Σταύρος Μαυρουδέας, αναδημοσίευση από το Documento
Η κυβέρνηση και τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ πανηγυρίζουν για την αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα (BBB με σταθερές προοπτικές) από τον αμερικανικό οίκο αξιολόγησης S&P. Υποστηρίζουν ότι σηματοδοτεί την οριστική έξοδο από την κρίση και αποτελεί απόδειξη της ανάκαμψης και του αξιόχρεου της οικονομίας.
Πίσω όμως από αυτούς τους θεατρινίστικους διθυράμβους κρύβεται μια γκρίζα πραγματικότητα.
Πρώτον, η μείωση των επιτοκίων δανεισμού αφορά μόνο ένα τμήμα του ελληνικού χρέους: από τα περίπου 404 δισ. μόνο τα 45 δισ. είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμο χρέος (αφήνοντας στην άκρη τον ουσιαστικά εσωτερικό δανεισμό των περίπου 11 δισ. έντοκων γραμματιών και τα 40 δισ. που έχει αγοράσει η ΕΚΤ από τη δευτερογενή αγορά στο πλαίσιο της ποσοτικής χαλάρωσης). Το ποσό αυτό καλύπτεται σχεδόν εξολοκλήρου από τα περίπου 38 δισ. του «ταμειακού μαξιλαριού» (που ξεκίνησε επί ΣΥΡΙΖΑ). Επομένως, η βελτίωση των όρων δανεισμού έχει μικρή εμβέλεια.
Δεύτερον, ακόμη κι έτσι η Ελλάδα δανείζεται με το δεύτερο χειρότερο επιτόκιο στην ευρωζώνη (μετά την Ιταλία), περίπου 4,5% για το 15ετές ομόλογο. Δηλαδή εξακολουθεί να θεωρείται προβληματική οικονομία.
Τρίτον, η άνοδος του πληθωρισμού έχει οδηγήσει σε συσταλτική νομισματική πολιτική και άνοδο των επιτοκίων. Αυτό έχει επηρεάσει και την καμπύλη επιτοκιακών αποδόσεων των κρατικών ομολόγων. Η άνοδος των επιτοκίων –εφόσον διαρκέσει αρκετά– επιδεινώνει το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους και απομειώνει τις όποιες θετικές επιδράσεις της αναβάθμισης. Ενδεικτικά, η πρόσφατη άνοδος των επιτοκίων έχει περιορίσει σημαντικά το όφελος αναχρηματοδότησης παλαιών εκδόσεων με νέα ομόλογα στις 66 μονάδες βάσης (ενώ τον Δεκέμβριο του 2020 είχε το ιστορικά υψηλό επίπεδο οφέλους των 283 μονάδων βάσης).
Οσον αφορά τη συνολική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας – και αντίθετα με τις κυβερνητικές παραμυθίες και την αναπαραγωγή τους από την S&P–, παραμένει σε βαθιά διαρθρωτική κρίση. Είναι εκτεταμένα αποβιομηχανοποιημένη (από την ένταξή της στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση) και μετατρέπεται σε αδύναμη οικονομία υπηρεσιών που είναι εξαιρετικά ευάλωτη στις διακυμάνσεις της παγκόσμιας οικονομίας. Εξαρτάται όλο και περισσότερο από ξένα κεφάλαια και υπόκειται στις ιδιοτροπίες τους. Εχει υψηλό ποσοστό ανεργίας και οι πρόσφατες μειώσεις του είναι κυρίως αποτέλεσμα της μείωσης του ενεργού εργατικού δυναμικού και όχι ευθείας μείωσης της ανεργίας. Επίσης έχει πολύ υψηλή νεανική ανεργία, που συμβαδίζει με σοβαρή διαρροή εγκεφάλων και μετανάστευση.
Αλλά και στο μέτωπο των δίδυμων ελλειμμάτων τα πράγματα δεν είναι καλά. Το απόλυτο μέγεθος του δημόσιου χρέους έχει εκτοξευτεί το 2022 σε περισσότερα από 400 δισ. δολάρια. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ παρουσιάζει μείωση, αλλά οφείλεται σε στατιστικό τεχνούργημα: ο παρονομαστής (το ΑΕΠ) έχει αυξηθεί λόγω του αυξημένου πληθωρισμού. Αυτό όμως δεν μπορεί να κρύψει τη θεαματική αύξηση του ελληνικού κρατικού χρέους. Επιπρόσθετα, υπάρχει νέα επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών λόγω του προβληματικού ελληνικού παραγωγικού μοντέλου που υπαγορεύτηκε από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Ταυτόχρονα, αυξάνονται η φτώχεια και η ανισότητα. Ο υψηλός πληθωρισμός των τελευταίων ετών –ιδιαίτερα στα είδη μαζικής λαϊκής κατανάλωσης– έχει «φορολογήσει» βαριά τους εργαζόμενους (με εισοδηματικές απώλειες ανάλογες των περικοπών του πρώτου μνημονίου).
Αυτή η εύθραυστη οικονομία είναι επιρρεπής σε νέες κρίσεις. Η από το 2024 επανεφαρμογή των συνθηκών του Μάαστριχτ+ θα επιδεινώσει περαιτέρω την κατάσταση. Η αυξανόμενη φυγή μεγάλων ελληνικών εταιρειών στο εξωτερικό αποτελεί πιθανόν προειδοποιητικό σημάδι.