαρκή λιτότητα, αυξανόμενη ανεργία και ραγδαία επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων. Οι συνθήκες διαλύουν το δικομματικό πολιτικό κέντρο επιτρέποντας σε νέες δυνάμεις (ή σε φτιασιδωμένα τέρατα του παρελθόντος) να έρθουν στο προσκήνιο.
Τα βλέμματα όλων στράφηκαν, όπως ήταν φυσικό, στο μεταφασιστικό Εθνικό Μέτωπο, που παρουσιάζεται εδώ και μήνες ικανό να περάσει στον δεύτερο γύρο. Για να φτάσει ως εδώ η Μαρίν Λεπέν, εκτός από τον πατέρα της πέταξε στο καλάθι της ιστορίας τα θατσερικά, νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, με τα οποία εκείνος απευθυνόταν στα μικροαστικά στρώματα του γαλλικού Νότου. Παράλληλα, «στρογγύλεψε» όσο χρειαζόταν την ακροδεξιά, ρατσιστική και αντισημιτική ρητορική του κόμματος. Με το νέο, ψευδεπίγραφα φιλολαϊκό προφίλ κατάφερε να κερδίσει ακόμη και παραδοσιακά προπύργια της Αριστεράς στο βορρά της χώρας αλλά ακόμη και στο Παρίσι.
Έτσι, η εργατική τάξη, όταν δεν απέχει αηδιασμένη από τις εκλογικές διαδικασίες, μοιάζει να συντάσσεται σε μεγάλο βαθμό με το Εθνικό Μέτωπο. Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η Λεπέν κλείνει το μάτι στη γαλλική αστική τάξη λέγοντας ότι μπορεί να επιβάλει όρους απολυταρχικού καθεστώτος στις εργασιακές σχέσεις και να διεκδικήσει καλύτερες συνθήκες για το γαλλικό κεφάλαιο απέναντι στο Βερολίνο, βάζοντας στο τραπέζι ακόμη και την έξοδο από την ευρωζώνη και την ΕΕ.
Όσο για την πολιτική της «τάξης και ασφάλειας» που υπόσχεται, είναι απόλυτα συμβατή με το διαρκές καθεστώς έκτακτης ανάγκης που επέβαλε ο Ολάντ τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα η παρουσία του στρατού και 50.000 αστυνομικών στους δρόμους αυτή την Κυριακή, σε συνδυασμό με το πρόσφατο αιματηρό περιστατικό στο Παρίσι, φαντάζει σαν ένα δώρο του συστήματος προς τη Λεπέν. «Η ισλαμική τρομοκρατία πρέπει να βρίσκεται στην αρχή και στο τέλος της προεκλογικής εκστρατείας» έγραφε η δεξιά εφημερίδα Φιγκαρό μόλις μία ημέρα πριν από την επίθεση. Πριν στεγνώσει το μελάνι της, Λεπέν, Φιγιόν και Μακρόν ακύρωναν τις προεκλογικές τους εμφανίσεις, μεταφέροντας στην τηλεοπτική αρένα και σε αντιπροσώπους το καθήκον να εκφράσουν τις θέσεις τους για το σκληρό καθεστώς που υπόσχονται. Και, φυσικά, η Λεπέν ήταν αναμενόμενο να κερδίσει εύκολα αυτή τη στημένη μάχη που της πρόσφερε το μιντιακό κατεστημένο.
Η σαρωτική άνοδός της είναι, βέβαια, φυσικό να προκαλεί ανησυχία σε ορισμένα τμήματα της οικονομικής ελίτ που είναι προσδεδεμένα στους μηχανισμούς της ευρωζώνης, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι τόσο τρομακτική για αυτούς όσο αφήνουν να εννοηθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μεγάλη αύξηση των σπρεντ και η ανησυχία στις χρηματαγορές, που παρατηρείται τις τελευταίες εβδομάδες, συμπίπτουν με τη δημοσκοπική άνοδο του Μελανσόν και όχι με το ενδεχόμενο εισόδου της Λεπέν στον δεύτερο γύρο – γεγονός που οι αγορές έχουν προεξοφλήσει εδώ και μήνες.
Κανένα άλλο κόμμα δεν καταφέρνει να απευθυνθεί παράλληλα στους ισχυρούς και τους αδύναμους. Ο συντηρητικός Φιγιόν, με τα οικογενειακά σκάνδαλα διαφθοράς και τα δωράκια που λάμβανε από επιχειρηματίες, αποκάλυψε άθελά του το πραγματικό, σάπιο πρόσωπο της γαλλικής Δεξιάς. Έτσι, το βάρος της άσκησης της ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής, που ο ίδιος υποσχόταν, περνά και πάλι στην «Κεντροαριστερά» του Μακρόν. Ο πρώην τραπεζίτης της Ρότσιλντ, με το χαμόγελο στο στόμα και τις κενές περιεχομένου δηλώσεις, είναι η τελευταία ελπίδα του «παλαιού καθεστώτος» να μεταμορφωθεί από τις στάχτες του και να παραμείνει στην εξουσία με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
Δίπλα του, το Σοσιαλιστικό Κόμμα γλείφει τις πληγές του, γνωρίζοντας ότι οι εκλογές αυτής της Κυριακής ίσως να είναι οι τελευταίες στις οποίες κατεβαίνει με τη σημερινή του μορφή. Η επίσημη επιλογή του Αμόν ως υποψηφίου του μπορεί να σηματοδοτεί μια μικρή στροφή προς τα αριστερά, αλλά αυτή έρχεται πάρα πολύ αργά, καθώς το όνομα του κόμματος έχει συνδεθεί οριστικά με τα σκληρότερα νεοφιλελεύθερα μέτρα και την αποτυχία επιστροφής στην ανάπτυξη. Ούτως ή άλλως, η ηγεσία του (με πρώτο και καλύτερο τον πρωθυπουργό Βαλς) φρόντισε να καρφώσει από πολύ νωρίς ένα μεγάλο «μαχαίρι» στην πλάτη του Αμόν, υποστηρίζοντας ανοιχτά τον Μακρόν.
Το πρόβλημα πλέον για το οικονομικό κατεστημένο είναι πώς θα καταφέρει να επιβάλει όλα τα μέτρα που επιχειρούσε να προωθήσει ο Ολάντ –κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό και σκληρότερη επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα στο εσωτερικό– τη στιγμή που η κοινωνία τα απορρίπτει στο σύνολό τους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλα τα κόμματα του Κέντρου, της Δεξιάς και του νεοφασισμού ετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν οργισμένες κοινωνικές αντιδράσεις και να τις καταπνίξουν για λογαριασμό της αστικής τάξης.
Αρκετοί είναι οι αναλυτές που συγκρίνουν την κατάσταση στη Γαλλία με τη «στρατηγική της έντασης» και τα «μολυβένια χρόνια» στην Ιταλία των δεκαετιών του 1970 και του 1980, όταν το βαθύ κράτος εκμεταλλευόταν (ή ενορχήστρωνε) τρομοκρατικές επιθέσεις για να επιβάλει το νόμο και την τάξη. Η βαθιά αντιπάθεια που εκφράζει η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού προς το πολιτικό κατεστημένο δεν επιτρέπει στις οικονομικές ελίτ να χρησιμοποιήσουν τα παραδοσιακά μέσα ελέγχου που τους προσφέρει η αστική δημοκρατία για τον έλεγχο του πληθυσμού.
Τα γάντια έχουν βγει σε έναν αγώνα μέχρι θανάτου…