Δουλειές του ένα ευρώ
ΟΛΙΒΙΑ ΤΖΙΟΥΒΑΡΑ, ΦΑΝΗΣ ΔΑΓΚΛΗΣ
Οι άνεργοι πλέον δεν χρησιμοποιούνται μόνο ως «εφεδρικός στρατός», μέσω του οποίου συμπιέζονται τα εργατικά δικαιώματα, αλλά διοχετεύονται στην αγορά εργασίας έτσι ώστε οι νέες σχέσεις εργασίας να εισάγονται άμεσα εκεί ακριβώς που έχει το κεφάλαιο μεγαλύτερη ανάγκη.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν είναι η πρώτη κυβέρνηση που ισχυρίζεται ότι τα προγράμματα απασχόλησης αποτελούν λύση στο πρόβλημα της ανεργίας. Τέτοιου είδους προγράμματα, καθώς και η ρητορική που τα συνοδεύει, γενικεύονται και επικρατούν στον σύγχρονο καπιταλισμό. Πάντα εμφανίζονται σαν αναγκαιότητα σε νέες δύσκολες συνθήκες, ενώ πρακτικά ολοκληρώνουν την τάση να κυριαρχήσουν επισφαλείς σχέσεις εργασίας, αυτή τη φορά όμως με τη μεσολάβηση και τη χρηματοδότηση του κράτους και των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων. Αυτό που επιδιώκουν –και καταφέρνουν– είναι τελικά οι εργαζόμενοι να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις για κινητικότητα των εργαζομένων, με την αβεβαιότητα που τη συνοδεύει, ενώ η οργάνωση των διεκδικήσεών τους να μοιάζει εξαιρετικά δύσκολη.
Το πιο «λαμπρό» παράδειγμα των μεταρρυθμίσεων αυτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αυτό της Γερμανίας. Από το 2000 και μετά, με μια σειρά νομοθετημάτων, ακολουθεί πολιτικές προώθησης ευελιξίας κι επισφάλειας στην αγορά εργασίας παράλληλα με ζοφερές περικοπές στο κράτος πρόνοιας. Βασική απόρροια ήταν η μετατροπή των ανέργων και «οικονομικά μη ενεργών» σε φτωχούς εργαζόμενους. Όταν λοιπόν οι κυβερνητικοί κύκλοι μιλάνε για βέλτιστες πρακτικές στην ΕΕ έχουν στο μυαλό τους μια σειρά νόμων που έχουν στόχο τις επιδόσεις της Γερμανίας, τόσο στους δείκτες ανάπτυξης αλλά και στους δείκτες φτώχειας. Πιο συγκεκριμένα, σε ότι έχει να κάνει με τις πολιτικές αντιμετώπισης της ανεργίας, μέσα σε λίγα μόλις χρόνια έγινε σύσταση ενός φορέα διαχείρισης της ανεργίας, εμφανίστηκαν μια σειρά από μορφές επισφάλειας που απευθύνονταν σε ανέργους, όπως τα mini-jobs (εργασία με μέγιστο μισθό τα 400 ευρώ το μήνα), το καθεστώς Ich-AG («Εγώ ΑΕ», είδος αυτοαπασχολούμενου στη Γερμανία ώστε όσοι το επιλέγουν να μην προσμετρούνται στο ποσοστό των ανέργων), το Ein-Euro-Job («Δουλειά του ενός ευρώ», δουλειές με ωρομίσθιο ένα ευρώ). Στο μεταξύ, αλλαγές υπήρξαν και στις παροχές των ανέργων, μειώθηκε η διάρκεια των επιδομάτων ανεργίας από τους 26 στους 12 μήνες, καταργήθηκε οριστικά το καθεστώς μακροχρόνιας ανεργίας, «Arbeitslosenhilfe», στο οποίο είχε δικαίωμα ένας άνεργος μετά την πάροδο της περιόδου ασφάλισης ανέργου. Κατά συνέπεια, όσοι είχαν λάβει το μέγιστο επίδομα ανεργίας για ένα χρόνο κάνουν αναγκαστικά αίτηση για κοινωνικό βοήθημα, λαμβάνοντας 345 ευρώ το μήνα, στο δυτικό κομμάτι της χώρας, και 331 ευρώ το μήνα για τα ομόσπονδα κρατίδια που ανήκαν στην πρώην Ανατολική Γερμανία.
ΕΣΠΑ και ΕΕ βαθαίνουν την εκμετάλλευση
Η ΕΕ μέσω των ΕΣΠΑ δεν δίνει δεκάρα για τους άνεργους, αλλά επιδοτεί αδρά τους εργοδότες
Η αναγκαιότητα της συζήτησης για τους τρόπους με τους οποίους το νεολαιίστικο κίνημα, αλλά και γενικότερα, μπορεί να «σηκώσει» το ζήτημα της πάλης κατά της ανεργίας προκύπτει από την ίδια την πραγματικότητα. Για το Β’ τρίμηνο του 2016, ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 1.112.075 άτομα που μεταφράζεται σε 23,1% του οικονομικά ενεργού πληθυσμό, ενώ ο αριθμός των απασχολούμενων εκτιμάται σε 3.702.613 άτομα (ΕΛΣΤΑΤ). Απάντηση του κεφαλαίου είναι η προώθηση των λεγόμενων ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, που όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις προωθούσαν, μέσα από τα «προγράμματα κατάρτισης για την είσοδο στην εργασία» (voucher), τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, την μετατροπή του επιδόματος ανεργίας σε επιδότηση πρόσληψης για τις επιχειρήσεις.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ισχυρίζεται ότι τα συγκεκριμένα προγράμματα με τις κατάλληλες παρεμβάσεις αποτελούν απάντηση στην ανεργία κι έτσι επιχειρεί να διαμορφώσει την εικόνα της φιλολαϊκής κυβέρνησης που φροντίζει για την καταπολέμηση της φτώχειας. Στην πραγματικότητα όμως, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της επίθεσης στον κόσμο της εργασίας. Οι άνεργοι πλέον δεν χρησιμοποιούνται μόνο ως «εφεδρικός στρατός», μέσω του οποίου συμπιέζονται τα κατακτημένα με σκληρούς ταξικούς αγώνες εργατικά δικαιώματα, αλλά διοχετεύονται με σχεδιασμένο τρόπο στην αγορά εργασίας ώστε οι νέες σχέσεις εργασίας να εισάγονται άμεσα, εκεί ακριβώς που έχει το κεφάλαιο μεγαλύτερη ανάγκη.
Παράλληλα, αλλάζει εντελώς η αντίληψη σχετικά με τις παροχές του κράτους στους ανέργους –το επίδομα τείνει να καταργηθεί, μειώνεται ο χρόνος καταβολής του αλλά και το ποσό, ενώ οι προϋποθέσεις για την απόκτησή του αυξάνονται. Το καθεστώς «μισοεργασίας-μισοανεργίας ή σύγχρονης δουλείας» που διαμορφώνεται, τείνει να ολοκληρώσει την τομή στο μοντέλο εργασίας (στις σχέσεις εκμετάλλευσης, αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης). Η πλήρης και σταθερή εργασία με δικαιώματα παραμερίζεται. Η επικράτηση, γενίκευση και περαιτέρω ανάπτυξη αυτού του μοντέλου συνδέεται άρρηκτα με τις επιδιώξεις ντόπιου και ξένου κεφαλαίου, κυβερνήσεων και πολιτικού συστήματος να προσελκύσουν επενδύσεις για το πέρασμα στην ανάπτυξη.
Την περίοδο που o ΣΥΡΙΖΑ ήταν αντιπολίτευση είχε ασκήσει μια ρηχή κριτική στα προγράμματα αυτά και σε αυτές τις πολιτικές. Πλέον, όχι απλά τα εφαρμόζει αλλά έχει αναλάβει ενεργητικό ρόλο στην προώθησή τους. Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την προσπάθεια να εξωραΐσει-εξορθολογίσει αυτή την πολιτική, να αμβλύνει τις ακραίες εκδηλώσεις της και να τη γενικεύσει και καθολικοποιήσει. Υπάρχει μια ολόκληρη εκστρατεία της κυβέρνησης για να καταδείξει πόσο διαφορετικά είναι τα «δικά της» προγράμματα, τι «μάχες» δίνει με τους θεσμούς για να κερδίσει περισσότερα χρήματα για την καταπολέμηση της ανεργίας. Είναι όμως όντως έτσι;
Τα προγράμματα voucher είναι ο ένας μεγάλος πυλώνας των πολιτικών για την απασχόληση των ανέργων. Ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα φαίνεται να ελκύεται από αυτά. Και γιατί να μη συμβαίνει αυτό άλλωστε; Από την άποψη των δικαιωμάτων οι «ωφελούμενοι» δεν έχουν καν μισθό, ενώ εξαιρούνται από το εργατικό δίκαιο. Δε θεωρούνται εργαζόμενοι από τις επιχειρήσεις και το κράτος. Η πληρωμή τους γίνεται με τη μορφή επιδόματος. Το γεγονός αυτό σε συνάρτηση με την τεράστια γραφειοκρατία που διαχειρίζεται τα προγράμματα έχουν καταστήσει ενδημικό φαινόμενο τις σημαντικές καθυστερήσεις στις πληρωμές των «ωφελούμενων».
Πολλές φορές μάλιστα αυτές ολοκληρώνονται αρκετούς μήνες μετά το πέρας του προγράμματος. Οι εργαζόμενοι δεν κοστίζουν τίποτα στους εργοδότες καθώς σημαντικό μέρος ή και όλη η αμοιβή παρέχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω των προγραμμάτων ΕΣΠΑ, ενώ ρόλο κεντρικού διαχειριστή των προγραμμάτων αναλαμβάνει ο ΟΑΕΔ και το υπουργείο εργασίας. Τίποτα από τα παραπάνω δεν έθιξαν οι αλλαγές που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Από την άλλη, η αρμόδια αναπληρώτρια υπουργός Ρ. Αντωνοπούλου ισχυρίζεται ότι με την σωστότερη διαχείριση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ θα καταφέρει να καταστήσει αποτελεσματική αυτή την πολιτική όσον αφορά την απορρόφηση των άνεργων σε θέσεις εργασίας. Εδώ αξίζει να επισημανθεί μια ακόμα πτυχή των προγραμμάτων voucher, αυτή της εμπορευματοποίησης της ανεργίας και της μετατροπής της σε πεδίο κερδοφορίας. Ειδικά για τα προγράμματα του ιδιωτικού τομέα που πολλές φορές έχουν το χαρακτήρα της επανακατάρτισης, νευραλγικό ρόλο στην υλοποίηση των προγραμμάτων παίζουν τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΚΕΚ).
Τα ΚΕΚ είναι εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες κατάρτισης, διασυνδεδεμένες με επιχειρήσεις. Αυτά χρηματοδοτούνται αδρά ώστε να λειτουργήσουν –όπως έλεγε και η Ρ. Αντωνοπούλου– σαν τα μάτια και τα αυτιά του μηχανισμού του υπουργείου για τη διάγνωση των αναγκών της αγοράς εργασίας σε εργατικό δυναμικό.
Στην πράξη όμως, από τη μία τα ήδη υπάρχοντα ΚΕΚ παρέχουν κακής ποιότητας υπηρεσίες επανακατάρτισης, ενώ κατά βάση αναπτύσσουν γραφεία εύρεσης εργασίας προκειμένου να απορροφούν τη χρηματοδότηση αυτών των προγραμμάτων, ενώ από την άλλη εταιρείες που επιθυμούν να επωφεληθούν από τη τζάμπα παροχή εργατικού δυναμικού ιδρύουν τα δικά τους ΚΕΚ με τα οποία συνεργάζονται μετέπειτα οι ίδιες. Σωστό σκλαβοπάζαρο! Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε αυτό το τοπίο ισχυρίζεται ότι με την δική της εποπτεία αυτά τα φαινόμενα θα περιοριστούν χωρίς όμως να μας λέει ούτε το πώς ούτε το ποιός ούτε το γιατί θα σταματήσουν ΚΕΚ και επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα να μετέρχονται αυτών των πρακτικών;
Ο δεύτερος πυλώνας αυτής της πολιτικής είναι τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας που βρίσκουν εφαρμογή στις υποστελεχωμένες δημόσιες υπηρεσίες και ιδιαίτερα στους Δήμους. Στα νέα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας η διάρκεια της απασχόλησης έχει μεγαλώσει από τους 5 στους 8 μήνες, με την υπόσχεση του επιδόματος ανεργίας μετά το πέρας τους. Κι όμως, παράλληλα η κυβέρνηση εξαγγέλλει το πέρασμα από το επίδομα ανεργίας στο επίδομα εργασίας ως μια πιο αποτελεσματική πολιτική για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Προωθεί δηλαδή την μετατροπή του επιδόματος ανεργίας σε χρηματοδότηση των εργοδοτών προκειμένου να προσλάβουν ανέργους. Πέραν λοιπόν του ότι ούτως ή άλλως ελάχιστοι άνεργοι έχουν δικαίωμα στο επίδομα ανεργίας, με τα νέα προγράμματα προωθείται μια ταξική πολιτική που επιδιώκει να ενοχοποιήσει τον άνεργο και να απενοχοποιήσει την επιχειρηματικότητα και τον εργασιακό μεσαίωνα που σοβεί στους κόλπους της. Σε αυτό το πλαίσιο, το επίδομα ανεργίας και οι αντίστοιχες κοινωνικές παροχές που επέτρεπαν σε προηγούμενες εποχές στοιχειωδώς στους άνεργους να στέκονται στα πόδια τους, στη νέα φάση σκοπός του κεφαλαίου, της ΕΕ και των κυβερνήσεων είναι να εκλείψουν.
Δεν έχει περάσει άλλωστε παρά μόνο ένας χρόνος από τις κινητοποιήσεις των εργαζόμενων στα πεντάμηνα (κοινωφελής εργασία 2015), όπου ένα από τα βασικά αιτήματα ήταν η παραμονή στην εργασία, προκειμένου να στοιχειοθετήσουν δικαίωμα χορήγησης επιδόματος ανεργίας. Κανείς δεν έχει ξεχάσει από τότε τη ξεκάθαρη απάντηση της αναπληρώτριας υπουργού: «Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με το πλαίσιο που ορίζουν τα ΕΣΠΑ, άρα αποκλείεται».
Τέλος, η κυβέρνηση ψεύδεται συστηματικά και συνειδητά όταν διακηρύσσει ότι στα νέα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας οι εργαζόμενοι έχουν πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Στα νέα προγράμματα κατοχυρώνονται μερικώς και πάντοτε με τρόπο που να μη συγκρούεται με το πλαίσιο του ΕΣΠΑ μια σειρά εργατικών δικαιωμάτων. Διατηρείται ωστόσο ακέραιη η εξαίρεση από το εργατικό δίκαιο και η λογική της μη αναγνώρισης των «ωφελούμενων» ως εργαζόμενων από κράτος και εργοδότες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης αποτελεί το δικαίωμα στις άδειες. Στα προηγούμενα προγράμματα ήταν οπωσδήποτε κάτι που δε προβλεπόταν ενώ σε πολλούς «ωφελούμενους» από πολύ νωρίς άρχισε να γίνεται κατανοητό ότι αυτή η κατάσταση είναι αδιανόητη. Σήμερα, ύστερα από τον πολύ σημαντικό αγώνα των εργαζόμενων στα πεντάμηνα έγινε κομμάτι της κοινωφελούς εργασίας. «Οι ωφελούμενοι δικαιούνται να απουσιάζουν δύο εργάσιμες ημέρες μηνιαίως» (ν/σ 4368/21-02-2016). Αντίστοιχα, ορίζεται αναρρωτική άδεια, άδεια λοχείας, γάμου, θανάτου κοντινού συγγενή ή γονεϊκή. Ωστόσο δεν σημαίνει πως οι «ωφελούμενοι» εργαζόμενοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν όλες τις μέρες άδειας μαζί σε άλλο μήνα ή να αποζημιωθούν αν δεν τις χρειαστούν. Σε περίπτωση παρατεταμένης απουσίας γίνεται αναπλήρωση των ημερών αργότερα. Η πραγματικότητα λοιπόν απέχει με όσα δημαγωγικά η κυβέρνηση προβάλει: οι εργαζόμενοι στα προγράμματα της κοινωφελούς συνεχίζουν να μην έχουν πλήρη εργασιακά δικαιώματα!
Όλο αυτό, τελικά, αποτελεί μια προσπάθεια εξωραϊσμού μιας πολιτικής που απλά διαχειρίζεται την εξαθλίωση. Δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από την εφαρμογή των επιταγών για ευέλικτη εργασία, για έναν ακόμα μηχανισμό διάλυσης των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων, ένας ακόμη τρόπος για να «κρατάνε ομήρους» τους εργαζόμενους. Αυτή η πολιτική έρχεται να συμπληρώσει τη διάλυση των κοινωνικών υπηρεσιών, αφού μόνιμο προσωπικό μόνο με το σταγονόμετρο επιτρέπεται να προσληφθεί στους δήμους, εκχωρώντας έτσι αυτές τις υπηρεσίες στο ιδιωτικό κεφάλαιο.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Μορφές αγώνα και οργάνωσης
Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ATTACK
Η μάχη που δόθηκε στα προηγούμενα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, πέρα από τα λάθη, τους περιορισμούς και τις αδυναμίες της, έδωσε πολύτιμα συμπεράσματα, ανέδειξε μορφές οργάνωσης διαφορετικές από αυτές του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος –με επιτροπές στους χώρους εργασίας, αλλά και κεντρικό συντονισμό τους. Ήταν ένας αγώνας με διάρκεια, με δίκαια αιτήματα που πήγαζαν από τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων και που κατάφερε συγκεκριμένες νίκες, όπως ήταν η πάλη για της άδειες και τον προστατευτικό εξοπλισμό, ενώ προέβαλλε και αιτήματα με πολιτικό χαρακτήρα, όπως το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους και η κατάργηση των προγραμμάτων αυτών. Η παραπάνω συζήτηση διαπέρασε τον αγώνα των εργαζομένων στην κοινωφελή εργασία στα τέλη του 2015.
Η έκβαση των αγώνων που θα έρθουν θα κριθεί σε πολλά επίπεδα. Θα κριθεί στη δυνατότητα να παλεύει ένα σύνολο στόχων που απαντάει στις βασικές ανάγκες του σήμερα, μέσα από τη σύγκρουση με τις αναδιαρθρώσεις που προωθεί ο καπιταλισμός για την διαμόρφωση των σύγχρονων εργασιακών σχέσεων. Η πάλη για τη μόνιμη και σταθερή εργασία και η μείωση του εργάσιμου χρόνου με αυξήσεις στους μισθούς –που προκύπτει ως δυνατότητα από τις σύγχρονες τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις– ,η πάλη για την κατοχύρωση επιδόματος ανεργίας δίχως προϋποθέσεις και αστερίσκους, ο αγώνας για συνδικαλιστικές ελευθερίες και η απαίτηση της κατάργησης όλων αυτών των προγραμμάτων δουλείας αποτελούν αυτούς τους στόχους που προσανατολίζουν το εργατικό κίνημα στην απαραίτητη σύγκρουση με την ΕΕ και τα εργαλεία της, την τωρινή κυβέρνηση και κάθε επίδοξο διαχειριστή. Η διεκδίκηση των παραπάνω δεν χωρά στους κόλπους του αστικοποιημένου, εργοδοτικού συνδικαλισμού, πέρα από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες και τις ενώσεις σκλαβοπάζαρων (όπως η ΓΣΕΕ) που ηγούνται της επίθεσης ενάντια στους εργαζόμενους. Περνά, απεναντίας, μέσα από την οργάνωση στους χώρους δουλειάς καθώς και τον αναγκαίο συντονισμό τους, βασικά κύτταρα διεκδίκησης των αυτονόητων δικαιωμάτων που εξαιτίας της φύσης των προγραμμάτων βρίσκονται συνεχώς υπό αμφισβήτηση.
Σε κάθε περίπτωση, η οργάνωση όλου αυτού του δυναμικού που κινείται στη γκρίζα ζώνη μεταξύ εργασίας και ανεργίας, είτε μιλάμε για τη θεσμική επισφάλεια των προγραμμάτων ΟΑΕΔ-ΕΣΠΑ είτε για την άτυπη επισφάλεια που κυριαρχεί σε όλους τους μαζικούς χώρους που εργάζεται η νέα εργατική βάρδια, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει θεμέλιο στην συγκρότηση ενός μαχητικού Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων και Συλλογικοτήτων, για τον αγώνα για μια ζωή αξιοβίωτη. Αγώνας ο οποίος αντικειμενικά για να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων θα πρέπει να αποχτήσει αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και προσανατολισμό.
Απαραίτητη πτυχή αυτής της προσπάθειας είναι η πανελλαδική έκφραση αυτού του αγώνα. Όχημα σε αυτή την κατεύθυνση αποτελεί και η «ATTACK στην ανεργία και την επισφάλεια» που συνέβαλε με τις δυνάμεις της στην οργάνωση και τη δύσκολη μάχη που δόθηκε, μέσα και από τις εμπειρίες που συσσώρευσε από την παρέμβασή της στους αγώνες των απλήρωτων βαουτσεράδων και των εργαζομένων στην κοινωφελή εργασία. Η μάχη αυτή θα δοθεί και στις γειτονιές, πλάι στις επιτροπές των εργαζόμενων, με τον αναβαθμισμένο ρόλο που πρέπει να έχουν οι εργατικές συλλογικότητες στις γειτονιές, εργατικές λέσχες, λαϊκές συνελεύσεις κλπ. Είναι μια μάχη καθοριστικής σημασίας για το εργατικό κίνημα και το μέλλον την εργασίας στη χώρα μας και διεθνώς.
Συντονισμός επιτροπών σε πανελλαδικό επίπεδο
ΕΝΙΑΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ ΚΑΙ ΒΑΘΥΤΕΡΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Μπροστά στη διαρκή και συντονισμένη επίθεση στα εργατικά δικαιώματα που χαρακτηρίζει την εποχή μας, και μπροστά στην απαίτηση για άμεση ανατροπή της κατάστασης με την τεράστια ανεργία του κόσμου της εργασίας, προκύπτει η αναγκαιότητα για την οργάνωση αυτών των εργαζομένων, με ζητούμενο την ενιαία και συντονισμένη εμφάνιση του πρωτοπόρου δυναμικού. Αναγνωρίζοντας το όριο που έθεσε στις προσπάθειες του προηγούμενου διαστήματος ο πολυκερματισμός των επιμέρους δράσεων, άμεσο καθήκον όλων των συλλογικοτήτων που δραστηριοποιούνται σε αυτό το πεδίο αλλά και ευρύτερα στο εργατικό κίνημα είναι η πανελλαδικοποίηση της παρέμβασης και η εκπόνηση ενός πανελλαδικού σχεδιασμού για την αναμέτρηση με την κυβέρνηση και την οργάνωση αυτού του κόσμου που δεν έχει φωνή. Η διαδικασία αυτή δεν είναι μονοσήμαντη, αλλά περνά μέσα από την προώθηση των υφιστάμενων πρωτοβουλιών, τη δημιουργία νέων εκεί που δεν υπάρχουν. Η πανελλαδικοποίηση αποτελεί κριτήριο για την αποφασιστικότητα και την ετοιμότητα την οποία θα πρέπει να διαθέτουμε στις μάχες που βρίσκονται μπροστά μας. Ετοιμότητα χρειάζεται και για την υποδοχή των αυθόρμητων και πολλές φορές και απρόβλεπτων ξεσπασμάτων της νέας βάρδιας, τα οποία –μέσα στο άνυδρο περιβάλλον της ανεργίας, του εργασιακού μεσαίωνα και της μετανάστευσης-συνεχίζουν να κυοφορούνται. Αναγκαίος είναι επίσης ο πολιτικός εξοπλισμός με εκείνα τα στοιχεία ανάλυσης και προγράμματος πάλης που μπορούν στο σήμερα να απαντούν στην επίθεση που διεξάγεται.
Τέλος, θετικό κεκτημένο αποτελεί η σύσκεψη την περίοδο της ΔΕΘ στην κατεύθυνση συντονισμού των συλλογικοτήτων της νεολαίας της εργασιακής περιπλάνησης. Στην ίδια κατεύθυνση, στα μέσα του Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε στα γραφεία της ΔΟΕ, η ανοιχτή σύσκεψη που κάλεσε η Πρωτοβουλία Πρωτοβάθμιων Σωματείων για το συντονισμό για τα θέματα της ανεργίας και της επισφάλειας. Στη συζήτηση καταγράφηκαν πλούσιες εμπειρίες και συμπεράσματα για το χαρακτήρα της ανεργίας και της εργασίας σήμερα, για το νέο γύρο επίθεσης του κεφαλαίου με άξονα το νέο εργασιακό και συνδικαλιστικό νόμο. Υπάρχει μια πληθώρα κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που προσεγγίζουν το θέμα από τις δικές τους ιδιαίτερες αφετηρίες.
Η σύσκεψη βοηθά στην ανάπτυξη διαλόγου αλλά και γόνιμης αντιπαράθεσης των διαφορετικών οπτικών, συμβάλει στην ανάπτυξη κοινού βηματισμού μεταξύ όλων αυτών των συλλογικοτήτων, ενώ αποκαλύπτει έστω ασταθώς και περιορισμένα την πολλαπλασιαστική δυναμική που μπορεί να αναπτυχθεί μέσω της κοινής δράσης. Πάνω σε αυτή τη βάση, αποφασίστηκε η διοργάνωση πανελλαδικής ημέρας δράσης στις 7 Δεκεμβρίου, όπου ευελπιστούμε σε μια πρώτη εμφάνιση της πρωτοπορίας που μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην οργάνωση του τμήματος αυτού της νέας εργατικής βάρδιας.