Βασίλης Τσιράκης
Μια πολιτική, μπρεχτική, επίκαιρη και ξεσηκωτική θεατρική παράσταση του έργου της Λούλας Αναγνωστάκη, από τον σκηνοθέτη Χρήστο Θεοδωρίδη σε παραγωγή του ΚΘΒΕ.
Στο Βερολίνο του 2001, ο ηλικιωμένος Χανς και η πολύ μικρότερη ηλικιακά σύζυγός του Μαρία για να επιβιώσουν επινοικιάζουν το σπίτι τους σε ένα νεαρό ζευγάρι ελλήνων, τη Σοφία και τον Άγη. Στον περίγυρό τους, ο Ιβάν, η νεαρή Γερμανίδα Τρούντελ και ο αδερφός της Κλάους. Ο Άγης, επίδοξος συγγραφέας, γράφει ένα βιβλίο για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, ενώ η Σοφία για να βοηθήσει την παρηκμασμένη κοινωνικά και σε άθλια οικονομική κατάσταση οικογένειά της στην Ελλάδα, διακινεί ναρκωτικά, τα οποία προμηθεύεται από τον Ιβάν.
Το κλίμα την πόλη είναι σκοτεινό, ο νεοναζισμός και ο ρατσισμός σηκώνουν κεφάλι, ενώ η αστυνομοκρατία κυριαρχεί παντού. Σε αυτό το σκηνικό έχει προγραμματιστεί μεγάλη ειρηνική συγκέντρωση, στην οποία θα μιλήσει και ο Άγης. Παραμονή της συγκέντρωσης και ενώ όλοι ήρωες είναι μαζεμένοι στο σπίτι του Χανς, ο Άγης στήνει ένα μικρόφωνο και προβάρει τον διανθισμένο με τη ζωή της Ρόζας Λούξεμπουργκ λόγο του, ενώ καλεί και όλους τους παρευρισκόμενους να κάνουν το ίδιο.
Έτσι, όλοι παίρνουν τον λόγο για να μιλήσουν σε μια νοητή διαδήλωση, «σ’ αυτούς που τους ακούν», καταθέτοντας τις απόψεις τους, αλλά και ζητώντας από τους φανταστικούς συμμετέχοντες στη συγκέντρωση (βλ. πραγματικούς θεατές της παράστασης) να πάρουν ενεργά μέρος στα τεκταινόμενα.
Η κατάσταση θα ανατραπεί, όταν φτάσει στο Βερολίνο η οικογένεια της Σοφίας, η μητέρα της Έλσα μαζί με τον ανάπηρο γιό της Νίκο και τον Ιταλό εραστή του Τζίνο. Οι επισκέπτες, παρακμιακοί και απολίτικοι, βρίσκονται εντελώς εκτός κλίματος, προκαλώντας σουρεαλιστικές καταστάσεις, ενώ ταυτόχρονα η Έλσα απαιτεί από την κόρη της τα χρήματα που της υποσχέθηκε, θεωρώντας την υπεύθυνη για την αναπηρία του αδελφού της. Έτσι, η Σοφία, βρισκόμενη σε αδιέξοδο, αναγκάζεται να βγει στην πιάτσα για να πουλήσει μια μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών.
Η μοντέρνα σκηνοθεσία του Χρήστου Θεοδωρίδη δεν κάνει καμιά προσπάθεια αληθοφάνειας και συναισθηματικής ταύτισης των θεατών με τους ήρωες. Αντίθετα, δεν κρύβει τις προθέσεις της να κριτικάρει τον σημερινό κυνικό καπιταλισμό και τις παραφυάδες του, τον ναζισμό και το αστυνομικό κράτος, για να μας μιλήσει για τον συλλογικό αγώνα και την πάλη των τάξεων, κριτικάροντας τις θεωρίες για το τέλος των ιδεολογιών και των μεγάλων αφηγήσεων. Ο Θεοδωρίδης, προκρίνοντας τη μη γραμμική αφήγηση, «μπλέκει» τον χώρο με τον χρόνο, ώστε ο χρόνος να γίνεται ο τόπος της ιστορίας και το αντίστροφο. Ένας ενιαίος χώρος με ελλειπτικά σκηνικά –κάποια στήνονται από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές– και ένα χρόνος που καθορίζεται από τον καταιγιστικό ρυθμό του χορού στον οποίο συμμετέχουν όλοι οι ήρωες. Ωστόσο, το μεγάλο στοίχημα-ρίσκο που τελικά κερδίζει ο σκηνοθέτης βρίσκεται στην επιλογή της μουσικής, με τη χρήση αφενός επαναστατικών τραγουδιών και αφετέρου λαϊκών τραγουδιών (κάποιων στα όρια του σκυλάδικου) και αμανέδων, τα οποία εναλλάσσονται μεταξύ τους, αναδεικνύοντας τη διπλή φύση της ανθρώπινης κατάστασης ανάμεσα στη χειραφέτηση και την υποταγή.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (1.4.23)