του Παναγιώτη Ξοπλίδη
Η ανατροπή της πρωθυπουργού του Μπανγκλαντές, Σέιχ Χασίνα, υπό το βάρος μιας παλλαϊκής εξέγερσης, που ξεκίνησε από το κίνημα των φοιτητών, έφερε ξανά στο προσκήνιο τη δύναμη των λαών που εξεγείρονται καθώς συνθλίβονται από την καπιταλιστική κρίση, από την ανεργία και τη φτώχεια. Μετά την Κένυα, όπου η εξέγερση πέτυχε την αναστολή των μέτρων λιτότητας του ΔΝΤ, η ανατροπή της Χασίνα δείχνει ότι οι λαοί έχουν την δύναμη να νικούν, ακόμα κι αν η τελική έκβαση είναι εξαιρετικά αμφίβολη, σε μια εποχή που απουσιάζει μια πολιτική δύναμη και ένα επαναστατικό αφήγημα που θα μπορούν να δώσουν άλλη προοπτική σε τέτοιες εξεγέρσεις.
Οι διαμαρτυρίες ξεκίνησαν όταν το Ανώτατο Δικαστήριο του Μπανγκλαντές – μιας χώρας άνω των 170 εκατομμυρίων κατοίκων – αναβίωσε την ποσόστωση που διατηρεί το 30% των θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα για τους απογόνους των μαχητών της ελευθερίας που συμμετείχαν στον πόλεμο για την ανεξαρτησία του Μπανγκλαντές. Το σύστημα αυτό ξεκίνησε το 1972, όταν ο Σεΐχης Μουτζιμπούρ Ραχμάν, πατέρας της Χασίνα και βασικός ηγέτης του κινήματος ανεξαρτησίας, το εισήγαγε για να αναγνωρίσει όσους πολέμησαν στον αγώνα. Ωστόσο, 50 χρόνια μετά, το σύστημα είχε εξελιχθεί σε βασικό εργαλείο δημιουργίας ενός κομματικού στρατού που στερεί από τη συντριπτική πλειοψηφία της νεολαίας ακόμα και τη δυνατότητα διεκδίκησης μια αξιοπρεπούς εργασίας. Εκατομμύρια αναγκάζονται να μεταναστεύσουν για να συντηρήσουν τις οικογένειές τους, καταλήγοντας συχνά σε χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στις χώρες του Κόλπου και την Ευρώπη, χωρίς δικαιώματα και αντιμετωπίζοντας ακραία εκμετάλλευση.
Σημειώνεται πως μαζικές διαμαρτυρίες ενάντια στο συγκεκριμένο σύστημα υπήρξαν επίσης το 2008 και το 2013, οι οποίες ήταν ανεπιτυχείς. Το 2018 οι φοιτητές ηγήθηκαν ενός μαζικού κινήματος και ανάγκασαν την κυβέρνηση να μειώσει την ποσόστωση. Τον περασμένο Ιούνιο, όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε τις μεταρρυθμίσεις του 2018, γεγονός που εξόργισε το φοιτητικό κίνημα. Η κυβέρνηση απάντησε με βία, ενώ η Χασίνα προκάλεσε περαιτέρω τους διαδηλωτές-φοιτητές χαρακτηρίζοντας τους ως εγγόνια των Ραζάκαρ (αντεπαναστατικές παραστρατιωτικές ομάδες κατά τη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας του 1971).
Το κόμμα της Χασίνα, η Awami League, που ξεκίνησε ως ένα πατριωτικό και με σοσιαλδημοκρατική αναφορά κίνημα, ασκούσε πλέον μια αυταρχική πολιτική καταστολής κάθε αντιπολίτευσης και μια οικονομική πολιτική που χαρακτηρίστηκε ως «νεοφιλελεύθερο οικονομικό θαύμα». Οι ρυθμοί ανάπτυξης του Μπανγκλαντές την τελευταία δεκαετία ήταν από τους υψηλότερους στον πλανήτη και η Χασίνα πρόβαλε ως μεγάλες επιτυχίες της τα μεγάλα έργα (μετρό Ντάκα, σιδηροδρομικό δίκτυο, οδικές γέφυρες κ.α.). Την ίδια περίοδο, όπως συμβαίνει συνήθως, η ανισότητα γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη έκρηξη σε μια χώρα που έχει μια από τις πλέον διεθνοποιημένες οικονομίες στην Ασία, ως το μεγαλύτερο «εργοστάσιο ενδυμάτων» του κόσμου.
Συνθήματα που έγραψαν οι φοιτητές στους δρόμους του Μπανγκλαντές
this is possibly the best art you’ll see today. streets of bangladesh by students. pic.twitter.com/FaAaKH7aSW
— zainab ☭ (@artnaama) August 3, 2024
ΔΝΤ και Μπανγκλαντές
Το Μπανγκλαντές, όπως και πολλές άλλες περιφερειακές χώρες, βρέθηκε στο στόχαστρο των Προγραμμάτων Διαρθρωτικής Προσαρμογής του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, με δημοσιονομική πειθαρχία,, απελευθέρωση του εμπορίου και των άμεσων ξένων επενδύσεων, ιδιωτικοποιήσεις. Οι μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις διαλύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από εξαγωγικές ζώνες μεταποίησης. Τα εργοστάσια ενδυμάτων με εξαγωγικό προσανατολισμό έγιναν ο κύριος πυλώνας της οικονομίας ενώ οι μόνιμες θέσεις εργασίας στα εργοστάσια αντικαταστάθηκαν από ένα σύστημα προσωρινής, μερικής απασχόλησης. Η μεγαλύτερη πηγή συναλλάγματος είναι τα εμβάσματα, καθώς ο αριθμός των εργαζομένων στο εξωτερικό είναι πλέον μεγαλύτερος από τον αριθμό όσων εργάζονται στα εγχώρια εργοστάσια, λόγω έλλειψης άλλων θέσεων εργασίας. Οι ενεργειακοί πόροι και η ηλεκτρική ενέργεια ιδιωτικοποιήθηκαν, κάτι που έπληξε και τους αγρότες. Πολλοί αναγκάστηκαν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ενώ η αρπαγή γης, η κατάληψη δημόσιων χώρων από ιδιωτικές επιχειρήσεις και η αποψίλωση των δασών ξερίζωσαν επίσης πολλούς.
Την ίδια στιγμή, το μέγεθος της παραοικονομίας ανέρχεται στο 40-50% του ΑΕΠ και περιλαμβάνει τη δωροδοκία, το έγκλημα, το εμπόριο όπλων, την αρπαγή πόρων, την εμπορία γυναικών, τις παράνομες προμήθειες από τα κυβερνητικά «μεγάλα έργα». Η άνοδος των υπερπλουσίων και των μαφιόζων συνδέθηκε με το κυβερνών κόμμα και η κυριαρχία τους στους φορείς χάραξης πολιτικής διευκολύνθηκε από τους παγκόσμιους οικονομικούς θεσμούς. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ η κυβέρνηση της Χασίνα επέβαλε για πολλές μέρες πλήρη απαγόρευση κυκλοφορίας, είχε εξαιρέσει 400 εργοστάσια ενδυμάτων στην Ειδική Οικονομική Ζώνη της πόλης Τσιταγκόνγκ, όπου απασχολούνται 500.000 εργάτες ενδυμάτων. Επιτράπηκε να παραμείνουν ανοιχτά, προκειμένου οι καπιταλιστές να συνεχίσουν να αποκομίζουν απρόσκοπτα τα κέρδη τους.
Απέναντι σε όλα αυτά, το φοιτητικό κίνημα βίωσε μια πρωτοφανή βία, όχι μόνο από την αστυνομία και τον στρατό, αλλά και από ένοπλες ομάδες της φοιτητικής πτέρυγας του κυβερνώντος κόμματος. Τα μέλη της έλαβαν το πράσινο φως από έναν υπουργό στην εθνική τηλεόραση για να «φιμώσουν τους διαδηλωτές» και τις επόμενες μέρες εκατοντάδες φοιτητές έπεσαν νεκροί, καθώς οι διαδηλώσεις κλιμακώθηκαν γρήγορα και εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα. Η κυβέρνηση προσπάθησε να καταστείλει τις διαδηλώσεις κλείνοντας όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ενώ σημειώθηκαν σκληρά περιστατικά βασανισμών και κακοποίησης με χιλιάδες τραυματίες και φυλακισμένους. Ο ανυποχώρητος αγώνας των φοιτητών ανάγκασε την κυβέρνηση μετά από εβδομάδες διαδηλώσεων να ικανοποιήσει το βασικό αίτημα τους για κατάργηση του συστήματος ποσόστωσης. Ωστόσο, το κύμα καταστολής συνεχίστηκε και η κυβέρνηση της Χασίνα αρνήθηκε να αναλάβει την ευθύνη για τις δολοφονίες και τα βασανιστήρια ή να παραπέμψει τους ενόχους στη δικαιοσύνη.
Η «μεταβατική» λύση του Γιουνούς
Το δεύτερο κύμα διαδηλώσεων είχε αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ήταν ακόμα πιο μαζικό, με εκατομμύρια να συμμετέχουν σε αυτές, οργανώνοντας και την μαζική κάθοδο από την επαρχία προς την πρωτεύουσα Ντάκα. Η Χασίνα αναγκάστηκε να παραιτηθεί και επιβιβάσθηκε σε στρατιωτικό ελικόπτερο που την μετέφερε στην Ινδία, η οποία ασκεί τεράστια οικονομική, πολιτική και στρατιωτική επιρροή στο Μπανγκλαντές, από την ανεξαρτησία του μέχρι και σήμερα – σε αντιπαράθεση με το Πακιστάν, αλλά και αποτρεπτικά προς την επιρροή άλλων δυνάμεων. Οι εικόνες της φυγής της Χασίνα με ελικόπτερο, θύμισαν ανάλογες από την Αργεντινή και την εξέγερση ενάντια στο ΔΝΤ το 2001 ή την Αίγυπτο και την φυγή του Μουμπάρακ υπό το βάρος της εξέγερσης. Ακολούθησαν σκηνές πανηγυρισμών από τα πλήθη που βρίσκονταν στους δρόμους της πρωτεύουσας και επιδρομές σε κυβερνητικά κτίρια και την οικία της Χασίνα. Οι φωτογραφίες διαδηλωτών να επιδεικνύουν αντικείμενα πολυτελείας από τα λεηλατημένα κτίρια θύμισαν ανάλογες από την εξέγερση στη Σρι Λάνκα, αναδεικνύοντας την ουσία των αιτιών που οδηγούν στους ξεσηκωμούς των φτωχών ενάντια σε ότι θεωρούν ότι εκφράζει την ανισότητα και την καταπίεση.
Ωστόσο, στο δεύτερο κύμα της εξέγερσης φαίνεται ότι σημαντικότερο ρόλο έπαιξαν οι θεσμικοί φορείς, όπως ο στρατός με τον στρατηγό Γουάκερ-Ουζ-Σαμάν να ανακοινώνει, σε τηλεοπτικό του διάγγελμα, ότι θα εγγυηθεί τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης. Επίσης, τα κύρια κόμματα της αντιπολίτευση, το δεξιό Εθνικιστικό Κόμμα του Μπανγκλαντές (BNP) και το ισλαμιστικό Jamaat-e-Islami προσπαθούν να καπηλευτούν το φοιτητικό κίνημα και την παλλαϊκή εξέγερση για να επανέλθουν στην εξουσία. Οι πολιτικές του BNP για την οικονομία και την εργασία δεν διαφέρουν σε πολλά σημεία από αυτές του κόμματος της Χασίνα. Η δε Jamaat-e-Islami έχει προσπαθήσει να προωθήσει φονταμενταλιστικές πολιτικές και οι ιδρυτές τους ήταν οι πραγματικοί Ραζάκαρ που αντιτάχθηκαν στον αγώνα για την ανεξαρτησία του Μπανγκλαντές και διέπραξαν πολλά εγκλήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στο παρελθόν, το BNP είχε συμμαχήσει με το Jamaat-e-Islami, διορίζοντας μάλιστα ορισμένους από αυτούς τους εγκληματίες πολέμου ως υπουργούς. Η Jamaat-e-Islami είχε παράλληλα σχηματίσει παραστρατιωτικές ομάδες που στόχευσαν το φοιτητικό κίνημα, τα σωματεία, την αριστερά, αλλά και την ινδουιστική μειονότητα.
Οι ηγέτες του φοιτητικού κινήματος αρνήθηκαν την ανάληψη της εξουσίας από τον στρατό και τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ως λύση προτάθηκε μια μεταβατική κυβέρνηση, με επικεφαλής τον οικονομολόγο Μουχάμαντ Γιουνούς, που είναι γνωστός διεθνώς ως «ο τραπεζίτης των φτωχών» και είναι βραβευμένος με το Νόμπελ Ειρήνης για την δράση του ως πρωτοπόρος της τραπεζικής μικροχρηματοδότησης προς τους αγρότες. Ο Γιουνούς δέχθηκε και στις πρώτες δηλώσεις του ζήτησε την «αποχή από κάθε μορφή βίας». Η επιλογή του εκφράζει την προσπάθεια διατήρησης του υπάρχοντος οικονομικού μοντέλου καθώς η οικονομία της μικροχρηματοδότησης αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος του νεοφιλελευθερισμού.
Το Μπανγκλαντές, άλλωστε, είναι εδώ και δεκαετίες ο παράδεισος των ΜΚΟ και οργανισμών μικροχρηματοδότησης, όπως η Grameen Bank, που ενισχύουν και ιδεολογικά τις πολιτικές ιδιωτικοποίησης με μια συντονισμένη εκστρατεία δαιμονοποίησης της κρατικής παρέμβασης. Η σταδιακή απόσυρση κάθε κρατικής επέμβασης στην «ελεύθερη οικονομία» άφησε την πλειοψηφία του πληθυσμού απροστάτευτη από την πείνα, την ανέχεια, την εργασιακή ανασφάλεια και την μαζική μετανάστευση. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η Παγκόσμια Τράπεζα είχε βοηθήσει στην εμφάνιση αναπτυξιακών ΜΚΟ, μετατρέποντας την πάμφτωχη χώρα σε φυτώριο και πεδίο δοκιμών. Ο Γιουνούς διαμόρφωσε το έμβρυο της τράπεζας Grameen Bank από το 1976 για να γίνει στη συνέχεια ο πιο γνωστός οργανισμός μικροχρηματοδότησης στον κόσμο. Μια αλλαγή πολιτικής το 1981 που απελευθέρωσε τη δημιουργία ιδιωτικών τραπεζών κατέστησε δυνατή την ίδρυση της Τράπεζας Grameen το 1983.
ΜΚΟ και καπιταλισμός
Το αναπτυξιακό μοντέλο των ΜΚΟ εμφανίστηκε ως μια βολική επιλογή αποσοβώντας την μαζικοποίηση ανατρεπτικών πολιτικών ρευμάτων, ακόμα και κάποιες θεσμικές διαρθρωτικές λύσεις για τη φτώχεια. Η συμμετοχή των ΜΚΟ τέθηκε ως προϋπόθεση για τη λήψη βοήθειας από τις δωρήτριες χώρες και τους διεθνείς οργανισμούς. Κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης επίθεσης, οι ΜΚΟ έγιναν αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας χάραξης πολιτικής και χρησιμοποιήθηκαν ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης. Ο πολλαπλασιασμός των ΜΚΟ δεν μείωσε τη διαρθρωτική ανεργία ή τις μαζικές εκτοπίσεις των αγροτών, ούτε παρείχε βιώσιμα επίπεδα μισθών για τον αυξανόμενο στρατό των εργαζομένων στις βιομηχανίες ένδυσης. Αρχικά, οι ΜΚΟ πρόβαλλαν υποσχέσεις αντιμετώπισης κοινωνικών ζητημάτων όπως η ανισότητα και η έλλειψη υγειονομικής περίθαλψης. Ωστόσο, γρήγορα επικεντρώθηκαν κυρίως σε επιχειρήσεις μικροπιστώσεων. Αυτό συνέβη κυρίως λόγω των όρων χρηματοδότησης από τους δωρητές. Κάποιες μεγάλες ΜΚΟ συσσώρευσαν σημαντικά κεφάλαια μέσω των δραστηριοτήτων τους στον τομέα της μικροχρηματοδότησης και σταδιακά άνοιξαν διάφορα επιχειρηματικά παράθυρα, συμπεριλαμβανομένων των κοινοπραξιών με πολυεθνικές εταιρείες. Τα πολυώροφα κτίρια τους, καθώς και η επιρροή τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης καταδεικνύουν τη δύναμή τους. Η Grameen Bank και η BRAC έγιναν παγκόσμιοι παίκτες, συνάπτοντας κοινοπραξίες με πολυεθνικές και οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα.
Ο σχηματισμός της «εταιρικής ΜΚΟ» ήταν ένα φαινόμενο που ουσιαστικά γεννήθηκε στο Μπανγκλαντές για να γίνει παράδειγμα και σε άλλες περιοχές όπως η Αφρική και η Λατινική Αμερική. Στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό οι μικροπιστώσεις/ μικροχρηματοδοτήσεις γίνονται μέρος ενός διεθνούς συστήματος χρηματοδότησης, πολύ διαφορετικού από την παραδοσιακή ενεχυροδανειοδοσία. Ο αρχικά άτυπος τομέας επεκτάθηκε, καθώς ήταν η μόνη επιλογή που είχε απομείνει στους ξεριζωμένους αγρότες, στους άνεργους, στους απροστάτευτους ανθρώπους. Η Παγκόσμια Τράπεζα συνειδητοποίησε ότι η μικροχρηματοδότηση ήταν στην πραγματικότητα απόλυτα σύμφωνη με τη συνολική της πολιτική. Ήδη, από το 1995, η Παγκόσμια Τράπεζα δημιούργησε τη Συμβουλευτική Ομάδα για την Υποστήριξη των Φτωχότερων (CGAP) και η μικροχρηματοδότηση έγινε ένας ισχυρός βραχίονας της εργαλειοθήκης ανάπτυξης της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Παρά τις τυμπανοκρουσίες για την επιτυχία των μικροπιστώσεων και των ΜΚΟ στο Μπανγκλαντές, πολλές μελέτες στη χώρα αποκάλυψαν από νωρίς τα όρια της μικροχρηματοδότησης ως εργαλείο μείωσης της φτώχειας. Ένα μεγάλο ποσοστό δανειοληπτών αδυνατούν να αποπληρώσουν εγκαίρως την οφειλόμενη δόση του μικροδανείου τους και αναγκάζονται να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία, όπως κατσίκες, για να αποπληρώσουν. Ωστόσο, η Grameen Bank και άλλες ΜΚΟ έχουν τις δικές τους θεαματικές ιστορίες επιτυχίας. Όμως, αυτή η επιτυχία δεν εντοπίζεται στην ανακούφιση της φτώχειας, αλλά μάλλον στην εταιρική επέκταση και στην εγκαθίδρυση μιας νέας μορφής χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας. Για παράδειγμα, η Grameen Phone είναι σήμερα η μεγαλύτερη εταιρεία κινητής τηλεφωνίας στο Μπανγκλαντές, με μερίδιο άνω του 62% να ανήκει στην νορβηγική Telenor. Η Grameen DANONE Food και η Grameen Veolia Water Ltd. είναι άλλα παραδείγματα που δημιουργήθηκαν ως κοινές πρωτοβουλίες με πολυεθνικές. Αν και δεν ανήκουν πλέον επίσημα στην μητρική Grameen, χρησιμοποιούν το «καλό όνομά» της για να προωθήσουν μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ιδιωτικοποίησης του νερού.
Διεθνώς χρησιμοποιείται ο όρος «Grameenized ιδιωτικός τομέας», που κρύβει την εταιρική επέκταση πίσω από το πέπλο της υποστήριξης των φτωχών. Η Grameen έχει γίνει ένα αναγνωρίσιμο εμπορικό σήμα του Μπανγκλαντές, αποτελώντας τη μεγαλύτερη ΜΚΟ μικροχρηματοδότησης στον πλανήτη. Οι μικροχρηματοδοτήσεις/πιστώσεις δεν μπορούν να βελτιώσουν τις συνθήκες των φτωχών που δεν έχουν άλλες πηγές εισοδήματος. Αντιθέτως, η ευαλωτότητα αυξάνεται μετά την παγίδευση σε έναν ατελείωτο κύκλο υπερχρέωσης. Στην ουσία, το μοντέλο των ΜΚΟ και η προσέγγιση που βασίζεται στις μικροχρηματοδοτήσεις ταιριάζει απόλυτα με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και το κυρίαρχο αναπτυξιακό παράδειγμα που αναπαράγει τη φτώχεια για πολλούς και την ευημερία για λίγους, καταστρέφοντας τη φύση και τις ζωές των ανθρώπων, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το εταιρικό κέρδος. Η ρητορική περί «βοήθειας στους φτωχούς» και περί μιας «λαϊκής εναλλακτικής λύσης» δημιουργεί ψευδαισθήσεις, καθώς αποδυναμώνει την πολιτική και το όραμα μιας πραγματικής εναλλακτικής λύσης της λαϊκής κυριαρχίας και χειραφέτησης. Η επιλογή του Γιουνούς για να βγάλει το Μπανγκλαντές από την πολιτική κρίση σηματοδοτεί την συνέχεια της πολιτικής που είναι υπεύθυνη για όσα ο λαός υποφέρει.
Κόμματα της Αριστεράς και εξέγερση
Η προοπτική της εξέγερσης δεν είναι επομένως ευοίωνη καθώς και η παρουσία της αριστεράς είναι αδύναμη και σε υποχώρηση τα τελευταία χρόνια. Τα δύο μεγαλύτερα ρεφορμιστικά αριστερά κόμματα – το Κόμμα των Εργαζομένων και το Jatiya Samajtantrik Dal (JASAD) έχουν συνδεθεί με την Awami League. Το Κόμμα των Εργαζομένων ήταν ένας μαρξιστικός-λενινιστικός σχηματισμός που σχηματίστηκε από έναν ευρύ συνασπισμό αριστερών ομάδων τη δεκαετία του 1980 και εξακολουθεί να έχει δεσμούς με ορισμένους αγώνες εργατικών, αγροτικών και περιθωριοποιημένων ομάδων. Το JASAD είναι ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που τάσσεται υπέρ των μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του αστικού συστήματος, δίνοντας έμφαση στην προώθηση των πολιτικών πρόνοιας και άλλων αιτημάτων κοινωνικής δικαιοσύνης. Τα δύο κόμματα είχαν συμμαχήσει στρατηγικά με το κόμμα της Χασίνα προβάλλοντας το μέτωπο ενάντια στον δεξιό φονταμενταλισμό.
Το παλαιότερο αριστερό κόμμα στο Μπανγκλαντές, το Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΜ), εξακολουθεί να αντιτίθεται ενεργά στην κυβέρνηση, ενώ υπάρχει και πλήθος μαοϊκών και τροτσκιστικών οργανώσεων με ζωτική παρουσία μεταξύ των συνδικάτων εργατών ενδυμάτων. Πέρυσι, οι εργαζόμενοι στην ένδυση κέρδισαν σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού τους, ενώ και οι αγρότες έδωσαν αγώνες για να επιτύχουν καλύτερες τιμές για τα γεωργικά τους προϊόντα. Αυτοί οι αγώνες ήταν προάγγελος της μαζικής εξέγερσης των φοιτητών, ωστόσο στάθηκε αδύνατο να συνδεθούν.
Οι εξεγέρσεις δεν θα σταματήσουν, αυξάνονται τα τελευταία χρόνια της δίνης της καπιταλιστικής κρίσης. Ωστόσο, θα οδηγούνται στην ήττα ή την ενσωμάτωση όσο απουσιάζει ένα συνολικό και παγκόσμιο επαναστατικό και κομμουνιστικό ρεύμα που θα ενοποιεί επιμέρους αγώνες και θα ανοίγει πανιά ολικής ανατροπής ενός συστήματος που σαπίζει σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Παρά τις ήττες τους, οι εξεγέρσεις δείχνουν ότι οι λαοί βρίσκουν τρόπους να παλεύουν, είναι εικόνες από το μέλλον που όμως για να έρθει απαιτεί μια νέα εποχή επαναστάσεων.