Με συγκίνηση, τουλάχιστον τρεις γενιές αποχαιρέτησαν την ηθοποιό Άννα Παναγιωτοπούλου που πέθανε στα 76 της χρόνια παραμονή του Πάσχα
Δεν είναι εύκολη η τέχνη της κωμωδίας –στο θέατρο, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο– και ιδίως για μια γυναίκα ηθοποιό. Και η Άννα Παναγιωτοπούλου υπηρέτησε αυτή την τέχνη με έναν ιδιαίτερο, προσωπικό τρόπο. Με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή της που έκρυβε και μια δόση αυτοσαρκασμού, με τις συγκρατημένες εκφράσεις του προσώπου της. Ποτέ δεν υπήρξε «γατούλα».
Το βιογραφικό της είναι γνωστό, μπορούμε να το διαβάσουμε σε δεκάδες πηγές, και δεν έχει νόημα να το επαναλάβουμε εδώ. Μπορούμε όμως να επισημάνουμε κάποιες «μεγάλες στιγμές» στην καριέρα της που δεν σφράγισαν μόνο την ίδια αλλά και όσους είχαν την ευκαιρία να τις ζήσουν ως θεατές. Μια τέτοια μεγάλη στιγμή ήταν η επιθεώρηση Κι εσύ χτενίζεσαι που ανέβηκε το καλοκαίρι του 1973, στο Άλσος Παγκρατίου την εποχή της «φιλελευθεροποίησης» με τον Μαρκεζίνη.
Απλοί αλλά διαχρονικοί οι στίχοι του τραγουδιού του Λουκιανού Κηλαηδόνη που έδωσε τον τίτλο στην επιθεώρηση:
Όλα ωραία και καλά
κι εσύ απόψε τραλαλά
στο Άλσος να δροσίζεσαι,
εδώ ο κόσμος καίγεται
κι εσύ χτενίζεσαι.
Σήμερα που «ο κόσμος καίγεται», με διαφορετικό τρόπο από ό,τι το μακρινό 1973, οι δυτικές κυβερνήσεις δεν χτενίζονται απλώς, αλλά ρίχνουν λάδι στη φωτιά (στις φωτιές) του πολέμου.
Το Ελεύθερο Θέατρο, του οποίου η Άννα Παναγιωτοπούλου υπήρξε μία από τους πρωτεργάτες, ίσως να μην είχε γεννηθεί αν δεν είχε υπάρξει η δικτατορία και, ταυτόχρονα, η ανάγκη της συλλογικής αντίστασης. Το Ελεύθερο Θέατρο, που μετεξελίχθηκε στην Ελεύθερη Σκηνή, δεν ήταν απλώς ένα φυτώριο σπουδαίων καλλιτεχνών αλλά και μια απόδειξη ότι οι συλλογικότητες είναι κάτι πολύ παραπάνω από το άθροισμα των μελών τους.
Το Ελεύθερο Θέατρο, ήταν μια απόδειξη ότι οι συλλογικότητες είναι κάτι πολύ παραπάνω από το άθροισμα των μελών τους.
Η Άννα Παναγιωτοπούλου στάθηκε όρθια και δημιουργική ακόμα και μετά τη διάλυση της Ελεύθερης Σκηνής, σε μια εποχή που δεν ευνοούσε τη συλλογική καλλιτεχνική έκφραση. Υπήρξε ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, σεμνός που πορεύτηκε με αξιοπρέπεια και κατάφερε να μη βουλιάξει σε μια άχαρη εποχή, στην εποχή του λαϊφστάιλ και της λεγόμενης «προσωπικής ατζέντας». Ιδίως την πρώτη δεκαετία της ιδιωτικής τηλεόρασης, με την καθοριστική συμμετοχή της στις Τρεις Χάριτες έγινε οικεία και αγαπητή σε ένα κοινό που δεν την είχε γνωρίσει από το θέατρο.
Αν και γόνος αστικής οικογένειας, η Άννα Παναγιωτοπούλου, ήταν μια λαϊκή καλλιτέχνιδα που με την τέχνη της άγγιζε και τον «βαθύ λαό» και όχι μόνο το κλασικό θεατρόφιλο κοινό. Απέδειξε ότι και η τηλεόραση μπορεί να λειτουργήσει σαν «λαϊκή τέχνη», και ασφαλώς σ’ αυτό συνέβαλαν, πέρα από την ίδια, και άλλοι συνάδελφοί της και συντελεστές των τηλεοπτικών επιτυχιών της.
Η Άννα Παναγιωτοπούλου δεν έκανε γκριμάτσες, δεν ξεκαρδιζόταν η ίδια στα γέλια αλλά άφηνε το κωμικό στοιχείο να αναδύεται μέσα από τις καταστάσεις, έδινε χώρο στον «λόγο». Ήταν μια ηθοποιός που αγαπήθηκε και αποτυπώθηκε στη συλλογική μνήμη όχι μόνο χάρη στις θρυλικές ατάκες της αλλά και χάρη στο ήθος και την ακεραιότητά της.