Δημήτρης Γρηγορόπουλος,
Εισαγόμενος πληθωρισμός, ακρίβεια του Πούτιν, μειωμένη τάση στην Ελλάδα, αντικειμενική πραγματικότητα, η κυβέρνηση και οι αστοί απολογητές προσπαθούν να κρύψουν τις ευθύνες τους για τη λεηλασία των λαϊκών εισοδημάτων.
Η κυβέρνηση της NΔ, όπως και οι κάθε τύπου αστικές κυβερνήσεις, επιχειρεί να υποβαθμίζει ή και να εξαφανίζει τα προβλήματα που ταλανίζουν τα λαϊκά στρώματα, με επιχειρήματα ανάλογα με τα γνωστά εξωραϊσμένα χωριά Ποτέμκιν… Για να εξορκίσει η κυβέρνηση το μέγιστο πρόβλημα της ακρίβειας, επιχειρεί να το εμφανίσει μεγαλοποιημένο και μη οφειλόμενο στην κυβερνητική πολιτική και στον χαρακτήρα, γενικότερα, της καπιταλιστικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας.
Πρώτο, η κυβέρνηση επιχειρεί να πείσει ότι το πρόβλημα της ακρίβειας εκφεύγει των ευθυνών της και οφείλεται σε παράγοντες ανεξάρτητους από την πολιτική της και, ότι απεναντίας, επιχειρεί να αμβλύνει τις ταλαιπωρίες που υφίσταται ο λαός. Το βασικό της επιχείρημα είναι ότι για τον πληθωρισμό ευθύνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, για τον οποίον βέβαια θεωρεί ότι δεν έχει ευθύνες η Ελλάδα. Όσο όμως και αν νίπτει τας χείρας της, η κυβέρνηση της NΔ δεν είναι αμέτοχη του πολέμου. Συμμετέχει στον πόλεμο και μάλιστα δραστήρια με τη μετατροπή της Αλεξανδρούπολης σε καίριο ορμητήριο των Αμερικανονατοϊκών κατά των Ρώσων και εφοδιάζοντας αφειδώς τους Ουκρανούς με όπλα, τα οποία έχει χρυσοπληρώσει ο ελληνικός λαός. Επομένως, η ελληνική κυβέρνηση ως ενεργός μέτοχος του πολέμου έχει ασφαλώς ευθύνες για τις επιπτώσεις του στην ελληνική οικονομία και στη διαβίωση του λαού.
Δεύτερο παρεμφερές ιδεολόγημα: Η κυβερνητική προπαγάνδα υποστηρίζει ότι από την πανδημία του κορονοϊού και εντονότερα με τον πόλεμο της Ουκρανίας, ο πληθωρισμός μετά από δεκαετίες επανεμφανίστηκε ως παγκόσμιο φαινόμενο. Επομένως συμπεραίνει ότι πρόκειται για αντικειμενικό φαινόμενο, για το οποίο δεν ευθύνεται η κυβέρνηση της ΝΔ και το σύστημα. Βεβαίως, ο πληθωρισμός είναι και εισαγόμενος, είναι όμως και προστιθέμενος από την κυβερνητική πολιτική. Επειδή τον εισαγόμενο πληθωρισμό όχι μόνο δεν τον μειώνει, κατά το δυνατόν, αλλά ανέχεται ισχυρά να επαυξάνεται απ’ την ελληνική ολιγαρχία, ιδίως με την εξακόντιση των τιμών της ενέργειας στην εσωτερική αγορά. Πράγμα που οφείλεται στη σύνδεση με το χρηματιστήριο ενέργειας, στο οποίο οι τιμές εκτινάσσονται με κερδοσκοπική λογική, ανεξάρτητα και πολύ πάνω από το κόστος της. Επιπλέον, οι εταιρείες μετακυλύουν το αυξημένο κόστος της ενέργειας, κατά πολύ επιβαρυμένο με τη μονοπωλιακή τιμή, στους απροστάτευτους καταναλωτές. Τα μονοπώλια καθορίζουν μονοπωλιακές τιμές, ως γνωστόν, στα εμπορεύματα, που οδηγούν σε υπερκέρδη, ανώτερα από το συνηθισμένο μέσο όρο κέρδους του κεφαλαίου, καρπούμενα όχι μόνο την υπεραξία των εργατών τους, αλλά και έσοδα από άλλες πηγές, όπως αμοιβή κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης, μείωση της φορολογίας τους, προνομιακές πιστώσεις από το κράτος, υπερπληθωριστικές τιμές, εκμετάλλευση μικροπαραγωγών κ.ά. Οι πάροχοι φυσικού αερίου στη χώρα μας διατηρούν το δεύτερο υψηλότερο περιθώριο κέρδους στην Ευρώπη. Στις πρώτες θέσεις κερδοφορίας κατατάσσονται και τα μεγάλα σουπερμάρκετ, που από την εποχή της πανδημίας, σχεδόν μονοπωλούν τις αγορές των χαμηλών εισοδημάτων, που πληρώνοντας περισσότερα, αγοράζουν λιγότερα, με μόνη παρηγοριά το τρύπιο καλάθι της δημαγωγίας του Άδωνι…
Τρίτο, η κυβέρνηση θριαμβολογεί επειδή τον Οκτώβρη ο πληθωρισμός κινήθηκε πτωτικά στο 10% σε σχέση με το 12% του Σεπτεμβρίου, μείωση όμως που οφείλεται στην αποκλιμάκωση των τιμών ενέργειας λόγω ήπιων καιρικών συνθηκών και που προβλέπεται εκ νέου να εκτιναχθεί την περίοδο του χειμώνα.
Τέταρτο, στο εύλογο ερώτημα των εργαζομένων αλλά και των μικρομεσαίων επιχειρηματιών γιατί δεν θεσμοθετείται κάποια διατίμηση σε βασικά είδη ανάγκης και περιορισμός στα υπερκέρδη των μονοπωλίων, η αστική ιδεολογία αντιτείνει τα άγια των αγίων της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης: την αποθέωση, δηλαδή, του Άνταμ Σμιθ που θεωρεί ανορθολογικό ανοσιούργημα τον κρατικό παρεμβατισμό στην παραγωγή και την αγορά. Το αόρατο χέρι της αγοράς, κατά τον Άνταμ Σμιθ, ρυθμίζει πιο ορθολογικά και αποτελεσματικά τις τιμές και τη σχέση αγοράς-ζήτησης, σε αντιδιαστολή με την κρατική γραφειοκρατική επέμβαση στην αγορά που διαταράσσει την αυτορρυθμιζόμενη σχέση παραγωγής-κατανάλωσης. Η αντιεπιστημονικότητα αυτού του λαβάρου της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας ότι η αγορά ρυθμίζει με τον ανταγωνισμό τις τιμές, ώστε να είναι προσιτές στο ευρύ κοινό, καταρρέει από την παράλληλη και άκρως ασύμπτωτη υπεραύξηση των μονοπωλιακών κερδών του κεφαλαίου και της λαϊκής φτώχειας.
Στα δίκαια αιτήματα του λαού για διατίμηση στα βασικά προϊόντα η κυβέρνηση απαντά με ύμνους στο «αόρατο χέρι της αγοράς»
Πέμπτο, στις αιτιάσεις των εργαζομένων και των μικρομεσαίων γιατί δεν αυξάνονται οι απολαβές τους, σε βαθμό που να εξασφαλίζεται η αξιοπρεπής διαβίωση τους, η κυβέρνηση και το σύστημα απαντούν με έτερο κλασικό νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα: Δηλαδή, ότι αν οι απολαβές αυξάνονται ισότιμα ή προσεγγιστικά έστω προς τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών, τότε ο πληθωρισμός εκτινάσσεται στα ύψη. Οι νεοφιλελεύθεροι φωστήρες, δια του λόγου το ασφαλές, επικαλούνται τη λογική της αγοράς και ιστορικά παραδείγματα από την παγκόσμια αλλά και την ελληνική εμπειρία. Χλευάζουν την τιμαριθμική αναπροσαρμογή μισθών και συντάξεων, γιατί θεωρούν ότι οδηγεί στο διαμετρικά αντίθετο αποτέλεσμα απ’ αυτό που επιδιώκει. Φρονούν, δηλαδή, ότι η γενναία αύξηση των εισοδημάτων εκτινάσσει ανορθολογικά στα ύψη τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών, για να καλύπτουν οι επιχειρήσεις τις απώλειές τους από τις μισθολογικές αυξήσεις.
Τα ηχεία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού τεκμηριώνουν ιστορικά αυτή την αντίληψη με αναφορά στην κατάρρευση της χρυσής τριακονταετίας 1945-1975, αλλά και στο κεϊνσιανό εγχείρημα της ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή) του ΠΑΣΟΚ στην πρώτη τετραετία της διακυβέρνησής του (1981-1985) που η οικτρή, κατά τους νεο
φιλελεύθερους, αποτυχία του οδήγησε άρον-άρον στην αντικατάστασή του στη δεύτερη κυβερνητική τετραετία του ΠΑΣΟΚ (1985-1989) με προσχώρηση στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση με πατριάρχη της τον Κώστα Σημίτη…