Παναγιώτης Ξοπλίδης
Το ΚΚ Κίνας, ως μορφή οργάνωσης της κρατικής γραφειοκρατίας, συνδέεται οργανικά με την αστική τάξη. Τα μεσαία στρώματα έχουν μια αυξανόμενη παρουσία αλλά όχι κυρίαρχο ρόλο, ενώ η εργατική τάξη παράγει τον πλούτο και υπόκειται σε εκμετάλλευση. Τα συνδικάτα υπάγονται και θεσμικά στο κόμμα και αποτελούν «κρίκο» χειραγώγησης των εργαζομένων.
Στον δρόμο για τον νέο κινεζικό καπιταλισμό
Η ετήσια συνεδρίαση του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου στο Πεκίνο δεν επιφύλαξε σημαντικές ειδήσεις. Ο διεθνής Τύπος ανέδειξε τον αναπτυξιακό στόχο που τέθηκε στο 5%, καθώς η κινεζική οικονομία είναι πλέον η κινητήρια δύναμη του παγκόσμιου καπιταλισμού. Κανένας δεν αναφέρει πλέον ότι το ΕΛΚ είναι βραχίονας του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας στην υπηρεσία οικοδόμησης «σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά». Η σύνθεση αμφότερων είναι, άλλωστε, ενδεικτική της φύσης του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος στην Κίνα, που απέχει πολύ από την αφέλεια περί «μετάβασης σε μια μη καπιταλιστική ή ακόμα και σοσιαλιστική κοινωνική μορφή».
Για του λόγου το αληθές, μετά από αλλαγές στο σύνταγμα αλλά και στο καταστατικό του κόμματος, στο ΚΚΚ γίνονται δεκτοί επιχειρηματίες. Το 34% των ιδιοκτητών ιδιωτικών επιχειρήσεων είναι μέλη του, όπως κι ένας στους τρεις Κινέζους δισεκατομμυριούχους. Ο πλούτος που συγκεντρώνεται σε συνέδρια, όπως του ΕΛΚ, μπορεί να συγκριθεί με εκείνον στη Wall Street και άλλα κέντρα των δυτικών καπιταλιστικών μητροπόλεων. Ο κινέζικος καπιταλισμός έχει επιτύχει – μέσω της εκμετάλλευσης της πολυπληθέστερης εργατικής τάξης του κόσμου – μια γιγαντιαία συσσώρευση κεφαλαίου σε κλίμακα που ίσως δεν έχουμε ξαναδεί στην ιστορία. Είναι σήμερα μακράν η κορυφαία βιομηχανική δύναμη στον κόσμο με εκρηκτική διείσδυση στην παγκόσμια αγορά.
Οι ιδιομορφίες του καθεστώτος δεν αλλοιώνουν την κυρίαρχη φυσιογνωμία των καπιταλιστικών σχέσεων εντός της χώρας, αλλά και στις διεθνείς σχέσεις της. Δεν πρόκειται για μια «προσωρινή υποχώρηση», αλλά για ένα εδραιωμένο δρόμο καπιταλιστικής ανάπτυξης που έχει θέσει σε κίνηση μια αδυσώπητη πορεία σύγκρουσης με τις παλιές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Ο κινεζικός καπιταλιστικός δράκος
Η Κίνα σήμερα είναι μια πλήρως καπιταλιστική κοινωνία, με βάση τα κριτήρια της μαρξιστικής ανάλυσης. Σε δύο γενιές, η Κίνα πέρασε από το στάδιο μιας αγροτικής χώρας (όπου 8 στους 10 κατοίκους ζούσαν στην ύπαιθρο), σε μια χώρα στην οποία οι δύο στους τρεις ζουν σε πόλεις, με όλα τα φαινόμενα που συνοδεύουν μια διαδικασία αστικοποίησης τέτοιας ταχύτητας και έκτασης. Η κινητήριος δύναμη πίσω από αυτήν την τεράστια εσωτερική μετανάστευση ήταν η διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου, πρώτα με την εκβιομηχάνιση και μετά με την ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα. Τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της Κίνας είναι αποκαλυπτικά για τη σύνθεση του κινεζικού προλεταριάτου. Ο αριθμός των απασχολουμένων το 2022 ήταν 733.000.000, εκ των οποίων 177.000.000 ήταν στη γεωργία, 211.000.000 στη βιομηχανία, 359.000.000 στον τριτογενή τομέα. Οι αγρότες, οι πρωταγωνιστές της μεγάλης Κινεζικής Επανάστασης, βρίσκονται στο έλεος της αγοράς και πολλοί από αυτούς αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν μαζικά (περίπου 200 εκατ.) στις μεγάλες πόλεις, πολύ συχνά σε κατάσταση παρατυπίας και χωρίς κεντρικό σχεδιασμό.
Η παραγωγή πραγματοποιείται με βάση επιχειρήσεις, οι οποίες διακρίνονται από τις διάφορες μορφές ιδιοκτησίας: κρατική, «συλλογική», «συνεταιριστική» και ιδιωτική (διακρίνονται ως εγχώριες ή ξένες). Το ισχύον εταιρικό δίκαιο της Κίνας αναφέρει στο άρθρο 4 ότι: «Οι μέτοχοι μιας εταιρείας, ως συνεισφέροντες κεφαλαίου, απολαμβάνουν δικαιώματα ιδιοκτησίας όπως η απόλαυση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας, η λήψη σημαντικών αποφάσεων και η επιλογή του προσωπικού ανάλογα με το ύψος του αντίστοιχου κεφαλαίου που επενδύουν στην εταιρεία». Οι κρατικές επιχειρήσεις μειώθηκαν στο μισό, απασχολώντας σήμερα αντί του 24,6%, το 12,2% των εργαζομένων. Οι επιχειρήσεις «συλλογικής ιδιοκτησίας» και οι συνεταιρισμοί γνώρισαν κάθετη πτώση, σε βαθμό που να είναι πλέον ασήμαντες. Οι θυγατρικές του Χονγκ Κονγκ, του Μακάο και της Ταϊβάν και εκείνες που ελέγχονται από κεφάλαια άλλων χωρών παρέμειναν σημαντικές.
Ο μεγαλύτερος αριθμός ατόμων που απασχολούνται σε αστικές περιοχές εργάζονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις: 146.000.000 το 2019, ενώ το 2004 απασχολούσαν μόνο 30.000.000 – κάτι που σημαίνει πως σε 15 χρόνια έχουν πενταπλασιαστεί. Παράλληλα, αναπτύσσεται ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων, που έχουν πενταπλασιαστεί σε 15 χρόνια – από το 9% σε 26% του συνόλου των απασχολουμένων στις αστικές περιοχές. Ο ορισμός του αυτοαπασχολούμενου είναι ασαφής και φαίνεται να περιλαμβάνει και υπαλλήλους σε μικρο-οικογενειακές επιχειρήσεις. Αυτό που προκύπτει από τα δεδομένα είναι η ύπαρξη ενός διαδεδομένου ιστού μικρών επιχειρήσεων σε αστικές περιοχές, όπου οι εργασιακές σχέσεις είναι αυτές που χαρακτηρίζουν τη σχέση αφεντικού-εργαζομένου που γνωρίζουμε και στις αντίστοιχου μεγέθους επιχειρήσεις στις χώρες της Δύσης: εκμετάλλευση και εργοδοτικός δεσποτισμός, με λίγους ως ανύπαρκτους κανόνες προστασίας.
Σημαντικές οι ανισότητες στην Κίνα, που σε αρκετές περιπτώσεις υπερβαίνουν και τις αντίστοιχες στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό της Δύσης
Αν το εταιρικό καθεστώς αποτυπώνει μια αμιγώς καπιταλιστική συγκρότηση, ακόμα πιο αποκαλυπτική είναι η εικόνα των εργασιακών σχέσεων. Δεν μπορεί να κρυφτεί μια κατάσταση ακραίων συνθηκών εκμετάλλευσης, κυρίως στα μεγάλα εργοστάσια, με εξαντλητικά ωράρια εργασίας, χαμηλούς μισθούς, μονομερώς καθορισμένους από τις επιχειρήσεις και με εταιρικό δεσποτισμό. Στην Κίνα, όπως και σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο, υπάρχουν σημαντικές ανισότητες. Ο μέσος ετήσιος ακαθάριστος μισθός στις μεγαλουπόλεις Πεκίνο και Σαγκάη είναι περίπου 210.000 γιουάν (σχεδόν 27.000 ευρώ με την τρέχουσα ισοτιμία), στο Γκουανγκντόνγκ 125.000, στην επαρχία Χενάν μόλις 78.000. Με βάση το 100 ως μέσο μισθό, στους τομείς του τουρισμού και της γεωργίας ο μισθός είναι κάτω από 50, στις κατασκευές είναι 69, στη μεταποίηση 87, στις μεταφορές και το εμπόριο είναι γύρω στο 100, στην εκπαίδευση 106, στον χρηματοπιστωτικό τομέα 153, στην πληροφορική 193. Πρόκειται για μισθολογικές διαφορές υψηλότερες από ό,τι στις δυτικές χώρες, με ώριμο καπιταλισμό.
Αντίθετα, οι νόμοι περί συνδικαλιστικών οργανώσεων και περί εργατικών συμβάσεων δείχνουν ένα νομοθετικό πλαίσιο πολύ περισσότερο κοντά σε αυτό που βρίσκουμε σε ώριμες καπιταλιστικές χώρες. Υπάρχει «ελευθερία» υπογραφής ατομικών συμβάσεων εργασίας (ακόμα και ένα μήνα εργασίας χωρίς σύμβαση), συμβάσεις ορισμένου χρόνου χωρίς περιορισμούς, συμβάσεις έργου και δυνατότητα παροχής εργατικού δυναμικού από γραφεία προσωρινής απασχόλησης. Η υποταγή της μισθωτής εργασίας στο κεφάλαιο κατοχυρώνεται σε όλη την κινεζική νομοθεσία, όπως και σε αυτή των δυτικών χωρών. Το δικαίωμα στην απεργία έχει διαγραφεί από το Σύνταγμα το 1982. Ο συνδικαλιστικός νόμος στο άρθρο 5 ορίζει ότι τα συνδικάτα πρέπει να «προστατεύουν την κρατική εξουσία» και ταυτόχρονα ότι «κινητοποιούν και οργανώνουν τους εργαζομένους για να συμμετέχουν στην οικονομική ανάπτυξη και να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους στην παραγωγή». Η απεργία δεν προβλέπεται ως διαθέσιμο μέσο στα συνδικάτα.
Στο άρθρο 28 προβλέπεται δε το εξής: «Σε περίπτωση διακοπής εργασίας ή επιβράδυνσης σε επιχείρηση, δημόσιο ίδρυμα ή κοινωνικό οργανισμό, η συνδικαλιστική του οργάνωση προβαίνει σε διαβούλευση, παρουσιάζει τις απόψεις και αιτήματα των εργαζομένων και προτείνει λύσεις. Η εν λόγω επιχείρηση, δημόσιος φορέας ή κοινωνικός οργανισμός θα λύσει όποιες εύλογες απαιτήσεις έχουν οι εργαζόμενοι. Το συνδικάτο θα βοηθήσει την επιχείρηση, το δημόσιο ίδρυμα ή τον κοινωνικό οργανισμό στη διαδικασία, ώστε να αποκατασταθεί η κανονική τάξη παραγωγής και εργασίας το συντομότερο δυνατό». Στο άρθρο 32, επίσης, αναφέρεται ότι «τα συνδικάτα παρέχουν θεωρητική και πολιτική καθοδήγηση στους εργαζομένους τους σε συνεργασία με τους εργοδότες, εκπαιδεύουν τους εργαζομένους να κάνουν τη δουλειά τους και προστατεύουν την περιουσία των οντοτήτων τους και το κράτος ως κυρίαρχο της χώρας, οργανώνουν δημόσιες δραστηριότητες για να κάνουν οι εργαζόμενοι ορθολογικές προτάσεις και τεχνικές καινοτομίες, διεξαγωγή επαγγελματικών διαγωνισμών και διαγωνισμών δεξιοτήτων, διεξαγωγή πολιτιστικών και τεχνικών σπουδών και επαγγελματικής κατάρτισης εκτός ωραρίου».
Οι καπιταλιστές σε όλο τον κόσμο θα ήταν αναμφίβολα ενθουσιασμένοι με αυτού του είδους τα «συνδικάτα», καθώς η καπιταλιστική επιχείρηση ασκεί ελεύθερα την εκμετάλλευση των μισθωτών εργατών, ενώ δεν γίνεται καμία αναφορά στην ταξική πάλη όπως θα περίμενε κανείς σε μια «σοσιαλιστική» χώρα. Ο νόμος για τα συνδικάτα κατοχυρώνει την υπαγωγή τους στο Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας. Στο άρθρο 2 αναφέρεται ότι πρόκειται για «λαϊκές οργανώσεις της εργατικής τάξης που σχηματίζονται από τους εργάτες με τη δική τους ελεύθερη βούληση υπό την ηγεσία του ΚΚ της Κίνας και υπηρετούν ως γέφυρα και δεσμός που το συνδέει με τους εργαζόμενους». Στο άρθρο 4, τονίζεται πως «τα συνδικάτα τηρούν και προστατεύουν το Σύνταγμα, ενεργούν εντός του πλαισίου του, λαμβάνουν την οικονομική ανάπτυξη ως κεντρικό καθήκον».
Τα συνδικάτα, λοιπόν, ορίζονται ουσιαστικά ως όργανα κρατικού ελέγχου των εργαζομένων, με στόχο την προώθηση της «οικονομικής ανάπτυξης». Το ΚΚ, από την πλευρά του, ως κρατική γραφειοκρατία, συνδέεται οργανικά με την αστική τάξη. Τα μεσαία στρώματα έχουν μια αυξανόμενη παρουσία, αλλά όχι κυρίαρχο ρόλο, ενώ η εργατική τάξη παράγει τον πλούτο και υπόκειται σε εκμετάλλευση με ολοκληρωτικές μορφές.
Η επανάσταση που έγινε καρικατούρα
Η τομή του 1979 και η πορεία προς τη «νέα Κίνα»
Η Κίνα βίωσε τη μεγαλύτερη αγροτική και λαϊκή επανάσταση και τον πιο αιματηρό πόλεμο εθνικής απελευθέρωσης στην παγκόσμια ιστορία. Μέσα από πολύ σκληρές ταξικές συγκρούσεις, η επαναστατική διαδικασία ηττήθηκε και από το 1979 ξεκίνησε η σταδιακή εφαρμογή μιας ιδιαίτερης μορφής καπιταλισμού, με ισχυρό συγκεντρωτικό ρόλο για το κράτος. Αυτός ο καπιταλισμός, δεδομένου του βάρους της προηγούμενης ιστορίας του, εξακολουθεί να θεωρεί χρήσιμο να αυτοχαρακτηρίζεται ως «σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά». Όμως, κάθε δεσμός με την κομμουνιστική θεωρία έχει όχι απλά απονεκρωθεί, αλλά έχει μετατραπεί σε εγγυητή της εκμετάλλευσης.
Στο σύνταγμα και τους νόμους της χώρας υπάρχουν ακόμα αναφορές σε μαρξισμό-λενινισμό, τη Σκέψη Μάο Τσε Τουνγκ αλλά και στη Θεωρία Ντενγκ Σιαοπίνγκ, τη Θεωρία Τριών Αντιπροσώπων Ζιανγκ Ζεμίν, την Επιστημονική Προοπτική για την Ανάπτυξη και Σκέψη Σι Τζινπίνγκ. Η ονομαστική αναφορά στους ηγέτες της Κίνας και στην συνεισφορά τους είναι ενδεικτική της πορείας της Κίνας προς τον αχαλίνωτο καπιταλισμό. Ο Ντενγκ κατάργησε την ταξική πάλη. Ο Ζεμίν θεσμοθέτησε στο σύνταγμα του 2004 τη συμπερίληψη όχι μόνο των «διανοουμένων» αλλά και των «επιχειρηματιών» στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας. Ο Σι είναι πλέον ο ηγέτης που ορίζει την επέκταση της επιρροής της Κίνας σε όλο τον πλανήτη με τον σύγχρονο Δρόμο του Μεταξιού και την Πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος».
Σήμερα, δεν υπάρχει πλέον σε κανένα επίσημο κείμενο οποιαδήποτε αναφορά στην έννοια του ιμπεριαλισμού. Αντίθετα, ενισχύεται η αναφορά στο έθνος, κάνοντας έκδηλη μια συνεχώς εντεινόμενη επεκτατική διεθνή παρουσία της Κίνας ως ανταγωνιστή των ΗΠΑ και συνολικά των δυτικών δυνάμεων.
Αριστερές αυταπάτες, α-ταξικές αναλύσεις
Ενώ ο κομμουνισμός στην Κίνα γίνεται «εθνικό σύμβολο», για να εγγυηθούν τα καπιταλιστικά συμφέροντα και να τσακιστούν αυτά της εργατικής τάξης, μεγάλο μέρος της Αριστεράς διεθνώς βλέπει με αμηχανία τις εξελίξεις. Υπάρχουν ακόμα οργανώσεις που την περιγράφουν ως ημι-αποικία (!) και άλλες που αποδέχονται άκριτα της διακηρύξεις περί «μετάβασης σε σοσιαλισμό». Ακόμα πιο δημοφιλής είναι η αντίληψη ότι η κινεζική διεθνής επέκταση και αμφισβήτηση της δυτικής ηγεμονίας θα οδηγήσει σε ένα «δικαιότερο και πιο ειρηνικό πολυπολικό κόσμο» ή σε ένα καπιταλισμό που θα είναι επωφελής και για τις εργατικές τάξεις. Έστω και αν οι εργασιακές σχέσεις που επιβάλλονται σε κινεζικές επιχειρήσεις οι οποίες επενδύουν στο εξωτερικό (η COSCO στον Πειραιά είναι εμβληματικό παράδειγμα) καταρρίπτουν κάθε προσδοκία.
Προβάλλεται, επίσης, η στήριξη που δίνει η Κίνα σε χώρες όπως η Κούβα, η Βενεζουέλα, σε «προοδευτικές» κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική. Συχνά, ωστόσο, το Πεκίνο αξιοποιεί το παρελθόν για να διευκολύνει αυτές τις σχέσεις, μετατρέπει ως εργαλείο οικονομικής επέκτασης ακόμα και την σοσιαλιστική αναφορά. Την ίδια στιγμή, η μεγαλύτερη κινεζική επένδυση στη Λατινική Αμερική είναι ένα γιγαντιαίο λιμάνι στο Περού, το οποίο εγκαινιάστηκε πανηγυρικά από τον Σι Τζιπίνγκ και τη Ντίνα Μπολουάρτε, μια πραξικοπηματία η οποία ανέτρεψε ένα αριστερό πρόεδρο, ο όποιος είχε μάλιστα και μαοϊκό παρελθόν…
Η απουσία ταξικής ανάλυσης δημιουργεί τερατουργήματα, όχι μόνο στις εκτιμήσεις για τον διεθνή καπιταλισμό. Αποκόβει κάθε δυνατότητα διεθνιστικής σύνδεσης με τη μεγαλύτερη εργατική τάξη του πλανήτη. Αυτή αναπτύσσει ήδη σκληρούς αγώνες οι οποίοι, μαζί με εκείνους στη Δύση, πρέπει να βρεθούν σε ένα κοινό επαναστατικό δρόμο.