Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Ισχυρότατο πλήγμα στους ιδεοληπτικούς πολιτικούς και δημοσιολόγους και στη χώρα μας επιφέρει η στάση της Γερμανίας, η οποία στην οξεία ενεργειακή και γενικότερα οικονομική κρίση που πλήττει την Ευρωπαϊκή Ένωση ενδιαφέρεται μόνο για τα του οίκου της.
Μόνο αγανάκτηση, όχι όμως και απορία, μπορεί να προκαλεί «ο ενεργειακός εθνικισμός» της Γερμανίας, που έχει αντιρρήσεις στην πρόταση της πλειοψηφίας των κρατών-μελών να τεθεί πλαφόν στην αγορά ενέργειας από όλες τις πηγές, ώστε το τίμημα της αγοράς να μην είναι καταστροφικό γι αυτές τις χώρες. Με τα πολλά, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δέχτηκε να συμπεριλάβει στη λίστα των προτάσεων και την πρόταση των 15 κρατών-μελών, αν και ως πρόταση της πλειοψηφίας αυτόματα και αυτονόητα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή, στη Σύνοδο Κορυφής των 27 ηγετών στις 20-21 Οκτωβρίου στις Βρυξέλλες. Αυτή η στάση της Γερμανίας, και μιας ελίτ χωρών που την ακολουθούν, που ενδιαφέρεται μόνο για τα συμφέροντα της δικής της οικονομίας και δεν διακυβεύει «παζάρια» με τις χώρες παραγωγής ενέργειας για το ύψος της τιμής της, αφού λόγω των τεράστιων οικονομικών αποθεμάτων της δύναται να αντέξει αυτή την επιβάρυνση. Αυτή τη στάση της την ενισχύουν οι ενεργοπαραγωγές χώρες, όπως οι ΗΠΑ και ο ΟΠΕΚ που δεν δέχονται μείωση της τιμής της ενέργειας.
Η αδιαφορία της ηγέτιδος Γερμανίας για το πρόβλημα αγοράς της ενέργειας από την πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ επεκτείνεται και σε άλλους τομείς διευρύνοντας περαιτέρω την ανισομετρία της Γερμανίας και του ανεπτυγμένου άξονα της ΕΕ με την πλειοψηφία των χωρών-πτωχών συγγενών, ειδικά του νότου. Επί παραδείγματι, η Γερμανία ενισχύει βιομηχανία και νοικοκυριά με 200 δισ. ευρώ για την ενέργεια, στα οποία πρέπει να συνυπολογιστούν και τα τεράστια ποσά που διέθεσε και στην πανδημία, αφού από τα 1,9 τρισ. ευρώ για ενισχύσεις που συνεισέφεραν τα κράτη-μέλη στις επιχειρήσεις, πάνω απ’ τα μισά (1 τρισ. ευρώ) έδωσε το Βερολίνο στις γερμανικές επιχειρήσεις.
Καταρρέει ο μύθος της σύγκλισης των πλούσιων και φτωχών χωρών της Ευρώπης, όπως και ο δίδυμος αδελφός του, ο μύθος της συναπόφασης
Αυτή η εγωιστική στάση της Γερμανίας, που δεν είναι βέβαια πρωτοφανής, καταρρίπτει τους εύηχους ιδεολογικούς μύθους, που με τόση προθυμία απαγγέλλουν τα δουλοπρεπή ηχεία της μεγάλης ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης και στη χώρα μας. Καταρρέει ο μύθος της σύγκλισης των πλούσιων και φτωχών χωρών της Ευρώπης, με τον οποίο γαλούχησαν επί δεκαετίες τους Έλληνες της «Ψωρωκώσταινας», που επιτέλους με την ένταξη τους στην Ευρώπη θα έτρωγαν με «χρυσά κουτάλια», όπως και ο δίδυμος αδελφός του, ο μύθος της συναπόφασης και της αλληλεγγύης των χωρών-μελών της ΕΕ.
Η πραγματικότητα όμως και η ιστορία διδάσκουν ότι μια πλούσια και ισχυρή καπιταλιστική χώρα «βοηθά» μιαν αδύναμη, όχι για να της προσφέρει χείρα βοηθείας, αλλά, για να την εκμεταλλευτεί, με πιο εύκολο και αποτελεσματικό τρόπο, παριστάνοντας τον ευεργέτη και σωτήρα της. Αυτή η αλήθεια για τη χώρα μας βοά. Απ΄την ένταξή της στην ΕΕ η Ελλάδα έχει σημειώσει σε κάποιο βαθμό ανάπτυξη, αυτό συμβαίνει μ’ όλες τις χώρες, αν δεν δρουν κάποιοι ειδικοί παράγοντες. Η ανάπτυξη αυτή όμως είναι στρεβλή, περιορισμένη, μονομερής σε τομείς που καθορίζει πρώτιστα ο ευρωπαϊκός καταμερισμός, με πρωταρχικό γνώμονα, πρώτιστα, το συμφέρον των κυρίαρχων μονοπωλίων της Γερμανίας και των πιο ανεπτυγμένων χωρών της ΕΕ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συρρίκνωση της ελληνικής βιομηχανίας μετά την ένταξη στην ΕΕ, για να μη θιγούν τα συμφέροντα των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων της ΕΕ, ενώ απ΄τη δεκαετία του 1960 έως το 1980 η ελληνική βιομηχανία είχε σημειώσει σημαντική ανάπτυξη με προοπτικές δυναμικής ανόδου.
Αλλά μεγαλύτερος και πιο απατηλός μύθος της ένταξης στην ΕΕ είναι ο δημοκρατικός δήθεν χαρακτήρας της, η ισότιμη συναπόφαση πλούσιων και φτωχών, η μέριμνα για τις πιο αδύναμες χώρες, ώστε να υπάρξει σύγκλιση σ’ όλους τους τομείς με τις προηγμένες χώρες της ΕΕ. Η ακραία όμως ανισομετρία και αντιδημοκρατικότητα των κυρίαρχων ελίτ της ΕΕ και πρώτιστα της γερμανικής αποδείχτηκε περίτρανα στην απόφαση της Γερμανίας ν’ αγοράσει ενέργεια χωρίς πλαφόν, αδιαφορώντας για το αντίθετο αίτημα της πλειοψηφίας των χωρών-μελών της ΕΕ. Το θέμα θα συζητηθεί τελικά στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής των 27 ηγετών της ΕΕ.
Το αντιδημοκρατικό οικοδόμημα της ΕΕ
Συζητήσεις πολλές, θεσμοί και όργανα πολλά, αλλά από δημοκρατία τίποτα…
Όταν προκύπτει διαφωνία στους θεσμούς της ΕΕ τότε λειτουργεί ο μηχανισμός της περίφημης «συναπόφασης», απ’ την οποία το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι πάντα σύμφωνο με τα συμφέροντα και τη βούληση των κυρίαρχων δυνάμεων της ΕΕ, των κυρίαρχων μονοπωλίων και της πολιτικής ηγεσίας, πρώτιστα της Γερμανίας. Οι εθνικές κυβερνήσεις και τα εθνικά κοινοβούλια των χωρών-μελών, όσο ενοποιείται η ΕΕ, υποκαθίστανται, όλο και περισσότερο απ’ τα εξουσιαστικά όργανα της ΕΕ, το ευρωπαϊκό συμβούλιο, την ευρωπαϊκή επιτροπή, το ευρωπαϊκό δικαστήριο. Το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο είναι το μόνο όργανο που εκλέγεται με την ψήφο των πολιτών, το ευρωπαϊκό όμως συμβούλιο και η ευρωπαϊκή επιτροπή δεν εκλέγονται απ΄τους λαούς, άμεσα, ή απ’το ευρωκοινοβούλιο, έμμεσα. Το μόνο εκλεγόμενο με λαϊκή ψήφο όργανο, το ευρωκοινοβούλιο, μετά τη συνθήκη της Λισαβόνας, το 2009, απέκτησε ορισμένες αρμοδιότητες, ώστε να περιοριστεί το προφανές δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ, ως σχετικό αντίβαρο στον συγκεντρωτισμό και τεχνοκρατισμό που διέπει τις αποφάσεις της. Ο νομοθετικός όμως ρόλος που προσδόθηκε στο ευρωκοινοβούλιο δεν είναι αυτόνομος. Τυπικά, το ευρωκοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα απόρριψης νομοθετημάτων. Σπάνια όμως την ασκεί. Αλλά και όταν απορρίψει ένα νομοθέτημα, αυτό επανεξετάζεται από τριμερή επιτροπή, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού συμβουλίου, της ευρωπαϊκής επιτροπής και του ευρωκοινοβουλίου. Αυτή η επιτροπή καταλήγει σε συναινετική κοινή πρόταση, που σχεδόν πάντα την επικυρώνει η ευρωβουλή.
Τα αστικά όργανα εξουσίας ελάχιστες δυνατότητες προσφέρουν στα λαϊκά στρώματα να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Τα αντίστοιχα όργανα της ΕΕ σχεδόν μηδενίζουν αυτές τις δυνατότητες…