Με αφορμή την πρώτη προβολή της ταινίας μικρού μήκους Δηκεοσίνι στην Αθήνα που οργάνωσαν με επιτυχία την περασμένη στον κινηματογράφο Τριανόν οι Αναιρέσεις, μιλάμε με τη σκηνοθέτιδα Χριστίνα Χαρχαρίδη. Το ταξίδι της ταινίας συνεχίζεται σε Κρήτη, Λάρισα, Κύπρο, Καναδά και Πορτογαλία.
Συνέντευξη στην Ιωάννα Τσιαμούρα
Η ταινία ανοίγει ένα καίριο κοινωνικό ζήτημα, αυτό της δικαιοσύνης. Ζώντας στην Αγγλία και παρακολουθώντας τις εξελίξεις στην Ελλάδα από απόσταση, τι ήταν αυτό που σε ώθησε να σχολιάσεις ένα τέτοιο ζήτημα και τι ήθελες να αποτυπώσεις με αυτή την πρώτη σου ταινία;
Όταν είσαι στο εξωτερικό και διαβάζεις καθημερινά για το τι συμβαίνει στην χώρα σου και αυτό που διαβάζεις δεν σου αρέσει και σε κάνει να αγανακτείς, θέλεις κάπως να αντιδράσεις, να φωνάξεις, να κάνεις κάτι μπας και μπορέσεις να αλλάξεις κάπως τα πράγματα. Η τέχνη και κυρίως ο κινηματογράφος είναι ένας εξαίρετος τρόπος να εκφραστείς, να προβληματίσεις τον θεατή, να αναδείξεις γεγονότα και καταστάσεις. Υπήρξαν και ιστορίες που βίωσα μέσα από συγγενικά πρόσωπα, τα οποία ταλαιπωρήθηκαν άδικα από τη δικαιοσύνη για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι να έρθει τελικά η δικαίωση. Δυστυχώς ακολούθησαν πολλά ακόμη που αποδεικνύουν τη συνεχή στρέβλωση του συστήματος και πρέπει να καταλάβουμε ότι όλα αυτά μας αφορούν, είναι δίπλα μας και μπορεί πολύ εύκολα να έρθει και η δική μας σειρά αν δεν αντιδράσουμε, αν δεν απαιτήσουμε το δίκαιο. Αυτό θέλησα να αποτυπώσω με την ταινία αυτή: μια αγανάκτηση και μια βαθιά λύπη για την έλλειψη ανθρωπιάς, για τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που βιώνουν οι συνάνθρωποί μας.
Μπορεί εύκολα να έρθει και η δική μας σειρά αν δεν αντιδράσουμε, αν δεν απαιτήσουμε το δίκαιο.
Γιατί Δηκεοσίνι; Τελικά πού έγκειται το «λάθος» κατά τη γνώμη σου; Στην έλλειψη δικαιοσύνης; Στο ότι αυτή εκφέρεται με την ανορθογραφία που περιγράφεις και μέσα από την ταινία σου;
Νομίζω η ανορθογραφία είναι πολύ πιο τρομακτική από την απόλυτη έλλειψη. Το να ζεις σε ένα καθεστώς που προβάλλεται ως δίκαιο ενώ ταυτόχρονα ευθύνεται για ένα σωρό διακρίσεις ή αδικίες και παράλληλα τείνει συνεχώς να αποδυναμώσει οποιαδήποτε φωνή συλλογικής αντίδρασης στην όποια αδικία, είναι τουλάχιστον αποκαρδιωτικό. Το να μην ξέρεις πού να στραφείς σε καταστάσεις ανάγκης, να μην μπορείς να εμπιστευτείς την αρμόδια δομή που υφίσταται για να σε προστατέψει είναι το «λάθος».
Ο βασικός χαρακτήρας της ταινίας σου είναι η Ζωή, μια σύγχρονη εργάτρια που προσπαθεί να επιβιώσει μαζί με και για την οικογένειά της μέσα σε μια σκληρή καθημερινότητα. Για ποιο λόγο επέλεξες να μιλήσεις γι’ αυτόν το χαρακτήρα;
Θυμάμαι να διαβάζω την υπόθεση που ενέπνευσε την ιστορία της Ζωής πριν χρόνια. Μου είχε προκαλέσει μια ασυνήθιστα μεγάλη αίσθηση θυμού, έκπληξης και ταυτόχρονα ανημπόριας. Και φυσικά, με την πάροδο του χρόνου, άκουσα αμέτρητες ακόμη ιστορίες με παρόμοιο αντίκτυπο. Παρόλα αυτά, η συγκεκριμένη είχε εντυπωθεί πολύ έντονα στο μυαλό μου ως ένα γεγονός τρομερής αδικίας που αντικατοπτρίζει την εικόνα που έχω για την σημερινή κατάσταση στη χώρα μας: οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι δέχονται πίεση από παντού, με αποτέλεσμα να οδηγούνται μέχρι και σε «παραπτώματα» απλά για να επιβιώσουν. Και αυτά τα «παραπτώματα» να θεωρούνται τα μεγαλύτερα εγκλήματα
Ως νέα καλλιτέχνης τι θα έλεγες σ’ έναν/μία συνάδελφο που ξεκινά την πρώτη του/της ταινία;
Καταρχάς θα έλεγα «μπράβο». Δεν είναι εύκολη η διαδικασία παραγωγής μιας μικρού μήκους, παρόλο που, λόγω διάρκειας, μπορεί να θεωρείται εύκολη. Όταν αναλαμβάνεις την ευθύνη της δημιουργίας, αναλαμβάνεις και την ευθύνη του αποτελέσματος. Γιατί προφανώς δεν πάει κάποιος να κάνει ένα τέτοιο εγχείρημα για να το αφήσει να κάθεται σε ένα σκληρό δίσκο. Το κάνει για να το δείξει στο κοινό. Και το κοινό θα κρίνει αυτή τη δουλειά και τους ανθρώπους πίσω από αυτή. Δεν είναι ατομική δουλειά η δημιουργία, είναι συλλογική.
Τι θεωρείς ενδιαφέρον στη νέα πολιτιστική παραγωγή και τι ίσως θεωρείς ότι λείπει;
Μου κάνει τρομερή εντύπωση η στροφή στο παλιό και δοκιμασμένο και η τόσο διαφορετική αντιμετώπιση αυτού από το σημερινό κοινό. Υπάρχει φοβερός κορεσμός πλέον στη δημιουργία, όμως παρατηρώ ότι ένα μεγάλο ποσοστό είναι αναπαραγωγές της ίδιας συνταγής που πέτυχε μια φορά και θεωρείται ότι θα πετύχει πάλι. Δεν νοιάζονται οι φορείς για το αν η δουλειά συγκινήσει το κοινό, αν του προκαλέσει συναισθήματα. Νοιάζονται για το αν θα κόψει εισιτήρια, αν θα βγάλει λεφτά, αν θα έχει τηλεθέαση. Είναι όλα νούμερα. Και ίσως να ήταν πάντα, όμως δύο δεκαετίες πριν δεν υπήρχε τόση ακατάπαυστη παραγωγή ούτε τόσο εύκολη πρόσβαση σε τόσο πολύ υλικό. Τώρα, με τις αμέτρητες πλατφόρμες, υπάρχει άπλετη πληροφορία στα χέρια μας και αυτό σε κατακλύζει. Και κάπως έτσι κατακλύζονται ίσως και οι δημιουργίες μεταξύ τους. Μέσα στον τόσο θόρυβο, χάνονται δουλειές που δίνουν περισσότερη έμφαση στο συναισθηματικό και ίσως κοινωνικό αντίκτυπο, δουλειές τις οποίες προσωπικά θεωρώ επιτυχείς. Αυτό πιστεύω ότι λείπει στο χώρο. Οι δημιουργίες που είναι ειλικρινείς