Κωστής Ζαχαρόπουλος
Η δυνατότητα να βγει ο λαός μαχητικά στο προσκήνιο συχνά φαντάζει αδύνατη. Η πορεία της ταξικής πάλης, ωστόσο, αποδεικνύει τις πραγματικές τάσεις και δυνατότητες, όπως φαίνεται και στο Λος Άντζελες.
Οι ΗΠΑ, ως το μεγαλύτερο καπιταλιστικό κέντρο παγκοσμίως, είναι μία χώρα βαθιά βουτηγμένη στις ταξικές αντιθέσεις. Και ενώ το εργατικό κίνημα τις τελευταίες δεκαετίες βιώνει μία εσωτερική κρίση σε σχέση με τα «περασμένα μεγαλεία» – παρά τις ολοένα συχνότερες απεργιακές εκρήξεις – διαρκώς έρχονται στην επιφάνεια κοινωνικές εκρήξεις που αποδεικνύουν πως η ταξική πάλη δεν μπορεί ούτε στον πάγο να μπει, αλλά ούτε να αποσιωπηθεί. Αυτές τις μέρες το Λος Άντζελες βρίσκεται στο επίκεντρο μίας τέτοιας σύγκρουσης.
Από την προεκλογική του εκστρατεία, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε επενδύσει πολλά στην αντι-μεταναστευτική ατζέντα του, με ρητορική μίσους και εξαγγελία μαζικών απελάσεων. Πράγματι, με όπλο την περιβόητη Υπηρεσία Μετανάστευσης (ICE) έχει ξεκινήσει ένα πογκρόμ κατά των μεταναστών, κυρίως Λατινοαμερικάνων. Κορωνίδα ήταν οι μαζικές συλλήψεις που πραγματοποιήθηκαν την περασμένη εβδομάδα στο Λος Άντζελες, μία πόλη με εκατομμύρια κατοίκους που ανήκουν στην παραπάνω ομάδα. Στις δίκαιες διαδηλώσεις που ξέσπασαν, ο πρόεδρος απάντησε με ωμή καταστολή, επιστρατεύοντας περίπου 4.000 μέλη της Εθνοφρουράς, η οποία κλήθηκε με παράκαμψη της πολιτειακής κυβέρνησης και απευθείας εντολή του Τραμπ, κίνηση που είχε να συμβεί από το 1965 επί προεδρίας Τζόνσον. Παράλληλα, αναπτύχθηκαν 700 πεζοναύτες, ενώ οι πολιτειακές αρχές – κυβερνήτης και δήμαρχος που προέρχονται από τους Δημοκρατικούς και φέρονται να απειλούνται με σύλληψη από τον Τραμπ – επέβαλαν νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας δημιουργώντας μία εικόνα πολεμικού περιβάλλοντος.
Οι κινήσεις του Τραμπ δεν είναι καθόλου τυχαίες και φαίνεται να αποσκοπούν σε τρία βασικά σημεία. Το πρώτο και βασικότερο είναι η απόδειξη της στροφής σε «μία Αμερική για τους Αμερικάνους», η οποία δεν θα ανέχεται την μετανάστευση και τον ξένο, πόσο μάλλον τα πιο ταξικά καταπιεσμένα στρώματα (έστω κι αν η «μαύρη εργασία» έχει συμβάλει καθοριστικά στην κερδοφορία του αμερικανικού κεφαλαίου). Μία τέτοια πολιτική βέβαια, σε μία χώρα με εκατομμύρια Λατίνους, αλλά και Αφροαμερικανούς, χρειάζεται και την κατάλληλη «σιδηρούν πυγμή». Έτσι, το ρεσιτάλ αυταρχισμού και η παράκαμψη κάθε πολιτειακής εξουσίας μπορεί να νοηθεί ως το βάπτισμα του πυρός σε μία βαθιά αυταρχική στροφή του κράτους των ΗΠΑ, με τις «παραφωνίες» χιλιάδων διαδηλωτών να χτυπιόνται. Η πολιτική αυτή δεν σταματάει, φυσικά, στους μετανάστες αλλά φτάνει στα συνδικάτα, τους αγωνιστές και την αριστερά. Ενδεικτικές είναι οι εικόνες των συλλήψεων, ανάμεσα στις οποίες και του συνδικαλιστή Ντέιβιντ Χουέρτα.
Πέρα από το μήνυμα στους «από κάτω», η κυβέρνηση Τραμπ επιχειρεί, μέσα από την επιχείρηση στο Λος Άντζελες, να συσπειρώσει το στρατόπεδό της, το οποίο εμφανίζεται λαβωμένο μετά το φιάσκο με τον Ίλον Μασκ (ο οποίος δείχνει να κάνει πίσω και στο συγκεκριμένο μέτωπο στηρίζει τον Τραμπ), αλλά και τον πόλεμο των δασμών. Πατάει έτσι πάνω σε ένα βασικό συγκροτητικό στοιχείο του ρεύματος του σύγχρονου ρεπουμπλικανισμού, δηλαδή την αντι-μεταναστευτική πολιτική, χτυπώντας ταυτόχρονα τους Δημοκρατικούς.
Σίγουρα, τα παραπάνω διαμορφώνουν ένα συγκεκριμένο περιβάλλον που ξεφεύγει από τα σύνορα των ΗΠΑ. Ενδεικτική η σχετικά πρόσφατη τοποθέτηση του αντιπροέδρου, Τζέι Ντι Βανς, ο οποίος κατονόμασε την παράνομη μετανάστευση ως υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο για την Δύση και βασικό αίτιο πίσω από την κρίση της ΕΕ. Υπάρχει, όμως, και μία ανάγνωση που έχει – σκόπιμα – χαθεί από την κουβέντα, η οποία επικεντρώνεται κυρίαρχα στην έριδα μεταξύ Τραμπ και πολιτειακής κυβέρνησης. Η όψη αυτή λέει πως οι καταπιεσμένοι της Αμερικής δίνουν ξανά στους δρόμους έναν σημαντικό αγώνα για μια αξιοπρεπή ζωή.
Οι παραλληλισμοί με την εξέγερση του 1992 στο Λος Άντζελες είναι υπερβολικά εμφανείς για να τους αγνοήσει κανείς. Όπως τότε έγιναν μεγάλες διαδηλώσεις εξεγερσιακού χαρακτήρα με αφορμή τον ξυλοδαρμό του Αφροαμερικάνου Ρόντνεη Κινγκ, έτσι και σήμερα, οι πιο βαθιά εκμεταλλευόμενες μερίδες του πληθυσμού της πόλης «σηκώνουν κεφάλι» ως απάντηση σε μία πολιτική που τους απειλεί καθημερινά, δίνοντας μάλιστα το παράδειγμα στον λαό αστικών κέντρων όλης της χώρας να ακολουθήσει. Συγχρόνως, φαίνεται να εγκυμωνούνται στοιχεία βαθύτερης πολιτικής αναμέτρησης, το εργατικό κίνημα δίνει δειλά- δειλά το παρόν, ενώ παρούσες σε όλες τις διαδηλώσεις είναι και – λίγες προς το παρόν – σημαίες της Παλαιστίνης.