Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Με λογική «δύο άκρων» και στόχευση την αντικαπιταλιστική Αριστερά
Η ψηφισθείσα τροπολογία για τον έλεγχο των «δημοκρατικών φρονημάτων» των κομμάτων από τον Άρειο Πάγο μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά της επαναστατικής Αριστεράς. Είναι τουλάχιστον αφελής ιστορικά η αντίληψη των αστών ότι μπορούν να αποτρέψουν την κοινωνική επανάσταση με αντιδραστικούς νόμους.
Η κατάθεση από την κυβέρνηση στο παρά πέντε των εκλογών της πρότασης για την παρεμπόδιση συμμετοχής κομμάτων όπως η ΧΑ ή το «Έλληνες» του Η. Κασιδιάρη δεν αποδεικνύει τη δημοκρατική ευαισθησία της ΝΔ, αλλά εξυπηρετεί τα συγκυριακά και συστημικά της συμφέροντα: Πρώτο, την αγχωμένη επιδίωξή της να αυξήσει τα εκλογικά ποσοστά της, κατακρεουργώντας τη φασιστική ακροδεξιά και, δεύτερο και κυριότερο από στρατηγική άποψη, την προώθηση της αντικομμουνιστικής πολιτικής της ΕΕ, κλείνοντας το μάτι στη θεωρία των δύο άκρων, που εξισώνει φασισμό και κομμουνισμό. Αυτή η στρατηγική δεν ομολογείται ρητά, όπως στην αντικομμουνιστική νομοθεσία άλλων χωρών της ΕΕ. Ωστόσο, συμπεριλαμβάνει στον νόμο της ΝΔ τον αποκλεισμό από τις εκλογές οργάνωσης ή συνδυασμού στον οποίο περιλαμβάνονται καταδικασμένοι για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, αλλά επιπλέον αναθέτει στον Άρειο Πάγο την αρμοδιότητα να εγκρίνει τη συμμετοχή κόμματος στις εκλογές με όρο ότι «η οργάνωση και η δράση του κόμματος να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Αυτή η διατύπωση, παρά τη γενικολογία και την ασάφειά της, δύσκολα αποκρύπτει τον απώτερο στόχο της, να απαγορεύσει δηλαδή, στις κατάλληλες ιστορικές συνθήκες, τη συμμετοχή στις εκλογές ριζοσπαστικών κομμάτων, που επιδιώκουν την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος ή ακόμη και να τα θέσει εκτός της αστικής νομιμότητας.
Δεν υπάρχει πιο αντιδραστική και ανιστόρητη ομολογία της ιστορικής χρεοκοπίας του καπιταλισμού… Αντί οι αστοί να αρκούνται στην ενισχυόμενη ηγεμονία τους από τη νέα τεχνολογία και τα συστήματα επιτήρησης-παρακολούθησης, αλλά και από την περιστασιακή υποχώρηση του ανατρεπτικού κινήματος, απαγορεύουν με τους νόμους τους, όπως ο προκείμενος της ΝΔ, αλλά ακόμη και με δικτατορία, όπως με το άρθρο 48 του Ελληνικού Συντάγματος, την κοινωνική αλλαγή. Δηλαδή, την αντικατάσταση ενός κατώτερου και παρακμασμένου κοινωνικού συστήματος από ένα ανώτερο κοινωνικό σύστημα, τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό, που βέβαια ούτε θα επιβληθεί ούτε θα αναπαράγεται από μία αυταρχική ελίτ, αλλά δημοκρατικότατα από τον αγώνα της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας.
Είναι τουλάχιστον ιστορικά αφελής η αντίληψη των αστών πολιτικών και ιδεολόγων ότι μπορούν να αποτρέψουν την κοινωνική επανάσταση ψηφίζοντας αντιδραστικούς νόμους. Όπως έχει αποδείξει η ιστορική εξέλιξη, η επανάσταση σε διαφορετικά εκμεταλλευτικά κοινωνικά συστήματα εκρήγνυται, όταν υπάρξουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις αντικειμενικές (υπερόξυνση αντιθέσεων) και υποκειμενικές (απαιτούμενο επαναστατικό κίνημα). Η επανάσταση δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε να νικηθεί από καμία νομοθεσία και αυταρχική πολιτική. Θα νικήσει ή θα νικηθεί στην πάλη των αντιμαχόμενων τάξεων για την εξουσία. Αποτελεί επίσης ιστορική ανορθογραφία η παραδοσιακή αστική διαστρέβλωση για τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της επανάστασης και του καθεστώτος που εγκαθιδρύει. Η ιστορική αλήθεια είναι ότι η επανάσταση, σε αντιδιαστολή με το αστικό πραξικόπημα, είναι η κατεξοχήν δημοκρατική πράξη, αφού προϋποθέτει τη συνειδητή ενεργοποίηση της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας για τη νίκη και την εγκαθίδρυση της νέας ανώτερης κοινωνίας. Ας μην λησμονεί η αστική θεωρητική και πολιτική ηγεσία ότι και η μεγάλη αστική Γαλλική Επανάσταση το 1789 και η Ελληνική Επανάσταση το 1821 επιβλήθηκαν με τη δύναμη της λαϊκής πάλης, παρά τη λυσσαλέα αντίδραση της άρχουσας τάξης.
Στην τρέχουσα συγκυρία, η απάντηση των ριζοσπαστικών δυνάμεων στους δολοφόνους του μέλλοντός μας, δεν πρέπει να αρκείται στον απλό καταγγελτισμό και σε λεγκαλιστικές διαβεβαιώσεις και όρκους πίστης στην αστική δημοκρατία, που εκδηλώθηκαν σε μιαν αμυντική ρητορική προοδευτικών δυνάμεων απέναντι στο νόμο της κυβέρνησης, με έμφαση στη διαβεβαίωση της δημοκρατικής νομιμοφροσύνης στα όρια που θέτει και περιφρουρεί η αστική πολιτική.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά από σήμερα οφείλει να μην ευθυγραμμίζεται και να μην διαβεβαιώνει την πίστη της στην αστική δημοκρατία, ούτε να αποκρύπτει τη στρατηγική ιστορική αποστολή της για την οικοδόμηση μιας νέας ανώτερης και δίκαιης κοινωνίας. Η δράση εντός του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων –εννοείται ότι– δεν πρέπει να οδηγεί τις ριζοσπαστικές δυνάμεις σε μία αστική νομιμοφροσύνη. Απεναντίας, οφείλουν να αντιδρούν δυναμικά στα αντιδραστικά νομοθετήματα και τις πολιτικές αποφάσεις της αστικής τάξης και των κομμάτων της, να εμπνέουν τις λαϊκές μάζες σε δυναμικές κινητοποιήσεις ενάντια στις αστικές πολιτικές πρωτοβουλίες, να πρωτοπορούν για την κατάργηση στην πράξη με τον αγώνα τους των πιο αντιδραστικών νομοθετημάτων, όπως η πανεπιστημιακή αστυνομία και η απαγόρευση των διαδηλώσεων στους δρόμους, να κλιμακώνουν δυναμικές απεργίες και αγώνες, παρακάμπτοντας το απεργοσπαστικό αστικό οπλοστάσιο.