Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η στρατηγική της αστικής τάξης, δηλαδή η διατήρηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εξουσίας, συνενώνουν τα τμήματά της, ενοποιώντας την σχετικά εύκολα. Αντίθετα, η στρατηγική της κομμουνιστικής απελευθέρωσης δεν είναι πλειοψηφικά αυθόρμητα αποδεκτή για την εργατική τάξη κι έτσι προκύπτει η ανάγκη σύνδεσης των άμεσων και των στρατηγικών στόχων. Η ανάγκη αυτή στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Στρατηγική και τακτική είναι η διαλεκτική σχέση των βασικών – μακροπρόθεσμων και άμεσων στόχων της άρχουσας αστικής τάξης και της υποτελούς εργατικής τάξης στον καπιταλισμό, σ’ όλα τα στάδιά του στη διαρκή ταξική τους αντιπαράθεση. Στόχος της στρατηγικής και τακτικής των αντιμαχόμενων κοινωνικών τάξεων είναι η επιβολή των συμφερόντων τoυς, άμεσων και συνολικών. Η επιβολή της στρατηγικής μιας τάξης συνεπάγεται την κυριαρχία αυτής της τάξης.
Η κυριαρχία της αστικής τάξης σ’ όλα τα στάδιά της προϋποθέτει την ύπαρξη και υποταγή της εργατικής τάξης. Αντίθετα, η επικράτηση της εργατικής τάξης προϋποθέτει την κατάργηση της αστικής τάξης ως κυρίαρχης τάξης. Γι’ αυτό, η κυριαρχία της προϋποθέτει την επαναστατική ανατροπή της αστικής τάξης, αφού αυτή δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τα άγια των αγίων της, δηλαδή την εξουσία της, με ειρηνικά δημοκρατικά και νόμιμα μέσα, ακόμη και αν, σ’ ένα βαθμό, προβλέπονται απ’ το αστικό σύνταγμα. Επιπλέον, η αστική τάξη παρά τις επιμέρους οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές διαφοροποιήσεις των επιμέρους τμημάτων της, συγκλίνει «αυθόρμητα» στα θεμελιώδη, κοινά για όλη την τάξη, συμφέροντα, δηλαδή, στην αδιάλλακτη υπεράσπιση του καπιταλιστικού συστήματος και των επιμέρους βασικών τακτικών επιλογών της, παρά τις επιμέρους διαφωνίες και αντιθέσεις. Απεναντίας, ένα μόνο τμήμα της εργατικής τάξης και ένα ακόμη μικρότερο τμήμα των λοιπών εκμεταλλευόμενων τάξεων έχει συνείδηση της αναγκαιότητας της επανάστασης για την απαλλαγή τους απ’ την καπιταλιστική εκμετάλλευση, αλλά και για την ανάγκη της αντικαπιταλιστικής στάσης στα επιμέρους πεδία της αστικής αντιλαϊκής πολιτικής.
Αυτή η αντίφαση οφείλεται στην ιδεολογικοπολιτική ηγεμονία της αστικής τάξης, που ενσωματώνει τις υποτελείς τάξεις στο καπιταλιστικό σύστημα, προβαίνοντας σε παραχωρήσεις όσο γίνεται πιο ακίνδυνες για το σύστημα εκτός αν απειλείται η εξουσία της. Οι επιμέρους αγώνες, ακόμη και όταν προσλαμβάνουν στιβαρή αγωνιστική μορφή, από μόνοι τους δεν εξασφαλίζουν την απελευθέρωση της εργατικής τάξης απ’ την εκμετάλλευση και την καταπίεση, αντίθετα μπορεί να ενισχύσουν τις τάσεις προσαρμογής των διεκδικήσεων στο καπιταλιστικά εφικτό, ή και την παραίτηση απ’ τους αγώνες, όταν η αδιαλλαξία της άρχουσας τάξης αποδεικνύεται ισχυρότερη από την αγωνιστικότητα των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.
Αλλά ακόμη και όταν οι εργαζόμενοι νικήσουν σε κάποια επιμέρους διεκδίκηση, η νίκη τους είναι επισφαλής, αφού μπορεί να ακυρωθεί όταν το απαιτούν τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Πράγμα που επιβεβαιώνεται απ’ την επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που ταΐζει με ψίχουλα την πείνα των εργαζομένων, που πόρρω απέχει απ’ το να καλύπτει την πρωτοφανή ακρίβεια, η οποία πλήττει οδυνηρά το εισόδημα των οικογενειών.
«Οι κομμουνιστές αγωνίζονται για να πετύχουν τους άμεσους σκοπούς της εργατικής τάξης, αλλά στο σημερινό κίνημα εκπροσωπούν ταυτόχρονα και το μέλλον του κινήματος»
Οι λύσεις στα οξυνόμενα προβλήματα των εργαζομένων, αλλά και η ολοκληρωτική απαλλαγή τους απ’ την καπιταλιστική βαρβαρότητα προϋποθέτει σύνδεση των άμεσων τακτικών στόχων με την προοπτική της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού. Γιατί έτσι συνειδητοποιείται η ανάγκη αδιάλλακτης πάλης με τον καπιταλισμό, ώστε να υποχρεωθεί αυτός σε σοβαρές υποχωρήσεις, αλλά και για να ανδρωθεί το κίνημα, που θα ωθήσει τον καπιταλισμό στα άχρηστα της ιστορίας. Απ’ το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος τονίζεται ήδη η ανάγκη σύνδεσης της τακτικής με τη στρατηγική: «Οι κομμουνιστές αγωνίζονται για να πετύχουν τους άμεσους σκοπούς και για τα άμεσα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά στο σημερινό κίνημα εκπροσωπούν ταυτόχρονα και το μέλλον του κινήματος» (Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, σελ. 64, Σύγχρονη Εποχή). Ο Μαρξ τόνιζε ότι η εργατική τάξη δεν πρέπει να υπερβάλλει για την αποτελεσματικότητα των καθημερινών αγώνων. Δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι παλεύει ενάντια στα αποτελέσματα και όχι ενάντια στις αιτίες. Η εργατική τάξη πρέπει να χρησιμοποιεί τις οργανωμένες δυνάμεις της «σαν έναν μοχλό για την τελική απελευθέρωση της εργατικής τάξης». Ο Λένιν στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού με την όξυνση των αντιθέσεών του και την εντονότερη επιθετικότητα και αντιδραστικότητά του, θεωρούσε ότι ο αγώνας για τις άμεσες ανάγκες αποκτά σύνθετο χαρακτήρα και συνδέεται πιο ισχυρά με την πάλη για την πολιτική εξουσία.
Στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού η σχέση τακτικής-στρατηγικής γίνεται ακόμη πιο ισχυρή. Πολιτικοί στόχοι που είναι στρατηγικά αντίθετοι στα κριτήρια του κέρδους, της αγοράς και της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, δεν είναι μόνο ιστορικά αναγκαίοι, αλλά γίνονται και άμεσα πολιτικά αναγκαίοι για την επιβίωση της ανθρωπότητας.
Στη σύγχρονη πραγματικότητα η αντικειμενική προσέγγιση τακτικής και στρατηγικής μετατρέπει την πραγματική σύνδεσή τους, σε αρκετές περιπτώσεις, σε άμεση δυνατότητα και επιτακτική ανάγκη. Λόγου χάρη, η προστασία του περιβάλλοντος δεν μπορεί να παραπέμπεται απλώς σ’ ένα σοσιαλιστικό μέλλον. Όπως επιβεβαιώνουν οι άμεσες περιβαλλοντικές καταστροφές, η προστασία του περιβάλλοντος αποκτά άμεση προτεραιότητα. Και επειδή ο ανορθόλογος καπιταλισμός αποκλείεται να θέσει την προστασία του περιβάλλοντος υπεράνω των κερδών του, επιβεβαιώνεται η αντικειμενική ανάγκη επιτάχυνσης του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Η ανάγκη της «στρατηγικής στο τιμόνι» είναι σήμερα όσο ποτέ αναγκαία και ρεαλιστική. Ωστόσο, αυτή η αντικειμενική απαίτηση δεν δικαιολογεί τον βολονταρισμό, χωρίς να έχει ωριμάσει ο υποκειμενικός παράγοντας στα επιμέρους προβλήματα. Λόγου χάρη, στη μεγαλειώδη πρόσφατη κινητοποίηση των αγροτών το σύνθημα της σοσιαλιστικής αλλαγής, που όντως είναι σήμερα ρεαλιστική λύση του αγροτικού και γενικότερα του περιβαλλοντικού προβλήματος, δεν θα γινόταν αποδεκτό απ’ τους πολιτικά συντηρητικούς αγρότες (48% ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές Μητσοτάκη). Απ’ την άλλη, κατώτερη των περιστάσεων και ψοφοδεής είναι και η στάση ρεφορμιστικών δυνάμεων, αλλά και του ΚΚΕ, που παρά την όξυνση των προβλημάτων και την αγωνιστική διάθεση των αγροτών επέμεινε σε κατώτερους των περιστάσεων στόχους, φοβούμενο τη ριζοσπαστικοποίηση των αγώνων, υποχωρώντας έτσι σε μια μορφή ρεφορμισμού με κομμουνιστικές διακηρύξεις…