Χρίστος Κρανάκης
Ρεκόρ υψηλών θερμοκρασιών εκδηλώνονται στην Ευρώπη, αλλά τα δέντρα αποψιλώνονται και το περιβάλλον υποβαθμίζεται, ειδικά στις πόλεις.
Οι καύσωνες σαρώνουν την Ευρώπη
Με σαραντάρια «επελαύνει» το κύμα καύσωνα που σαρώνει ολόκληρη την Ελλάδα. Ο «Κλέων» μπορεί να καθορίζει τη δημόσια κουβέντα στην Ελλάδα, όμως δεν αποτελεί αμιγώς ελληνικό φαινόμενο. Ο αντικυκλώνας «Κέρβερος» που έρχεται από τη Σαχάρα και πλήττει τη Μεσόγειο έφερε ως απότοκο κύματα ακραίας ζέστης που επηρεάζουν μεγάλες επιφάνειες της Ευρώπης (κυρίως τις νότιες περιοχές). Σε πρώτη φάση, χειρότερα από όλους επλήγη η Ιταλία, όπου σημειώθηκαν ακραίες θερμοκρασίες, που έφτασαν κοντά στους 48 βαθμούς κελσίου. Από τον καύσωνα κατέρρευσε ένας 44χρονος εργαζόμενος στο οδικό δίκτυο και αργότερα ξεψύχησε, ενώ δύο παιδιά ηλικίας 6 και 7 ετών βρέθηκαν νεκρά μέσα σε δεξαμενή νερού, όπου πιθανότατα μπήκαν για να δροσιστούν. Ακόμα, αρκετοί τουρίστες, κυρίαρχα από τις βορειότερες χώρες, καταρρέουν λόγω θερμοπληξίας. Παρόμοιες καταστάσεις, αν και λίγο ηπιότερες, ζει και η Ισπανία, ενώ σε δεύτερη φάση το κύμα «οδεύει» προς τα Βαλκάνια και την Τουρκία.
Το τωρινό θερμό κύμα δεν αποτελεί κάποιου είδους μετεωρολογικό παράδοξο ούτε παρένθεση. Αντίθετα, ειδικοί έχουν προειδοποιήσει πως η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα από τα πιο καυτά καλοκαίρια στην ιστορίας της. Ήδη, πριν λίγες μέρες, η Γερμανία βίωσε έναν πρωτόγνωρο καύσωνα για τα δεδομένα της, με τις υψηλότερες θερμοκρασίες να φτάνουν έως και 40 βαθμούς, ενώ θερμοκρασίες ρεκόρ κατεγράφησαν σε όλη τη γερμανική επικράτεια. Με περισσότερους από 61.000 νεκρούς λόγω ζέστης στην Ευρώπη για το 2022 και σημαντικές ενδείξεις ότι ο φετινός αριθμός των θανάτων ενδέχεται να αυξηθεί, τα ευρωπαϊκά κράτη επικεντρώνονται κυρίαρχα στον τρόπο διαχείρισης των ακραίων καιρικών συνθηκών. Παρ’ όλα αυτά, έχει μια αυτοτελή σημασία να εξετάσουμε τη «μεγάλη εικόνα» πίσω από τα ακραία καιρικά φαινόμενα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη η ανθρωπότητα εξαιτίας της κλιματικής κρίσης.
Το ευρωπαϊκό έδαφος επηρεάζεται δραματικά από την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη.
Μπορεί τα ακραία καιρικά φαινόμενα να μην αποτελούν προϊόν αποκλειστικά της κλιματικής κρίσης και να προϋπήρχαν αυτής. Παρ’ όλα αυτά, η συχνότητα, η ένταση και η μεταξύ τους εναλλαγή, σε μεγάλο βαθμό οφείλονται σε αυτήν. Για παράδειγμα, όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες, τα τωρινά κύματα καύσωνα που βιώνει η νότια Ευρώπη οφείλονται στην αύξηση της θερμοκρασίας στη Μεσόγειο, που με τη σειρά της εδράζεται στην ευρύτερη αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας. Ενδεικτικά, όπως εκτιμάται, οι χώρες της Μεσογείου έως το τέλος του 21ου αιώνα αναμένεται να βιώσουν μία αύξηση στα κύματα καύσωνα της τάξης του 70%, ποσοστό που μεταφράζεται σε 7 ημέρες παραπάνω καύσωνα ανά δεκαετία.
Ευρύτερα, όμως, το ευρωπαϊκό έδαφος επηρεάζεται δραματικά από την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη. Η μέση ευρωπαϊκή θερμοκρασία, μάλιστα, εκτιμάται πως αυξάνεται με διπλάσιο ρυθμό από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός πως οι ακραίες θερμοκρασίες που βιώνει η περιοχή το τελευταίο διάστημα είναι αισθητά μεγαλύτερες από ό,τι προέβλεπαν τα προηγούμενα κλιματικά μοντέλα, χωρίς ακόμα να μπορούν να εντοπιστούν τα ακριβή αίτια γύρω από αυτή την απόκλιση. Σύμφωνα, με έκθεση της Υπηρεσίας Κλιματικής Αλλαγής της ΕΕ το καλοκαίρι του ’22 αποτέλεσε το θερμότερο που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία της Ευρώπης (μέχρι πιθανότατα το φετινό), με τους πρωτοφανείς καύσωνες να συνοδεύονται από ελάχιστες βροχοπτώσεις, πολλές ξηρασίες και χαμηλότερες ροές ποταμών. Ενδεικτικά της σχέσης μεταξύ της ακραίας ευρωπαϊκής ζέστης και της κλιματικής κρίσης είναι τα όσα αποκάλυψε έρευνα αναφορικά με τις θερμοκρασίες ρεκόρ που έπληξαν τη Δυτική Μεσόγειο τον περασμένο Απρίλη. Όπως δείχνει η έρευνα που δημοσίευσε η Guardian, η εμφάνιση των τότε κυμάτων καύσωνα που σάρωσαν χώρες όπως την Ισπανία και την Πορτογαλία κατέστη πιο πιθανή –κατά 100 φορές τουλάχιστον– λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Παλιότερα, ένα τέτοιο ακραίο φαινόμενο θα αναμενόταν μόλις μία φορά σε τουλάχιστον… 40.000 χρόνια.
Όπως είναι λογικό, το μεγαλύτερο βάρος της κλιματικής αλλαγής και της υπερθέρμανσης του πλανήτη πέφτει στις «πλάτες» των κατοίκων των πόλεων και ειδικότερα των μεγάλων. Σε αυτές, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη γίνεται περισσότερο αισθητή, καθώς εκεί εντοπίζεται η αποκαλούμενη «αστική θερμική νησίδα», φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο το εσωτερικό των αστικών περιοχών φτάνει σε αισθητά υψηλότερες θερμοκρασίες σε σχέση με αυτή των προαστίων ή αγροτικών περιοχών. Ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος προστασίας των πόλεων από τα επερχόμενα κύματα καύσωνα αποτελεί η προστασία των δέντρων που έχουν απομείνει στο αστικό περιβάλλον.
Παρά τα «μεγάλα λόγια» περί πράσινης ανάπτυξης, οι επενδύσεις σε υδρογονάνθρακες καλά κρατούν
Βέβαια, αντί ο δημόσιος διάλογος για το θέμα να επικαθορίζεται από την ανάγκη προστασίας του πρασίνου του περιβάλλοντος, το κεφάλαιο προσπαθεί να παρουσιάσει ως «αντίδοτο» της κλιματικής κρίσης, την «πράσινη ανάπτυξη». Το πρόβλημα εδώ δεν έγκειται μόνο στις επικρίσεις πολλών επιστημόνων όσον αφορά το πραγματικό περιβαλλοντικό όφελος των πράσινων επενδύσεων. Αλλά και στο ότι, παρά τα μεγάλα λόγια, ο βασικός προσανατολισμός του κεφαλαίου παραμένει προσηλωμένος στις παραδοσιακές μορφές εκμετάλλευσης ενέργειας.
Οι υδρογονάνθρακες όχι απλά φαίνεται πως θα συνεχίσουν να αξιοποιούνται ως βασική πηγή παραγωγής ενέργειας για αρκετές δεκαετίες ακόμα, αλλά οι σχετικές επενδύσεις ανά τον κόσμο αναμένεται να παρουσιάσουν μέχρι και αύξηση, ώστε να καλύψουν τις αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες των αναπτυσσόμενων οικονομιών της Ασίας, της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και της Λατινικής Αμερικής. Ενδεικτικά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρόσφατα επέτρεψε ένα γιγαντιαίο σχέδιο εξόρυξης πετρελαίου αξίας 8 δισ. δολάρια στην Αλάσκα, ενώ χώρες που έχουν άμεσο οικονομικό κίνητρο από τη συνέχιση των εξορύξεων υδρογονανθράκων, όπως το Κατάρ και η Νορβηγία, είτε συνεχίζουν είτε αυξάνουν τα σχέδια εκμετάλλευσης αυτών. Συνολικά, 30 χώρες έχουν εγκρίνει νέα σχέδια εξόρυξης υδρογονανθράκων τα τελευταία δύο χρόνια. Όπως φαίνεται, ο παγκόσμιος καπιταλισμός προσπαθεί να «ισορροπήσει» ανάμεσα σε δύο βάρκες. Ο ένας πόλος επενδύει τεράστια ποσά στην πράσινη ανάπτυξη, καθώς πιστεύει πως θα του επιστραφούν πίσω εκθετικά. Ο έτερος πόλος δίνει τον δικό του αγώνα ώστε να συνεχίσει η ανθρωπότητα στην ίδια ρότα ενεργειακής παραγωγής, παρότι αυτή φαίνεται πως καταστρέφει το περιβάλλον. Κοινό σημείο των δύο πόλων αποτελεί το γεγονός πως κανένας δεν επιδιώκει την έμπρακτη προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρωπότητας.