Γιώργος Παυλόπουλος
Τα πρώτα μέτρα και οι απειλές του νέου προέδρου έχουν ένα καμβά: την οικονομία και τη μεγιστοποίηση του κέρδους για τις ΗΠΑ και το κεφάλαιό τους.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πρωτίστως καπιταλιστής και μετά πολιτικός. Το απέδειξε, άλλωστε, με την άνεση με την οποία απευθύνθηκε διαδικτυακά στα «φιλαράκια» του στο Φόρουμ του Νταβός. Το επιβεβαίωσε και με τα μέτρα που έχει ήδη ανακοινώσει, καθώς τα περισσότερα βασίζονται σε ψυχρούς υπολογισμούς που έχουν ως κριτήριο να μεγιστοποιηθεί το κέρδος για την Αμερική – κατά βάση για το δικό του συνάφι και για τους επιχειρηματικούς ομίλους, αλλά και με μερικά ψίχουλα να περισσεύουν για τους μικρότερους, που τον ανέδειξαν πρόεδρο.
Όσοι απορούν, για παράδειγμα, για το γεγονός ότι απειλεί με δασμούς Κίνα, ΕΕ, Καναδά και Μεξικό, δεν έχουν παρά να κοιτάξουν το εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ μαζί τους: Με την Κίνα, το έλλειμμα των διμερών συναλλαγών πλησίασε πέρυσι τα 300 δισ. δολάρια. Με την ΕΕ, στο ίδιο διάστημα, διαμορφώθηκε κοντά στα 235 δισ. Όσο για τον Καναδά και το Μεξικό, φτάνει κάπου στα 60 και στα 170 δισ. αντιστοίχως. Κάπως έτσι, οι τέσσερίς τους ευθύνονται για τα δύο τρίτα περίπου του συνολικού εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ για το 2025 – γι’ αυτό βρέθηκαν στο στόχαστρο του Τραμπ.
Όσοι δεν κατανοούν, από την άλλη, την απόφασή του να γυρίσει την πλάτη στην «πράσινη οικονομία» και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πρέπει επίσης να ανατρέξουν στους… ισολογισμούς για να βρουν απαντήσεις. Κι αυτό διότι ο Τραμπ γνωρίζει πως η Αμερική είναι πλούσια σε υδρογονάνθρακες και μπορεί κυριολεκτικά να πλημμυρίσει από πετρέλαιο και φυσικό αέριο εάν βάλει χέρι και στα κοιτάσματα της Αλάσκας και άλλων προστατευόμενων περιοχών – κάτι που έχει ήδη δρομολογηθεί.
Αντί, λοιπόν, οι ΗΠΑ να προσπαθούν να πιάσουν τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού και να διαγκωνίζονται με τους Κινέζους και τους Ευρωπαίους, οι οποίοι τα καταφέρνουν καλύτερα σε αυτόν τον τομέα, επιλέγουν να επιστρέψουν στα σίγουρα και τα φτηνά μέσα – αδιαφορώντας κυνικά για το περιβάλλον και τον πλανήτη. Παράλληλα, τα δισ. που είχε προϋπολογίσει ο Μπάιντεν για τις «πράσινες» επενδύσεις διοχετεύονται στην ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, όπου θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό η παγκόσμια τεχνολογική και οικονομική ηγεμονία τις επόμενες δεκαετίες.
Ο Τραμπ δεν παύει, όμως, να είναι και πολιτικός. Ως τέτοιος υπηρετεί επίσης τα συμφέροντα του αμερικανικού κεφαλαίου – το οποίο έσπευσε να τον προσκυνήσει – μόνο που το κάνει με διαφορετικό τρόπο από τον προκάτοχό του. Ενώ ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί είχαν προκρίνει τις διεθνείς συνεργασίες και τη διασφάλιση μιας ελάχιστης συναίνεσης, πάντα βεβαίως υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου δείχνει να ποντάρει σχεδόν αποκλειστικά στο πιο καλό χαρτί που έχει στα χέρια του: την ασύλληπτη οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ, που τον κάνει να πιστεύει πως οι πάντες θα γονατίσουν, αργά ή γρήγορα, μπροστά του.
Έχοντας συνειδητοποιήσει πως ο καπιταλισμός έχει εισέλθει σε εποχή αδυσώπητων ανταγωνισμών και μεγάλων ανατροπών, στην οποία τον λόγο παίρνει η βία και ο νόμος του πιο δυνατού, συμπεριφέρεται ως ταύρος σε υαλοπωλείο. Δεν τον ενδιαφέρει αν θα «πληγώσει» τους συμμάχους του, τους οποίους εκβιάζει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Δεν τον νοιάζει αν θα κερδίσουν κάτι και οι αντίπαλοί του, αρκεί να μην χάσουν οι ΗΠΑ – γι’ αυτό και όταν αναφέρεται στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή λέει ότι «δεν είναι δικοί μας πόλεμοι» και απαιτεί συμβιβασμούς από θέση ισχύος.
Ο Τραμπ δεν επιδιώκει συναινέσεις, αλλά απαιτεί υποταγή στην παντοδυναμία των ΗΠΑ
Στην ουσία, ο Τραμπ επιδιώκει να πάρει το μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα, αφήνοντας στους υπόλοιπους ό,τι περισσεύει, καλώντας τους μάλιστα να μην… τσακώνονται για να το μοιράσουν. Μόνο που αυτό δύσκολα θα γίνει δεκτό. Η Κίνα δεν προτίθεται να θυσιάσει το πλεόνασμά της για να του κάνει τη χάρη, ούτε να εγκαταλείψει τα συμφέροντα και τις επενδύσεις της στην Κεντρική και Λατινική Αμερική. Και η Ρωσία, που για την ώρα μοιάζει να είναι κερδισμένη στην Ουκρανία, δεν θα υπογράψει μια οποιαδήποτε συμφωνία επειδή θα φοβηθεί ένα ακόμη πακέτο κυρώσεων.
Όσο για την ΕΕ – η οποία εντέλει διαπίστωσε ότι ο κόσμος έχει εισέλθει «σε μια εποχή σκληρών γεωστρατηγικών ανταγωνισμών», όπως είπε η φον ντερ Λάιεν – μόλις συνέλθει από το σοκ πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει, καθώς βρίσκεται στην πιο δεινή θέση. Τα πράγματα, πάντως, σε καμία περίπτωση δεν προμηνύουν κάτι καλό για τους λαούς. Για του λόγου το αληθές, ο Ρούτε, νυν ΓΓ του ΝΑΤΟ και πρώην πρωθυπουργός της Ολλανδίας, κάλεσε τις ΗΠΑ να συνεχίσουν να δίνουν όπλα στο Κίεβο και να στέλνουν τον λογαριασμό στις Βρυξέλλες! Η δε Κάγια Κάλας, «υπουργός Εξωτερικών» της ΕΕ, απαίτησε να αφαιρεθούν κονδύλια από παιδεία, υγεία και κοινωνικές παροχές για να πάνε στους εξοπλισμούς – όπως έχει υπονοήσει και ο Δένδιας πρόσφατα, λέγοντας ότι δεν υφίσταται το δίλημμα «βούτυρο ή Ραφάλ».
Σε αυτό το φόντο, ο Μητσοτάκης και η ελληνική αστική τάξη σπεύδουν να δώσουν όρκους πίστης στον Τραμπ και να επικαλεστούν τη «στρατηγική συμμαχία» και τους «ιστορικούς δεσμούς» με τις ΗΠΑ, μην διστάζοντας να κάνουν ακόμη και κωλοτούμπες. Θα απαιτήσουν δε από τον λαό ακόμη περισσότερη και συνειδητή εθνική ενότητα για τις δύσκολες μέρες που έρχονται, ειδικά καθώς γνωρίζουν ότι αργά ή γρήγορα θα απαιτηθεί να λύσουν τους λογαριασμούς που έχουν με τον δικό τους μεγάλο ανταγωνιστή: Την Τουρκία, η οποία όμως έχει το πλεονέκτημα στα μάτια του Τραμπ, γιατί είναι πιο ισχυρή και μπορεί να του κάνει τη δουλειά καλύτερα.