Αιμιλία Καραλή
130 χρόνια από τη γέννηση του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
Τον Δεκέμβρη του 1912 τέσσερις Ρώσοι ποιητές δημοσίευσαν ένα ποιητικό μανιφέστο με τίτλο «Χαστούκι στο γούστο του κοινού». Ο Βλ. Μαγιακόφσκι, ο Βελ. Χλέμπνικοφ, ο Αλ. Κρουτσιόνιχ και ο Ντ. Μπουρλιούκ διακήρυξαν την ανάγκη μιας νέας ποιητικής τέχνης που θα ερχόταν σε πλήρη ρήξη με τη λογοτεχνική παράδοση της Ρωσίας: «Σ’ εκείνους που διαβάζουν το Καινούργιο Πρώτο Απρόσμενό μας. ΕΜΕΙΣ μονάχα είμαστε ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ του καιρού ΜΑΣ. Χάρη σε μας, η σάλπιγγα του καιρού σημαίνει στην τέχνη του λόγου.[…] Ας πετάξουμε τον Πούσκιν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, κλπ. κλπ., πέρα και μακριά από το Σύγχρονο Ατμόπλοιο. […] Ψηλά απ’ τους ουρανοξύστες εποπτεύουμε τη μηδαμινότητά τους! […]» (μετ. Ανδρέας Παγουλάτος).
Οι θεμελιωτές του ρωσικού φουτουρισμού, όπως αποκλήθηκε αυτό το λογοτεχνικό ρεύμα, προσέβλεπαν στο μέλλον μιας ποιητικής γλώσσας που θα έκοβε ριζικά τους δεσμούς με ό,τι την έθρεψε στο παρελθόν. Πολιτικά πιο ενεργός απ’ όλους ήταν ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι καθώς από το 1908 συμμετείχε στην τάση των μπολσεβίκων του ΣΔΕΚΡ (μετέπειτα Κομμουνιστικό Κόμμα Ρωσίας).
«Εγώ ο ίδιος»
«Είμαι ποιητής. Αυτό είναι και το ενδιαφέρον που παρουσιάζω. Γι’ αυτό το θέμα λοιπόν γράφω. Για τα υπόλοιπα γράφω μόνο όταν έχουν αποκρυσταλλωθεί σε λόγο»
Η πρώτη του ποιητική συλλογή τιτλοφορείται Εγώ. Είναι ο ήρωας της πρώτης του συλλογής, του πρώτου του θεατρικού αλλά και της τελευταίας του ποιητικής συλλογής. Όπως έγραψε και ο Τρότσκι: «Για να εξυψώσει τον άνθρωπο τον φέρνει στο επίπεδο του Μαγιακόφσκι. Όπως ο Έλληνας ήταν ανθρωπομορφιστής κι έβλεπε απλοϊκά τις φυσικές δυνάμεις κατ’ εικόνα του, ο ποιητής μας, Μαγιακομορφιστής, γεμίζει με την προσωπικότητά του τις πλατείες, τους δρόμους και τα πεδία της επανάστασης». Όμως ο Μαγιακόφσκι δεν περιορίζεται στενά στην ατομική ύπαρξή του. Αναρίθμητες είναι οι ψυχές του: αιώνια εξεγερμένος, ερωτευμένος, επαναστάτης, χλευαστής του μικροαστισμού, επικριτής της γραφειοκρατίας.
Ποιητής, ζωγράφος, σκιτσογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός, θεωρητικός της τέχνης συμπύκνωσε το παράδειγμα ενός ανθρώπου που αφιέρωσε όλο του το έργο στην επανάσταση. Τα ποιήματά του, δομημένα με συνεχείς διασκελισμούς, θαρρείς και συμβαδίζουν με έναν συνεχή καλπασμό, μια ορμητική πορεία που πολιορκεί και εκπορθεί κάθε θέμα του. Έντονος, λυρικός –καθώς τα προσωπικά του συναισθήματα είναι παρόντα σε κάθε του ποίημα– απλώνει τα θέματά του παντού. Ο έρωτας, η επανάσταση, ο πόλεμος κι η ειρήνη, τα μικρά γεγονότα της καθημερινής ζωής γίνονται τα θέματά του. Οι λέξεις, οι στίχοι του συμβαδίζουν με τους ήχους της ανθρώπινης ανάσας, του έρωτα, του θροΐσματος των δέντρων που καλλιεργεί ή θαυμάζει, των εργαλείων και των μηχανών της εργασίας του. «Εσείς/ ένα σκοπό νυχτερινό/ θα μπορούσατε/να παίξετε / σ’ έναν αυλό υπό υδροσωλήνα;» ( μετ. Γ. Μολέσκης)
Η οπτική του προκλητική, ανατρεπτική, «ετοιμοπόλεμη». Οι λέξεις του μοιάζουν με γροθιές που χτυπάνε την καθημερινή μετριότητα. Από τα πρώτα του ποιήματα κιόλας δίνει τα πρώτα του «χαστούκια» στο «γούστο του κοινού»:
Τη σκέψη σας,/ που ονειροπολεί σε πλαδαρό μυαλό/σαν κοιλαράς λακές σε λιγδιασμένο καναπέ,/ θα την τρίβω πάνω σ’ ένα κομμάτι της καρδιάς μου ματωμένο/
χλευάζοντας ως να χορτάσω, αγροίκος και φαρμακερός. (Σύννεφο με παντελόνια, μετ. Γ. Μολέσκης)
Έγινε η φωνή της επανάστασης αλλά και έδωσε φωνή σε εκείνους που ως τότε είχαν καταδικαστεί να σιωπούν, να ακούνε μόνο διαταγές, να πεθαίνουν χωρίς καμιά διαμαρτυρία: Άνθρωποι!/ Αγαπημένοι/ μη αγαπημένοι,/γνωστοί/άγνωστοι,/μέσα από τις πύλες τούτες /σε πλατιά πομπή/περάστε./Κι αυτός,/ελεύθερος,/αυτός για τον οποίο φωνάζω εγώ,/ο άνθρωπος —/έρχεται,/πιστέψτε με,/πιστέψτε! (Ο πόλεμος και η οικουμένη, Μέρος V , μετ. Γ. Μολέσκης).
Η ποίηση ήταν γι’ αυτόν μια πράξη απελευθέρωσης με τον ίδιο τρόπο που ήταν –ή προσδοκούσε να είναι– η επανάσταση. Ήταν και προσδοκούσε να είναι οργανικό στοιχείο της καθημερινής ζωής. Έγραφε: «Η Κομμούνα είναι ένας τόπος απ’ όπου οι γραφειοκράτες θα έχουν σαρωθεί κι όπου θα υπάρχουν πολλοί στίχοι και τραγούδια». Και ως ένας από τους ιδρυτές του περιοδικού ΛΕΦ (“Левый фронт искусств”), του Αριστερού Μετώπου Τέχνης, που συσπείρωνε τους καλλιτέχνες της ρωσικής πρωτοπορίας, δήλωνε: «Εμείς οι λιεφ δεν είπαμε ποτέ πως είμαστε οι μοναδικοί κάτοχοι των μυστικών της ποιητικής δημιουργίας. Αλλά είμαστε οι μόνοι που θέλουμε να ανακαλύψουμε αυτά τα μυστικά, οι μόνοι που δεν χρειαζόμαστε έναν καλλιτεχνικό-θρησκευτικό θαυμασμό για να στοχαστούμε κατόπι».
Μισώ/ κάθε λογής νεκρίλα πάντα/ Λατρεύω/ κάθε λογής ζωή! (Ιωβηλαίο, μετ. Γιάννης Ρίτσος)
Ο ποιητής δεν χαρίστηκε σε στρεβλώσεις των επαναστατικών ιδεών. Το θέμα της γραφειοκρατίας τον απασχόλησε έντονα και στα θεατρικά του έργα Ο Κοριός, το Μυστήριο Μπούφο και Το χαμάμ. Με χιούμορ, ειρωνεία και στοιχεία που θυμίζουν το «θεάτρου του παράλογου» και της επιστημονικής φαντασίας, επικρίνει πρακτικές της σοβιετικής εξουσίας που διαλύουν την ελευθερία, την πρωτοβουλία, τη δημιουργικότητα και καταπιέζουν ανθρώπινα συναισθήματα όπως ο έρωτας και η φιλία. «Το υλικό που επεξεργάστηκα και πέρασα στην κωμωδία αυτή, προέρχεται από ένα βουνό στοιχείων για τους μικροαστούς. Αυτό το υλικό το μάζεψα απ’ όλες τις μεριές, τον καιρό που δούλευα στον τύπο, στη δημοσιογραφία και κύρια στην Κομσομόλσκαγια Πράβντα» έγραφε για το Χαμάμ (1929).
Κι αυτή του την κριτική, ο Μαγιακόφσκι την πλήρωσε. Όταν η επανάσταση έγινε «κατάσταση», έφαγε όπως ο Κρόνος τα καλύτερα παιδιά της. Φοβήθηκε τις ίδιες της τις επαγγελίες, έχασε την ψυχή της και η ποίηση έπαψε κι αυτή να την εμψυχώνει.
Μονάχος μου θα πω/ και για την εποχή μου/ και για τον εαυτό μου/ -άστα συ. (Επίκαιροι Αμίλητοι, μετ. Γ. Ρίτσος)
Ο Μαγιακόφσκι προτού επιλέξει τον τρόπο του θανάτου του είχε γράψει σε αρκετά ποιήματά του γι’ αυτόν. Μίλησε γι’ αυτόν όπως τραγούδησε τον κομμουνισμό, τον Λένιν, τους εργάτες, τον έρωτα, τους ποιητές, την ειρήνη, το τραμ, τις μηχανές, τον ηλεκτρισμό, την ομορφιά και τα αντιπαράθεσε στα όσα τα εξαθλιώνουν. Όπως έγραφε λίγο πριν πεθάνει, η σφαίρα με την οποία θα έδινε τέρμα στη ζωή του θα είναι η «ίδια σφαίρα που τραυμάτισε στη μάχη τον μπολσεβίκο εργάτη», που «έκανε σκόνη τον καθωσπρεπισμό», τους «ανθρωπάκηδες», την «άγνοια» και την «οσφυοκαμψία» τους. Ήξερε τους «σεισμούς που θα προκαλέσει η αποδημία του» και τις «1917 αναταράξεις που θα φέρει στο σκεβρωμένο τους σαρκίο».
Όμως ήξερε και πως: «Για πάντα στη μνήμη/ των φτωχών, των εξαθλιωμένων/ εγώ, ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι/ αιώνιος θα μείνω/ χέρι με χέρι/ στο αίμα βαφτισμένος/ της Προδομένης Επανάστασης/ μακάριος θα υψωθώ/ πάνω από την ποίηση/ και τις κυβερνήσεις”.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (29.7.23)
130 χρόνια από τη γέννηση του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι: Η ποίηση της απελευθέρωσης