Γιώργος Παυλόπουλος
Την Τρίτη, 19 Νοεμβρίου, συμπληρώθηκαν χίλιες μέρες από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την έναρξη ενός πολέμου ο οποίος μετρά ήδη περίπου ένα εκατομμύριο απώλειες και από τις δύο πλευρές.
Νέο και ιδιαιτέρως σοβαρό και επικίνδυνο βήμα κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία συνιστά το «πράσινο φως» που έδωσαν ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία για τη χρήση των πυραύλων τους από τις ουκρανικές δυνάμεις σε στόχους και εντός του ρωσικού εδάφους (η Γερμανία έχει «παγώσει» τη σχετική απόφαση λόγω των πρόωρων εκλογών). Πρόκειται για ένα βήμα το οποίο έρχεται να προστεθεί σε όσα έχουν προηγηθεί και από τις δύο πλευρές: Από τη μία, για παράδειγμα, την παράδοση εκατοντάδων τεθωρακισμένων και αεροσκαφών στο Κίεβο, την εκπαίδευση του στρατού του από ειδικούς «συμβούλους» και τη διαρκή καθοδήγησή του από δυτικούς-νατοϊκούς δορυφόρους και, από την άλλη, τη συστηματική καταστροφή από τους Ρώσους των ενεργειακών υποδομών της Ουκρανίας ενόψει του χειμώνα, την προμήθεια χιλιάδων drones και οβίδων από το Ιράν, αλλά και τη μεταφορά χιλιάδων Βορειοκορεατών στρατιωτών στην πρώτη γραμμή, στην περιοχή του Κουρσκ.
Ήδη, μάλιστα, οι πρώτοι από τους αμερικανικούς και βρετανικούς πυραύλους εκτοξεύτηκαν εναντίον ρωσικών στόχων, δίνοντας έτσι το έναυσμα στη Μόσχα να εντείνει και τις δικές της επιθέσεις και, παράλληλα, να επαναβεβαιώσει ότι βασικός της αντίπαλος είναι πλέον το ΝΑΤΟ – αναφέροντας επισήμως ότι ανάμεσα στους στόχους που έχει «κλειδώσει» περιλαμβάνεται και μια αμερικανική βάση στην Πολωνία. Στο προσκήνιο βρέθηκαν για μια ακόμη φορά και τα πυρηνικά όπλα, με τον Πούτιν να ανακοινώνει επισήμως την περασμένη Τρίτη το αναθεωρημένο σχετικό «δόγμα» της χώρας του, το οποίο χαμηλώνει σημαντικά τον πήχη για τη χρήση τους και την καθιστά πιο εύκολη και, κατά συνέπεια, πιο πιθανή – κάτι που υπογραμμίστηκε και με τη χρήση, για πρώτη φορά, πυραύλων εμβέλειας χιλιάδων χιλιομέτρων που είναι ικανοί να φέρουν πυρηνικές κεφαλές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση να δοθεί η άδεια για τα συγκεκριμένα οπλικά συστήματα ελήφθη αρχικά από τον Τζο Μπάιντεν, δύο μήνες προτού παραδώσει την προεδρία στον Ντόναλντ Τραμπ και ενώ ουσιαστικά (αν και όχι τυπικά) πρέπει να θεωρείται υπηρεσιακός. Λίγο αργότερα δε, ο ίδιος επέτρεψε και τον εφοδιασμό της Ουκρανίας και με τις εξαιρετικά φονικές νάρκες κατά προσωπικού, παράλληλα με ένα νέο «πακέτο» πυρομαχικών. Με τον τρόπο αυτό, είναι φανερό ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ επιχειρεί, αφενός, να δημιουργήσει τετελεσμένα για τον διάδοχό του και, αφετέρου, να του πετάξει τον «μουντζούρη» ενόψει ενδεχόμενου μελλοντικού συμβιβασμού, με το επιχείρημα ότι «εγώ έκανα ό,τι μπορούσα, αυτός έκανε πίσω απέναντι στον Πούτιν».
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι κάτι τέτοιο είναι δεδομένο ή πρέπει να αναμένεται άμεσα – αν και υπήρξαν αρκετά «αποκλειστικά» δημοσιεύματα από δυτικά Μέσα που έκαναν λόγο για αφόρητες πιέσεις προς τον Ζελένσκι προκειμένου να συνθηκολογήσει και να δεχθεί να κάνει επώδυνες υποχωρήσεις. Από την άλλη, ωστόσο, η ιστορία δείχνει πως συχνά η απότομη κλιμάκωση μιας σύγκρουσης αποτελεί τον προάγγελο μιας διαπραγμάτευσης στο τραπέζι της διπλωματίας…
Σε κάθε περίπτωση και καθώς την περασμένη Τρίτη συμπληρώθηκαν χίλιες μέρες από τη ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου 2022, ένα είναι βέβαιο: Αυτός ο πόλεμος μετέτρεψε το έδαφος και τον λαό της Ουκρανίας σε ένα «πεδίο βολής φτηνό», που έχει ήδη ποτιστεί με το αίμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και αποτελεί τη σκηνή στην οποία γίνεται μια γενική πρόβα μιας γενικευμένης σύρραξης παγκοσμίων διαστάσεων. Δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο, εξάλλου, πως σχεδόν ταυτόχρονα με τη νέα σελίδα που έδειξε να ανοίγει, «διέρρευσε» το σχέδιο που έχει εκπονήσει ο γερμανικός στρατός, σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ, για το τι θα γίνει εάν ξεσπάσει Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώ στη Σκανδιναβία δημοσιοποιήθηκαν οδηγίες προς τα νοικοκυριά για να αποθηκεύσουν προμήθειες για τις πρώτες κρίσιμες 72 ώρες σε περίπτωση πολέμου.
Σε αυτό το φόντο και καθώς οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί που προκαλούν πολεμική παρόξυνση μαίνονται, ακόμη και αν τους επόμενους μήνες υπογραφεί μια συνθήκη για τον τερματισμό των συγκρούσεων, ουδείς μπορεί και δικαιούται να εφησυχάζει. Κι αυτό διότι τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί – μάλλον το αντίθετο – πως δεν θα προσομοιάζει με την εκεχειρία που έδωσε τέλος το 1953 στον Πόλεμο της Κορέας, συνοδευόμενη με ένα αστερίσκο τη σημασία του οποίου κατανοούν ολοένα περισσότεροι σήμερα.